Ο ανερχόμενος κολομβιανός συγγραφέας επιστρέφει στα είκοσι χρόνια μοναξιάς που έζησε η πατρίδα του εν μέσω του ανελέητου πολέμου των καρτέλ.

Η Κολομβία σαν ρημαγμένος ζωολογικός κήπος, βυθισμένος στη σιωπή και απλησίαστος για τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι μια εικόνα που διαπερνά το βιβλίο του Βάσκες σαν αισθητικό μοτίβο με πολλαπλές αναγνώσεις. Η terra incognita που δεν έμαθαν ποτέ τους οι αμερικανοί γκρίνγκο, ο αυτοτροφοδοτούμενος κύκλος της βίας μέσα στον οποίο τα θηρία κυνηγούν και διώκονται. Μια φωτογραφία – στιγμιότυπο από αυτό το χαμένο βασίλειο με τους εξωτικούς παπαγάλους και τις τίγρεις του Πάμπλο Εσκομπάρ λειτουργεί σαν καταλύτης για να ξεκινήσει η μυθιστορηματική αναδρομή του αφηγητή Αντόνιο Γιαμάρα. Είναι ο αρσενικός ιπποπόταμος που δραπέτευσε το 2009 από τον κήπο για να εξοντωθεί τελικά από ελεύθερους σκοπευτές με δυο σφαίρες στην καρδιά και στο κεφάλι. Κι ύστερα η αφήγηση ξεκινά: για τον μυστηριώδη Ρικάρδο Λαβέρδε, τη φιλία των δύο ανδρών και τον πυροβολισμό στη μέση του δρόμου όπου σκοτώνεται ο Λαβέρδε και μένει σακάτης ο Αντόνιο.

Η αθωότητα στην Κολομβία –με την άδεια του Τόμας Ελιοτ –τελειώνει με μια έκρηξη ή έναν πυροβολισμό. Τη δεκαετία του 1980 και 1990 ο ήχος των πραγμάτων και των δολοφονημένων πολιτικών είναι εκκωφαντικός όταν πέφτουν. Στην εφιαλτική επικράτεια των εμπόρων ναρκωτικών η καθημερινότητα των πολιτών είναι ένα συνεχές τραύμα. «Ωραία εποχή, ε;», λέει η Μάγια σε έναν από τους πιο εύστοχους διαλόγους του βιβλίου, που ευτύχησε στη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. «Να μην ξέρεις πότε θά ‘ρθει η σειρά σου, ν’ ανησυχείς μήπως δεν έρθει κάποιος που περιμένεις, να ξέρεις ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται το πλησιέστερο κερματοτηλέφωνο για να ενημερώσεις κάποιον ότι είσαι καλά, κι αν δεν υπήρχε κερματοτηλέφωνο, να ξέρεις ότι κάποιος θα σου δάνειζε το τηλέφωνό του, αρκεί να του χτυπούσες το κουδούνι. Ετσι ζούσαμε: παίζοντας με τις πιθανότητες να σκοτωθούν δικοί μας άνθρωποι, καθησυχάζοντας συνέχεια τους δικούς μας ότι δεν είμαστε ανάμεσα στους νεκρούς».

Αυτό είναι το μετατραυματικό στρες μιας ολόκληρης γενιάς προσωποποιημένο στον ήρωα του μυθιστορήματος. Μετά τον τραυματισμό του, ο Αντόνιο δεν μπορεί να βρει τον εσωτερικό του ρυθμό ούτε με τη γέννηση της κόρης του. Σαν άλλος Οιδίποδας (ή Σίσυφος;) αναζητά τις αλήθειες του παρελθόντος και καταλήγει στην κόρη του Λαβέρδε. Εκεί ξυπνά ο ήχος της Κολομβίας σε πτώση: οι μαφιόζικες εκτελέσεις φερέλπιδων πολιτικών (αναφέρονται μεταξύ άλλων ο φιλελεύθερος Κάρλος Γκαλάν και ο Λάρα Μπονίγια), οι καταρρίψεις αεροπλάνων, το ξεκαθάρισμα λογαριασμών στα καρτέλ ναρκωτικών.

Ο Βάσκες γράφει για τη γενέθλια χώρα διατηρώντας την απόσταση –άρα και το προνόμιο –του ερευνητή. Πρόλαβε μεν την άνοδο των ναρκοκυκλωμάτων και την πτώση της πολιτικής ελίτ, αλλά στη συνέχεια εγκατέλειψε την Μπογκοτά. Μαζί με τη γυναίκα του και τις δύο κόρες τους ζουν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στη Βαρκελώνη. Ο Βάσκες είναι τρίγλωσσος μεταφραστής, έχοντας μεταφέρει μέχρι σήμερα στα ισπανικά έργα των Φόρστερ, Τζον Ντος Πάσος και Βίκτωρ Ουγκώ.

Ο «φόνος» του Μάρκες

Το βιβλίο διαβάζεται και σαν εσωτερική μάχη του συγγραφέα με το κυρίαρχο πρότυπο της κολομβιανής λογοτεχνίας. Στην περίπτωση που πέρασε και από το δικό σας μυαλό εάν το όνομα του συγγραφέα είναι μια έξυπνη λογοτεχνική αναφορά στον πατριάρχη του μαγικού ρεαλισμού, η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Ο Βάσκες δεν είναι Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για δεκάδες λόγους. Κυρίως επειδή το βιβλίο απέχει έτη φωτός από τη μυθική γεωγραφία και το ύφος – σφραγίδα του νομπελίστα. Και επίσης επειδή ο ίδιος ο Βάσκες έχει διακηρύξει την –λογοτεχνική του –απόσταση από τον πρόγονό του. «Θέλω να ξεχάσω αυτή την θολή ρητορική που παρουσιάζει τη Λατινική Αμερική σαν ήπειρο των θαυμάτων… Νομίζω ότι το Εκατό χρόνια μοναξιάς πρέπει να διαβάζεται σαν μια παραφθαρμένη εκδοχή της κολομβιανής ιστορίας» είχε πει σε μια παλαιότερη συνέντευξή του.

Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαία η cameo εμφάνιση του Μάρκες μέσα στο μυθιστόρημα. Οταν η Ιλέιν ξετυλίγει το δώρο του οικοδεσπότη της, ανακαλύπτει ότι «όλα τής φάνηκαν γελοία και ξεκάρφωτα, ο δε τίτλος Εκατό χρόνια μοναξιάς, υπερβολικός και μελοδραματικός». Οταν αργότερα περιγράφει το βιβλίο στους παππούδες της, σημειώνει: «Ολα τα ονόματα στο βιβλίο είναι ίδια. Είναι το πιο κουραστικό βιβλίο που έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό… Οταν σκέφτομαι ότι εσείς διαβάζετε το τελευταίο του Γκράχαμ Γκριν… ε, δεν είναι δίκαιο!». Αν δεν είναι μια πατροκτονική κίνηση ενός νέου λογοτέχνη -υπόψιν ότι το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 2011, ζώντος του Γκάμπο -, είναι σίγουρα μια επιλογή αισθητικού προτύπου. (Για κάθε ενδιαφερόμενο, το κείμενο του Βάσκες «Misunderstandings surrounding Gabriel Garcia Marquez», αναρτημένο στο brickmag.com, είναι άκρως διαφωτιστικό.)