«Η Αθήνα μού θυμίζει λίγο την Πόλη του Μεξικού» λέει ο ιρλανδός συγγραφέας Μόρις Γουόλς που βρέθηκε στην Αθήνα στο πλαίσιο του προγράμματος δημιουργικής γραφής που οργάνωσε το βρετανικό Πανεπιστήμιο Kingston, σε συνεργασία με το Βρετανικό Συμβούλιο. Ο Γουόλς έζησε επί διετία στην πρωτεύουσα του Μεξικού ενώ υπήρξε, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ανταποκριτής του BBC σε δεκάδες ακόμη χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής αλλά και στην Ουάσιγκτον και τη Μέση Ανατολή. Κάποια στιγμή, κουράστηκε από την ειδησεογραφία, τις ανταποκρίσεις και τα βραβευμένα ντοκιμαντέρ. Και θέλησε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή. Στο ενδιάμεσο διάστημα απέκτησε διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σήμερα διδάσκει στο St Antony’s College της Οξφόρδης ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα κύρους, όπως το «Granta» και το «London Review of Books». Το επόμενο βιβλίο του, με θέμα την επανάσταση για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, θα κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2015 από τον εκδοτικό οίκο Faber and Faber. Η συζήτηση μαζί του αρχίζει αναγκαστικά από το ζήτημα που τον έφερε στην Αθήνα – τη δημιουργική γραφή.

Χρειάζεται στ’ αλήθεια η δημιουργική γραφή;

Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να δείξω στους φοιτητές μου στρατηγικές για το πώς να γράφουν. Ανάλογα με την κλίση τους. Ορισμένοι έχουν μεγαλύτερη κλίση προς το δοκίμιο, άλλος προς την αυτοβιογραφία, άλλοι στο είδος που έχει καθιερωθεί ως Νέα Δημοσιογραφία – με σκηνές που έχουν περισσότερους διαλόγους. Αυτό που εγώ κάνω στο μάθημά μου είναι να αναλύω τη δομή των κειμένων για παράδειγμα, στα κείμενα των συγγραφέων που εξετάζουμε. Και επ’ αυτού να γίνεται διάλογος μεταξύ εμού και των μαθητών αλλά και των μαθητών μεταξύ τους. Επειδή ορισμένα από τα πράγματα που συζητάμε είναι τελείως πρακτικά και ίσως τεχνικά, οι φοιτητές έχουν την τάση να τα παραμελούν. Είναι όμως πολύ σημαντικό να μάθεις να κρίνεις τα κείμενα των άλλων και να δέχεσαι κριτική, εποικοδομητική κριτική εννοείται.

Προερχόμενος από τον χώρο της δημοσιογραφίας, διδάσκετε δημοσιογραφία και δημιουργική γραφή στον τομέα της μη μυθοπλασίας (non fiction). Είναι δυσκολότερο είδος από τη μυθοπλασία;

Οταν ρώτησα τους φοιτητές μου στην Αθήνα γιατί επέλεξαν το δικό μου πρόγραμμα, μου απάντησαν ότι η μυθοπλασία απαιτεί μεγαλύτερη φαντασία και χρειάζεται περισσότερο ταλέντο. «Ωστε», τους απάντησα, «ήρθατε στο πρόγραμμα δευτέρας διαλογής;». Αστειεύτηκα φυσικά και προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι η γραμμή μεταξύ των δύο ειδών γραφής είναι θολή και ότι και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται ταλέντο και δουλειά.

Δεδομένου ότι οι Αγγλοσάξονες είναι οι μετρ της δημιουργικής γραφής, έχουμε παραδείγματα επιτυχημένων συγγραφέων που έχουν ακολουθήσει τέτοια προγράμματα;

Υπάρχει μεγάλη συζήτηση σχετικά με το ζήτημα αυτό. Στην Αμερική ιδιαίτερα, ασκείται έντονη κριτική σε αυτά τα προγράμματα. Οι επικριτές τους ισχυρίζονται ότι τα προγράμματα δημιουργικής γραφής είναι σαν εργοστάσια παραγωγής συγγραφέων και ότι οι συγγραφείς που βγαίνουν από αυτά γράφουν όλοι σαν τον Ρέιμοντ Κάρβερ (ο πιο διάσημος ίσως από τους αμερικανούς συγγραφείς που παρακολούθησαν προγράμματα δημιουργικής γραφής). Νομίζω πάντως ότι αν στ’ αλήθεια θέλεις να γράψεις, τα μαθήματα δημιουργικής γραφής δεν θα σε βλάψουν, το αντίθετο. Διδάσκω δημιουργική γραφή αλλά δεν σκέφτομαι αν μπορώ στ’ αλήθεια να διδάξω στους άλλους πώς να γίνουν συγγραφείς. Το ζήτημα είναι πόσο εκείνοι θα ωφεληθούν από αυτά που τους διδάσκω.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Είμαι Ιρλανδός και ζω στη Βρετανία αλλά για μένα οι πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς στον τομέα του non fiction είναι Αμερικανοί, όπως ο Νόρμαν Μέιλερ ή οι εκπρόσωποι της Νέας Δημοσιογραφίας.

Πρόσφατα ο βρετανός υπουργός Παιδείας, Μάικλ Γκοβ, ετάχθη υπέρ του να αφαιρεθούν από τη διδακτέα ύλη για τους μαθητές των λυκείων λογοτεχνικά βιβλία σημαντικών αμερικανών συγγραφέων, όπως του Τζον Στάινμπεκ ή της Χάρπερ Λι. Πώς το σχολιάζετε;

Η άποψη του υπουργού είναι ότι οι βρετανοί μαθητές πρέπει να διδάσκονται περισσότερους βρετανούς συγγραφείς. Είναι η ίδια λογική που τονίζει ότι το Λονδίνο έχει μετατραπεί σε ένα ξεχωριστό κράτος όπου δεν κατοικεί κανένας Βρετανός. Είναι η άποψη ενός πολύ συντηρητικού υπουργού, αλλά ευτυχώς υπάρχουν πολλές αντιδράσεις.