Ενας εμβληματικός έφηβος ήρωας: ο Χόλντεν Κώλφιλντ. Ενα αγέραστο μυθιστόρημα σε μια μετάφραση που γίνεται και αυτή ξανά εφηβική. Τριάντα επτά χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του στα ελληνικά, η Τζένη Μαστοράκη ξαναμετέφρασε τον διάσημο «Φύλακα στη σίκαλη», αλλάζοντάς του και τον τίτλο. Τώρα λέγεται «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης»

Το έχω διδάξει σε μαθητές. Ενα δύο ζουμερά, ανεξίτηλα αποσπάσματα. Δεν το πίστευαν ότι είναι βιβλίο του 1951. Τους φάνηκε σύγχρονο, σημερινό. Αυτό ήταν το μεγάλο κρας τεστ: δοκίμασα την αντοχή των λέξεων και των σκέψεων του αφηγητή στους ομηλίκους του, στην καινούργια μετάφραση. Καμία φράση δεν τους ήχησε φάλτσα. Και ξέρετε πώς είναι τα παιδιά. Εχουν κεραίες, ανιχνεύουν την ψευτιά από απόσταση. Ο Κώλφιλντ της Μαστοράκη πέρασε το τεστ.

Το βιβλίο του Σάλιντζερ απέριττο μέσα στην ασημί γύμνια του εξωφύλλου του, χωρίς εικόνες, εργογραφικό συγγραφέα και οπισθόφυλλο, δηλαδή χωρίς τις νησίδες εκείνες της διαμεσολαβημένης επικοινωνίας που καθιστούν το κείμενο φιλικό για τον αναγνώστη. Αυτό επέλεξε ο Σάλιντζερ για όλα τα βιβλία του: ψαχνή, αδιαμεσολάβητη λογοτεχνία. Χωρίς εικόνες ή λέξεις που λειτουργούν υποστηρικτικά, αλλά συχνά συσκοτίζουν ή αλλοιώνουν την πρόσληψη.

Ο Χόλντεν Κώλφιλντ είναι ο κλασικός έφηβος: επίπλαστα κυνικός, με υπόκαυστη θέρμη, με σούπερ αφέλεια, με διαρκή στραβοπατήματα που οφείλονται στην άγουρη ηλικία, με καθαρό βλέμμα που διακρίνει πέρα από τα φαινόμενα την κρυμμένη ουσία των πραγμάτων. Πάνω απ’ όλα: με γλώσσα ζωντανή. Το ωμό της νεύρο πάλλει στις φράσεις του. Γεμάτος αντινομίες, αντιφάσεις, κυκλοθυμίες, όπως όλοι οι έφηβοι. Παιδί καλών προθέσεων, γόνος καλής οικογενείας, όπως θα έλεγαν παλιά, που μπλέκεται παντού. Χωρίς να το θέλει, ίσως.

Η ιστορία του ξεκινά λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, με μία ακόμη αποβολή του –καλύτερα: αλλαγή περιβάλλοντος –από το σχολείο. Ο Χόλντεν αποφασίζει να μην ενημερώσει τους δικούς του σχετικά. Επιστρέφει στην πόλη του, τη Νέα Υόρκη, και τριγυρνά εκεί, λίγα τετράγωνα μακριά από το πατρικό του, μέχρι να φτάσει η μέρα που μπορεί να εμφανιστεί νομίμως στην οικογένεια και να τους εξηγήσει τα καθέκαστα. Μάλιστα καταφέρνει να τρυπώσει στο πατρικό ένα βράδυ και να δει την πολυαγαπημένη του μικρή αδελφή.

Το μυθιστόρημα του Σάλιντζερ δεν είναι ένα μυθιστόρημα πλοκής. Οχι πως απουσιάζει η πλοκή, τουναντίον. Ομως η έκτυπη και πολυσυζητημένη γοητεία του βρίσκεται στην ψυχογραφία του ήρωα και, κυριότατα, στη φωνή του. Και γι’ αυτό το εγχείρημα και η επιτυχία της Μαστοράκη αξίζουν εύσημα. Γιατί τολμά, ύστερα από τα τριάντα επτά χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη της μετάφραση (στον Επίκουρο, το 1977), να δοκιμάσει την αντοχή και τη συνοχή των ελληνικών λέξεων, για να αποδώσει το διάσημο κείμενο. Γιατί δεν αναπαράγει απλώς τη νεανική αργκό με εύχυμο τρόπο. Φροντίζει για τις μικρές εκτροπές και τα πετάγματα του Χόλντεν, για τη γλωσσική του αδεξιότητα, που καταλήγει επιδεξιότητα, για την ποιητική χρήση αυτής της νεανικής αργκό (λ.χ. «Τελείως κόλαση από την ομορφιά»), που κατάφερε να σμιλέψει και να μνημειώσει ο Σάλιντζερ. Και ναι, οι μεταφράσεις παλιώνουν, ενώ τα πρωτότυπα κείμενα επιδεικνύουν θαυμαστή αντοχή στον χρόνο. Γι’ αυτό και ξαναμεταφράζονται. Εδώ η Μαστοράκη έχει να συναγωνιστεί τον εαυτό της και μια μετάφραση που μεγάλωσε γενιές. Και τα καταφέρνει. Το κείμενο ρέει, ο λόγος του μοιάζει ορυκτός και την ίδια στιγμή προσεκτικά σμιλεμένος, η θερμοκρασία του είναι υψηλή, όπως αρμόζει. Παράδειγμα ύφους.

Κι επειδή ο Χόλντεν, που ονειρεύεται να γίνει «παιδοπιάστης» σύμφωνα με τον στίχο του Ρόμπερτ Μπερνς που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα «όταν κορμί σμίγει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης», έχει πολλές αξιομνημόνευτες ατάκες που θα προσυπέγραφαν αρκετοί έφηβοι, αξίζει να αναφέρουμε μερικές.

Για παράδειγμα, αυτή που σχετίζεται με τις σεξουαλικές εμμονές του εφήβου: «Κι εδώ, ας πούμε, είναι το μεγάλο πρόβλημά μου εμένα. Μέσα στο μυαλό μου, πρέπει να ‘μαι ο πιο μα πιο σεξομανής που είδατε ποτέ. Είναι φορές που σκέφτομαι κάτι μεγάλες σιχαμάρες, που δε θα είχα αντίρρηση να τις κάνω κιόλας, άμα μου δινότανε η ευκαιρία» (σελ. 83). Και συνεχίζει: «Και είναι τελείως άδικο που ένα σωρό σιχαμάρες έχουνε μερικές φορές τόσο τρελή πλάκα».

Ή τη φράση που σχετίζεται με τις ταξικές διακρίσεις στα ιδιωτικά σχολεία: «Το ζήτημα είναι βασικά ότι δε γίνεται να μείνεις στο ίδιο δωμάτιο με τον άλλονε, άμα οι βαλίτσες σου είναι πολύ καλύτερες από τις δικές του» (σελ. 141). Αλλά και την παρατήρηση της πόζας των καλών μουσικών, όταν παίζουν μπροστά σε κοινό: «Παίζανε πιο πολύ σα να το είχανε υπόψη τους τι ξερωγώ που ήτανε, και τι φιρμάρες» (σελ. 163). Και βέβαια η αίσθηση της μυρωδιάς του πατρικού σπιτιού: «Εμάς το χωλ μας έχει μια μυστήρια μυρωδιά, που δε μυρίζει σαν πουθενά αλλού στον κόσμο. Κι ούτε που ξέρω τι στο διάολο είναι. Κουνουπίδι δεν είναι, κολόνια δεν είναι -ας ήξερα τι διάολο είναι- αλλά πάντα θα σου λέει πως είσαι σπίτι σου» (σελ.203).

Και βέβαια, επειδή για όσους γονείς έχουμε μικρότερα παιδιά αυτά είναι σκηνές από τα προσεχώς, κρατώ για το τέλος το σχόλιο του αφηγητή, όταν μιλάει με μια ψαγμένη μάνα απεχθούς συμμαθητή στο τρένο και της πουλάει φούμαρα. Η εύπιστη μάνα καταπίνει το παραμύθι που της σερβίρει ο Χόλντεν κι αυτός σχολιάζει: «Καμιανής μάνας δεν της κόβει και πάρα μα πάρα πολύ σ’ αυτά τα τέτοια».

Πολύ φοβάμαι ότι έτσι είναι. Γι’ αυτό, εκτός των άλλων, το βιβλίο παραμένει επίκαιρο: είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο των εφήβων. Τόσο ανοιχτό μάλιστα, που επιτέλους παίρνουμε και λίγο αέρα.