Με δέκα ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, ο ποιητής από την Αμοργό λέει ότι ποίηση δεν είναι τα ποιήματα αλλά μια ευρύτερη αντίληψη ζωής. Επίσης ότι ποίηση δεν είναι δήθεν ποιητικές λέξεις: απόδειξη ότι «η ‘‘αερόχαρη φτερούγα’’ του Παλαμά και το ‘‘αχτιδοβόλο σμάρι’’ του Σικελιανού, τα ‘‘μουχρώματα’’ και οι ‘‘δροσοσταλίδες’’, που συγκινούσαν κάποτε, δεν είναι πλέον παρά άδεια κελύφη».

Με ποίηση που στη Μαργαρίτα Καραπάνου θύμιζε τον Ιερώνυμο Μπος και τον Φράνσις Μπέικον, ποιητής «του υποδόριου καγχασμού και του νηφάλιου θυμού» κατά τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο Αντώνης Φωστιέρης είναι από τις πιο δυνατές και αναγνωρισμένες ποιητικές φωνές του καιρού μας. Είναι επίσης από τις πιο μεταφρασμένες ελληνικές ποιητικές φωνές. Δεκαέξι μεταφράσεις των συνολικά δέκα βιβλίων του (συν έναν συγκεντρωτικό τόμο) κυκλοφορούν στο εξωτερικό, ενώ τον Απρίλιο τον έκανε εξώφυλλο το ιταλικό «Poesia», από τα εγκυρότερα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά περιοδικά. Ενας λόγος, ίσως, αυτής της «ευνοϊκής» μεταχείρισης που επιφυλάσσουν ξένοι εκδοτικοί οίκοι σε έναν κατά τα άλλα καθόλου θορυβώδη ποιητή είναι ότι έχει ένα στέρεο ύφος, μια νοηματική ευκρίνεια σχετικά πιο εύκολα μεταφράσιμη, ακόμη και στα ποιήματα που δεν υπάρχει ολοκληρωμένος μύθος. Ενας άλλος, ενδεχομένως, είναι το υπόγειο αυτό χιούμορ που αποτελεί πρόκληση για τους μεταφραστές.

Οπως και να ‘χει, ο πολυβραβευμένος Φωστιέρης (Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, Κρατικό Βραβείο Ποίησης, Βραβείο Καβάφη, Βραβείο Διαβάζω, Βραβείο Βρεττάκου), ο συνεκδότης της «Λέξης» από το 1981, ο νομικός με τις πολυετείς σπουδές στο Παρίσι που όμως άφησε αμέσως μετά τις σπουδές την επιστήμη χάριν της ποίησης, έδωσε πέρυσι και πάλι το «παρών» με ένα από τα καλύτερα βιβλία του, τα «Τοπία του Τίποτα». Ενα βιβλίο με μπόλικες μάλιστα πειραματικές δόσεις στη μορφή και στο περιεχόμενο, όπως λ.χ. στα δύο ποιήματα με θέμα τον Κυναίγειρο: στο ένα μιλάει ο ποιητής για το δράμα του αδελφού τού Αισχύλου και στο άλλο ο ίδιος ο Κυναίγειρος. Ή, ακόμα περισσότερο, στα δύο ποιήματα με τον τίτλο «Θηλιά από μετάξι», όπου ακριβώς οι ίδιες λέξεις και φράσεις ανακατεμένες φτιάχνουν δύο διαφορετικά ποιήματα, το ένα μάλιστα έμμετρο.

Ποιες εικόνες ανακαλούνται μέσα σας με τη φράση που χρησιμοποιήσατε για τίτλο: «Τοπία του Τίποτα»;

Η αλήθεια είναι ότι δεν μου ανακαλούνται τόσο εικόνες όσο σκέψεις και αισθήματα από όσα υπήρξαν το ερέθισμα για τη γέννηση του βιβλίου, που η κυοφορία του κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια. Ισως μάλιστα, εκ πρώτης όψεως, η χρήση του «Τίποτα» στον τίτλο μιας συλλογής ποιημάτων να μοιάζει με αντίφαση, αφού σύμφωνα με τον πλατωνικό ορισμό ποίηση είναι το ακριβώς αντίθετο, η πορεία «εκ του μη όντος εις το ον», η μετάβαση δηλαδή από το Τίποτα στο Κάτι. Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους είναι που παίζεται το μεγάλο παιχνίδι: από το Τίποτα στο Κάτι, από το Κάτι στο Τίποτα, με την ίδια πάντοτε επαναλαμβανόμενη σειρά. Το περίεργο είναι ότι η επανάληψη δεν προκαλεί πλήξη στους θεατές γιατί κανείς δεν είναι θεατής στις κερκίδες, όλοι πολεμούν λυσσωδώς στην αρένα παλεύοντας να κερδίσουν το ήδη χαμένο.

Αρχίσατε τις δημοσιεύσεις πολύ νέος. Σήμερα τι σκέφτεστε γι’ αυτό; Ηταν ευτύχημα που μπήκατε νωρίς στις ράγες μιας εξελικτικής πορείας ή ήταν νεανικό θράσος;

Δεν ήταν καν νεανικό, ήταν θράσος παιδικό. Αρχισα να γράφω ποιήματα στα δέκα μου και να δημοσιεύω στα δώδεκα. Πρώτα στη σχολική εφημερίδα του Μαρασλείου όπου πήγαινα δημοτικό, ύστερα στη «Διάπλαση των Παίδων» και κατόπιν στη «Νέα Εστία» και σε άλλα περιοδικά της εποχής.

Το πρώτο βιβλίο το έβγαλα στα δεκαέξι, πρόλαβα ευτυχώς να το εξαφανίσω εγκαίρως, ενώ το δεύτερο το τύπωσα δύο χρόνια αργότερα, μαθητής ακόμη της Γ’ Λυκείου. Σε κάθε περίπτωση, δεν μετανιώνω για αυτή την πρόωρη είσοδο στον λογοτεχνικό χώρο, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να συναναστραφώ από πολύ νωρίς και από πολύ κοντά σημαντικούς ανθρώπους, πρεσβύτερους ή συνομηλίκους, που η επαφή με το ταλέντο και την ευφυΐα τους ήταν ταυτόχρονα ψυχαγωγία και διδασκαλία μεγάλης ποιότητας.

Οι θεματικές σας έχουν κάποια κοινά σημεία από τις πρώτες σας συλλογές μέχρι σήμερα. Ποιος είναι εντέλει ο συγγραφικός στόχος σας, αν υπάρχει;

Συγγραφικός στόχος στην ποίηση δεν υπάρχει. Και όποτε δείχνει πως υπάρχει, προδιαγράφει με βεβαιότητα την αποτυχία του εγχειρήματος. Μόνο εκ του αποτελέσματος μπορείς να εικάσεις τι ήταν αυτό που για χρόνια σε κατέτρυχε. Λέω «να εικάσεις» γιατί εκείνο που προβάλλει μέσα από το σύνολο της δουλειάς σου είναι το αχνό περίγραμμα ενός άγνωστου και μυστηριώδους όντος που κρύβεται μέσα σου και που προσπαθεί κάθε τόσο κάτι να πει, με στεντόρειο ψίθυρο. Εσύ στήνεις το αφτί να καταγράψεις τις ρυθμικές λέξεις του, να καταλάβεις ποια μπορεί να είναι πραγματικά αυτή η ύπαρξη που σε κατοίκησε, που σκέφτηκε, που ένιωσε, που ονειρεύτηκε για δικό σου λογαριασμό. Αν λοιπόν υποθέταμε πως για όσους γράφουν ποίηση υπήρχε ένας στόχος, θα μπορούσε ίσως να ήταν αυτός: να πιάσουν στο δίχτυ των λέξεών της εκείνον τον σκιώδη εαυτό που συνεχώς διαφεύγει.

Αυτό αποτελεί κατά κάποιο τρόπο έναν δικό σας έμμεσο ορισμό για την ποίηση;

Οχι βέβαια. Της έχουν δοθεί τόσο πολλοί ορισμοί ώστε δεν χρειάζεται να προσθέσουμε άλλους. Αλλωστε, αυτό που μπορεί να θεωρείται από κάποιους ποίηση, μερικές φορές δεν είναι παρά προσποίηση ή παραποίηση. Ενα κείμενο γραμμένο σε στίχους μπορεί εύκολα να παραπλανήσει παριστάνοντας το ποιητικό. Αλλά ακόμα και στις ευτυχέστερες περιπτώσεις, η έννοια της ποίησης κατά κανένα τρόπο δεν ταυτίζεται με τα ποιήματα. Πρόκειται για κάτι πολύ ευρύτερο, μια ιδιαίτερη αντίληψη ζωής, που στηρίζεται κυρίως στην ένταση και στη συγκίνηση. Η γραφή απλώς προσπαθεί να αποτυπώσει αυτή την αντίληψη.

Να την αποτυπώσει πώς; Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα βασικότερα υλικά ενός ποιήματος;

Η ποίηση δεν είναι τέχνη του λόγου, είναι περισσότερο τέχνη της σιωπής. Δίνει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να μιλήσει για τα πάντα, στην πραγματικότητα όμως μιλάει μόνο γι’ αυτά για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Κοντινότεροι συγγενείς της είναι η φιλοσοφία και η μουσική, ενώ πρώτη ύλη της παραμένει πάντοτε η αισθητική, αισθηματική, συναισθηματική συγκίνηση. Η οποία, για να μη γλιστράει σαν μαρμελάδα πάνω στις λέξεις, ζυμώνεται οργανικά με τον στοχασμό και έναν φανερό ή υπόγειο ρυθμό μετασχηματίζοντας το περιεχόμενο σε μορφή, τη μορφή σε περιεχόμενο. Το ποίημα είναι σε γενικές γραμμές αυτές οι τρεις λέξεις: Ρυθμικά Σκεπτόμενο Αίσθημα.

Στην πρόσφατη συλλογή σας «Τοπία του Τίποτα» σας απασχολούν και ιστορικά πρόσωπα της αρχαιότητας, κάτι που είναι κατ’ εξοχήν καβαφικό στοιχείο. Τι θα λέγατε για την έξαψη που προκαλεί στις ημέρες μας ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας;

Οι αντιδράσεις μας, ως λαού, είναι συνήθως παλιρροϊκού χαρακτήρα. Σήμερα βρισκόμαστε στην πλημμυρίδα της έξαψης για τον Αλέξανδρο και τους αρχαίους ημών, αύριο μεθαύριο θα έχουμε την άμπωτη της αδιαφορίας. Και ούτω καθεξής. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η ποίηση προσπαθεί συνήθως να λειτουργεί με κάποια ψυχραιμία, φωτίζοντας πρόσωπα και γεγονότα με αξιώσεις διαχρονικότερες. Στα «Τοπία του Τίποτα» εμφανίζονται δύο ιστορικά πρόσωπα (ο Κυναίγειρος και ο Μάρκος Αυρήλιος), κάτι που επιμελώς είχα αποφύγει στο παρελθόν. Ο κύριος λόγος της αποφυγής είναι αυτός που επισημάνατε: η ταύτιση της ιστορικής και ιστοριογραφικής μεθόδου με την ποίηση του Καβάφη. Ακόμη και αν το επιχειρήσεις ξεκινώντας από άλλες αφετηρίες ή με άλλη οπτική, η παραπομπή γίνεται αυτόματα, και μοιραία σε αδικεί.

Στην ποίησή σας δεν φοβάστε, αν χρειάζεται, να δανειστείτε όρους άλλων πεδίων, λ.χ. της οικονομίας. Τι σκέφτεστε για τον κατακλυσμό της καθημερινότητάς μας από οικονομικούς όρους; Ποιες επιπτώσεις στο συλλογικό μας υποσυνείδητο έχουν όροι όπως ελλείμματα, πλεόνασμα, χρέος, ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα, κατανάλωση και τόσοι άλλοι;

Εχω κάνει πράγματι μικρές εκταμιεύσεις από το λεξιλόγιο της οικονομίας και των συναλλαγών («χαρτοφυλάκιο», «άυλες μετοχές», «απόβαρο» κ.λπ.), χωρίς να ξέρω αν με ώθησε σε αυτό η τρέχουσα συγκυρία ή η ανάγκη μιας συγκεκριμένης μεταφοράς. Η ελληνική γλώσσα είναι εκατομμυριούχος –έχουν καταμετρηθεί περίπου ένα εκατομμύριο λέξεις από την αρχαία έως τη σημερινή καθομιλουμένη -, αλλά η ποίηση είναι πολύ φειδωλή διαχειρίστρια. Και λέξεις που παλαιότερα τις θεωρούσαν όλοι εγγενώς ποιητικές, στην πραγματικότητα αποτελούν τώρα τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Η «αερόχαρη φτερούγα» του Παλαμά και το «αχτιδοβόλο σμάρι» του Σικελιανού, τα «μουχρώματα» και οι «δροσοσταλίδες», που συγκινούσαν κάποτε, δεν είναι πλέον παρά άδεια κελύφη. Θα έλεγα ότι το «έλλειμμα», το «πλεόνασμα» ή το «χρέος» αποτελούν μάλλον προσφορότερο λεκτικό υλικό για την ποίηση σήμερα, αρκεί να το χειριστείς με σοβαρότητα και όχι ως πυροτέχνημα κρότου-λάμψης.