Ο χριστιανισμός της Δύσης, οι ιερείς και, κυρίως, η Ηθική στο στόχαστρο του «βλάσφημου» στοχαστή.

Το 1888 είναι η τελευταία χρονιά που οι φίλοι του θυμούνται τον Νίτσε νηφάλιο. Από τους επόμενους μήνες ο φιλόσοφος περνάει στη «νύχτα της νύχτας» καταρρέοντας σε έναν αργό και βασανιστικό θάνατο της σκέψης του. Είναι η χρονιά του «Αντίχριστου», που κατά μία έννοια έχει θέση καταληκτικής διαθήκης στο νιτσεϊκό έργο. Χωρίς να εφευρίσκει κάτι ρηξικέλευθο ο Νίτσε ανακεφαλαιώνει την απέχθειά του για τον χριστιανισμό των αδυνάτων, τη μνησικακία των πρώην θυμάτων (ressentiment, κατά τον περίφημο γαλλικό όρο που χρησιμοποιεί) και για την Ηθική του Καντ.

Το βιβλίο έχει τουλάχιστον έναν καλό –τον Ιησού -, έναν απόλυτο κακό –τον Παύλο –και έναν βλάσφημο κατήγορο. Ο τίτλος του αδικεί μάλιστα το πραγματικό του περιεχόμενο: ο Νίτσε ποτέ δεν εξεγείρεται εναντίον του Χριστού. Είναι ακριβοδίκαιος μαζί του θεωρώντας ότι έπεσε θύμα τού «γερο-Θεού»: «Κατά βάθος, μονάχα ένας χριστιανός υπήρξε, κι αυτός πέθανε στον σταυρό». Για τον γερμανό στοχαστή, ο ιστορικός Ιησούς δεν έχει καμία σχέση με την αμαρτία και την τιμωρία. Αθεράπευτα μολυσμένος από το μικρόβιο της οικουμενικής αγάπης, προτιμά να γυρίζει το μάγουλο στον αντίπαλο και να μη δημιουργεί εχθρούς. Του λείπει, δηλαδή, η βούληση για δύναμη, μία έννοια που στο νιτσεϊκό σύμπαν σημαίνει όσα οι Δέκα Εντολές μαζί στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Ιησούς εκπροσωπεί μάλλον ένα ειρηνευτικό κίνημα που προσομοιάζει στον βουδισμό.

Αυτός που γίνεται κατεξοχήν στόχος για τα δηλητηριώδη βέλη του Γερμανού είναι ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής της ανθρωπότητας. Στο πρόσωπο του Παύλου ο Νίτσε αναγνωρίζει έναν πνευματικό αντίπαλο μεν, ευφυή δε. Κάτω από το σύμβολο του Εσταυρωμένου ο Σαούλ της Ταρσού κατάφερε να ενώσει «όλους τους καταπιεσμένους, τους κρυφοταραξίες, ολάκερη την κληρονομιά των «αναρχικών» ραδιουργιών στο imperium, για να συστήσει έτσι μια τρομερή πολιτική δύναμη». (σ. 202). Αυτός, ο μέγιστος των αποστόλων της εκδίκησης, δεν χρειαζόταν τελικά τη ζωή του Λυτρωτή του: «Τον θάνατό του στον Σταυρό χρειαζόταν».

Πίσω από το πρόσωπο του Παύλου ο Νίτσε στήνει το οικοδόμημα του δυτικού χριστιανισμού –ο «Αντίχριστος» διαβάζεται σαν ιστορική και ψυχολογική ερμηνεία της θρησκείας -, για να το αποδομήσει. Είναι μια εκστρατεία με τα πάγια όπλα του στοχαστή: το ποιητικό ύφος, την ειρωνεία και τους νεολογισμούς (πολύτιμη εδώ αναδεικνύεται η δεινότητα του μεταφραστή και του επιμελητή, αλλά και τα σχόλια της επαυξημένης και αναθεωρημένης έκδοσης). Επιτίθεται έτσι σε ό,τι έχει «θεολογικό αίμα στις φλέβες του», συνιστά καθαρτικό για την επίδειξη συμπόνιας, απεχθάνεται τα «λαχταριστά μπριζολικά» (τους φόρους) που καταβάλλονται στους παπάδες και επιλέγει τη λέξη «δυσαγγέλιο» για τη Σταύρωση.

Στον απόκοσμο και νοσηρό κόσμο των Ευαγγελίων -«κόσμος ρωσικού μυθιστορήματος περίπου, όπου αποβράσματα της κοινωνίας, νευρώσεις και «παιδική» ηλιθιότητα μοιάζει να ‘χουν δώσει ραντεβού» –επικρατεί η μισαλλοδοξία κατά του πλησίον και κατά του εαυτού. Το δηλητήριο της θεωρίας περί των ίσων δικαιωμάτων αναβλύζει από παντού, γεγονός που εξοργίζει τον έτσι κι αλλιώς διακηρυγμένο πολέμιο της Γαλλικής Επανάστασης. Σε πείσμα, πάντως, όσων διαφημίζουν τον «Αντίχριστο» σαν τη χειροβομβίδα ενός δυτικού φιλοσόφου εναντίον του Θεού, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο πραγματικός στόχος του έχει πολλά ονόματα: θεολόγοι, ευσεβιστές, ιερείς, «μηρυκαστικά από τη Σουηβία» (εννοεί μάλλον τους απόφοιτους της θεολογικής σχολής του Τίμπινγκεν), γερμανοί ακαδημαϊκοί και, στο βάθος, το Βατικανό. Οσοι, τέλος πάντων, έχουν πείσει το ποίμνιο πως «ό,τι υποφέρει, ό,τι κρεμάται επί ξύλου είναι θείο». Πως «όλοι μας είμαστε καρφωμένοι σ’ έναν σταυρό, συνεπώς είμαστε κι εμείς θείοι…». Αν υπάρχει κάτι που διαχρονικά απεχθάνεται ο Νίτσε είναι η γλυκερή θυματοποίηση των ανθρώπων που δεν μπορούν να μεταμορφώσουν το τραύμα τους σε εμπειρία. Με άλλα λόγια, που δεν καταλαβαίνουν πως ό,τι δεν τους σκοτώνει τους κάνει πιο δυνατούς.

Ο ποιητής των στοχασμών

Ο «Αντίχριστος» είναι η κατάληξη μιας ακατάπαυστης αναζήτησης για την αλήθεια της ζωής, στην οποία οφείλουμε να λέμε «ναι». Ο γιος του λουθηρανού πάστορα του Ρέκεν μισεί την αίθουσα αναμονής του χριστιανισμού, εκεί όπου όλοι οι αμαρτωλοί απαρνούνται τη ζωή τους για να κερδίσουν ένα ρετιρέ στους ουρανούς.

Στη νιτσεϊκή εργογραφία ο «Αντίχριστος» στέκει λίγο πριν από το φυσικό τέλος, με όλες τις αδυναμίες και τα αφελή φιλοσοφικά επιχειρήματα (όσο ευφυής κι αν ήταν, ο Νίτσε δεν είχε πάρει ποτέ μαθήματα αριστοτέλειας λογικής). Από την άλλη, βέβαια, ο στοχαστής που έχει αποκηρύξει πολύ νωρίς τον «στενό κορσέ της λογικής» είναι ο κατεξοχήν ποιητής των στοχασμών. Και ο «Αντίχριστος», όπως και τα προηγούμενα έργα, είναι η συνέχεια της ποίησης με άλλα μέσα. Αυτό το βιβλίο «για τους ολίγιστους», όπως γράφει ο Νίτσε, είναι το μανιφέστο της οργισμένης πρόζας. Μια απελευθερωτική πράξη, γραμμένη με στυλ: «Το αιώνιο αυτό κατηγορητήριο θα γράψω σ’ όλους τους τοίχους, όπου υπάρχουν τοίχοι –τα γράμματά μου θα κάνουν και τυφλούς να βρουν το φως τους…».