Η πλειονότητα των Γερμανών όχι μόνο ανέχθηκε αλλά και ακολούθησε τον ναζισμό και το φυλετικό του σχέδιο «εθνικής ανανέωσης». Σχέδιο που αποτέλεσε βασικό ιδεολογικό άξονα και μάλιστα στη νικηφόρα για τη Γερμανία περίοδο του πολέμου

Ο πολύ γνωστός στο ελληνικό κοινό ιστορικός και μελετητής της βιογραφίας του Χίτλερ και της ιστορίας του ναζισμού Ιαν Κέρσοου στο βιβλίο του «Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η τελική λύση» (από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Ουρανίας Παπακωνσταντοπούλου) υποστήριζε, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, ότι ο αντισημιτισμός δεν κατείχε κεντρική θέση στη ναζιστική προπαγανδιστική μηχανή. Το μεγάλο ζητούμενο για τον Χίτλερ ήταν η κυριαρχία της Γερμανίας σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσω και της εκδίκησης εναντίον όσων είχαν δήθεν προκαλέσει το περίφημο «πισώπλατο κτύπημα» το 1918. Ενας άλλος αμερικανός ιστορικός, ο Κρίστοφερ Μπράουνινγκ θεωρούσε τον ναζιστικό αντισημιτισμό αποτέλεσμα κοινωνικών και ψυχολογικών περιορισμών και λιγότερο ιδεολογική επιλογή. Ο βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Εβανς συμφωνεί με τον συνάδελφό του Ιαν Κέρσοου ότι «ο δρόμος για το Αουσβιτς χτίστηκε από το μίσος, αλλά στρώθηκε με την αδιαφορία των πολιτών».

Ο Πίτερ Φρίτσε, από τους σημαντικότερους μελετητές της ανόδου και της πτώσης του Ναζισμού, βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της θεώρησης. Αυτός, όπως και ο Σαούλ Φριντλέντερ («Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι», Εκδ. Πόλις σε μετάφραση της Ηλια Ιατρού), θεωρεί ότι ο «φυλετικός ευπρεπισμός», του οποίου η πιο σημαντική πλευρά ήταν ο αντισημιτισμός, αποτελεί τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο κινήθηκε η ναζιστική ιδεολογία και πρακτική. Εναν άξονα που είτε από φόβο είτε από πεποίθηση είτε από την ανάγκη προσαρμογής και λόγω εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων ακολούθησε η μεγάλη πλειονότητα των Γερμανών.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Είθισται όταν ένα βιβλίο είναι καλογραμμένο και γλαφυρό να συνιστάται η ανάγνωσή του με μια ανάσα. Αυτό το βιβλίο είναι και καλογραμμένο και γλαφυρό και καλά μεταφρασμένο, αλλά όποιος το πάρει στα χέρια του, μάλλον θα πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα ότι διαβάζεται μόνο με κομμένη την ανάσα. Γιατί αυτά που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο, αυτά δηλαδή που υπέφεραν οι Εβραίοι της Ευρώπης, παρότι είναι πλέον ευρύτερα γνωστά, ποτέ δεν θα πάψουν να αποτελούν τη μελανότερη κηλίδα της ανθρώπινης ιστορίας.

Σε αυτό το βιβλίο μπλέκεται η μεγάλη ιστορία με την ιστορία και τις πεποιθήσεις απλών ανθρώπων, όπως αυτές αποκαλύπτονται μέσα από τα ημερολόγια και τις σημειώσεις δεκάδων απλών πολιτών, Γερμανών και Εβραίων. Το πιο σωστό θα ήταν να πω ότι αυτό το βιβλίο αποτελεί ένα παζλ που το συνθέτουν οι μαρτυρίες μικρών ιστοριών. Μαρτυρίες που συνθέτουν την εικόνα της μεγάλης ιστορίας, όπως αυτή καταγράφεται στις αποφάσεις και στις πρακτικές των ηγετικών ομάδων. Είναι όμως και μια κραυγή κατά της ναζιστικής βίας, η οποία δεν συγκρίνεται με καμία άλλη βία. Οχι γιατί δεν υπήρχαν καθεστώτα που προκάλεσαν περισσότερα θύματα από όσα οι Ναζί, αλλά γιατί η βία των Ναζί στηρίχτηκε στην απεχθέστερη υπαρκτή ιδεολογία, αυτήν του εθνικιστικού φυλετισμού. Για τους Ναζί μερικοί άνθρωποι ήσαν καταδικασμένοι, απλά και μόνο γιατί δεν ήσαν «φυλετικά ευπρεπείς», γιατί δεν ανήκαν στην «αρία» φυλή. Ο γερμανικός αντισημιτισμός απέδειξε ότι ο άνθρωπος, όταν εμπνέεται από ιδεολογίες φυλετικής καθαρότητας, μπορεί να γίνει το πλέον απάνθρωπο ον.

Ο Φρίτσε υποστηρίζει ότι ο εθνικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκε μέσα από μια δυναμική που υπήρχε στη γερμανική πολιτική από το 1914. Για τον Εβανς, αυτή μάλιστα προϋπήρχε, ήδη από την εποχή του Μπίσμαρκ. Οπου όμως και να αναζητήσει κανείς τις απαρχές του ναζισμού, κατά τον Φρίτσε έχει σημασία το γεγονός ότι μετά το 1933, ολοένα και περισσότεροι Γερμανοί συμμετείχαν, άλλοι ολόθερμα, άλλοι δειλά και άλλοι από ανάγκη, στο ναζιστικό φυλετικό σχέδιο εθνικής ανανέωσης. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει τη σημασία των κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων για την άνοδο και την εδραίωση του ναζισμού, αλλά δίνει έμφαση στην ιδεολογία. Μια ιδεολογία που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συγκίνησε την πλειονότητα των Γερμανών. Η φυλετική καθαρότητα θεωρήθηκε ως ο πλέον κατάλληλος δρόμος για την εθνική αναγέννηση και αυτό δεν το πίστευαν μόνο οι Ναζί.

Η αρχή έγινε με τα «φυλετικά» διαβατήρια και το τέλος γράφτηκε στα στρατόπεδα των αερίων. Είναι βέβαιο, υποστηρίζει, ότι τα σχέδια των Ναζιστών για τον τρόπο επίλυσης του «εβραϊκού προβλήματος» άλλαζαν ανάλογα με τη ροή του πολέμου. Η άμεση απέλαση των γερμανών Εβραίων αναβάλλονταν λόγω των δυσχερειών του πολέμου στη Σοβιετική Ενωση και λόγω του ότι η επιστροφή από τα εδάφη της Ανατολικής Ευρώπης των γερμανών μειονοτικών προκαλούσε πρόσθετα προβλήματα. Υπήρχαν πολλές παλινδρομήσεις από την απέλαση στην εξόντωση. Η ουσία όμως είναι ότι η «τελική λύση» δεν ήταν ένα τυχαίο αποτέλεσμα, το οποίο προέκυψε λόγω του πανικού που προκάλεσαν οι ήττες στο Στάλινγκραντ και στην Αφρική. Η «τελική λύση» δεν ήταν μόνο στον πυρήνα της ναζιστικής ιδεολογίας, αλλά αποτελούσε και την προϋπόθεση για την αναζωογόνηση του έθνους. Ο Χίτλερ και οι υπόλοιποι ναζιστές ηγέτες την είχαν «προβλέψει» πριν από τον πόλεμο και οι ίδιοι επαλήθευσαν τις προβλέψεις τους.

Εδώ πρέπει να τονιστεί η ενδιαφέρουσα παρατήρηση του συγγραφέα ότι η τελική λύση πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό το 1942- 43, όταν ακόμη οι Γερμανοί πίστευαν ότι τελικά θα επικρατήσουν και όχι την τελευταία περίοδο του πολέμου, όταν έβλεπαν πλέον την ήττα να πλησιάζει. Το Ολοκαύτωμα δεν ήταν έργο των πολιορκημένων γερμανικών στρατιών, αλλά των νικηφόρων δυνάμεων των Ες- Ες.