ΠΟΛ ΜΠΕΪΛΙ

«Οι <σπουδαγμένοι> συγγραφείς συχνά καταλήγουν μόνο να αναλύουν όσα γράφουν»

Ο Πολ Μπέιλι, βρετανός συγγραφέας περισσότερων των δέκα μυθιστορημάτων, κριτικός λογοτεχνίας και δύο φορές υποψήφιος για το βραβείο Booker, διδάσκει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Kingston. Προερχόμενος από τον χώρο του θεάτρου, ο Μπέιλι βρέθηκε στην Αθήνα προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου για το πρόγραμμα δημιουργικής γραφής. Ο Μπέιλι είναι έντονα πολιτικοποιημένος. Το τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «The Prince’s Boy» (εκδ. Βloomsbury), είναι μια ερωτική ιστορία μεταξύ δύο ανδρών τη δεκαετία του 1930 στη Ρουμανία, με φόντο την άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη. «Η πολιτική και η ιστορία επηρεάζουν τη ζωή μας, είτε το θέλουμε είτε όχι» λέει. Και με αρκετή δόση βρετανικού φλέγματος και της σοφίας των 77 του χρόνων, ο Μπέιλι μας εξηγεί, μεταξύ άλλων, γιατί πιστεύει ότι για να γίνει κανείς συγγραφέας δεν χρειάζεται να έχει περάσει απαραιτήτως από τα πανεπιστημιακά έδρανα.

Εχετε εργαστεί ως επαγγελματίας ηθοποιός και υποστηρίζετε ότι αυτή η εμπειρία σάς δίδαξε πολλά για τη συγγραφή. Εγκαταλείψατε την ηθοποιία για να γίνετε συγγραφέας;

Ημουν επαγγελματίας ηθοποιός για οκτώ χρόνια. Ηθελα να γίνω σαιξπηρικός ηθοποιός και συνειδητοποίησα ότι δεν επρόκειτο ποτέ να τα καταφέρω. Εγκατέλειψα την υποκριτική, για την ακρίβεια αυτή με εγκατέλειψε, και άρχισα, τη δεκαετία του 1960, να δουλεύω στο πολυκατάστημα Harrods στο Λονδίνο. Διαφωτιστική εμπειρία, με έμαθε πολλά, είχα ανθρώπους που με έβριζαν ολημερίς. Επρεπε να φοράς κοστούμι με γραβάτα και να είσαι πολύ ευγενικός με τους πελάτες, που ήταν συνήθως πολύ εύποροι, τότε ακόμη ήταν η εποχή που εκεί ψώνιζαν οι Βρετανοί των καλών οικογενειών. Αρχισα λοιπόν τότε να γράφω ένα βιβλίο με τίτλο «At the Jerusalem» και βρέθηκε ένας εκδότης που με πλήρωσε για να το ολοκληρώσω. Το βιβλίο αυτό, το πρώτο μου, κυκλοφόρησε το 1967, έλαβε θαυμάσιες κριτικές και όλοι απορούσαν που ένας νέος 30 χρονών έγραψε ένα βιβλίο για ηλικιωμένες γυναίκες (σ.σ.: η Ιερουσαλήμ του τίτλου είναι ένα γηροκομείο για ηλικιωμένες γυναίκες). Υπήρχε εξήγηση όμως: η μητέρα μου με γέννησε όταν ήταν 42 ετών, πράγμα ανήκουστο για τη δεκαετία του 1930. Είχα συνεπώς από μικρός συνηθίσει να συναναστρέφομαι και να παρατηρώ ανθρώπους μεγάλους σε ηλικία, όλοι οι φίλοι των γονιών μου είχαν περάσει τα 60, όταν εγώ ήμουν παιδί. Δεν αντιμετώπισα ποτέ τους ηλικιωμένους ως ξεχωριστή φυλή.

Αναφέρεστε συχνά στη σημασία που έχουν τα ασήμαντα τετριμμένα πράγματα για τη συγγραφή, για τους συγγραφείς. Γιατί;

Γιατί τα ασήμαντα πράγματα είναι η ζωή. Γιατί δεν ζούμε σε κατάσταση διαρκούς έξαρσης, τις περισσότερες φορές απλώς περνάμε την ημέρα μας. Πάρτε για παράδειγμα τα μυθιστορήματα της Τζέιν Οστιν, θα δείτε ότι έχουν να κάνουν με πρακτικές λύσεις σε πρακτικά προβλήματα της ζωής, το πρόβλημα του γάμου, των χρημάτων. Το γεγονός όμως ότι αυτά τα βιβλία είναι γεμάτα με θαυμάσιες και διασκεδαστικές λεπτομέρειες αποδεικνύει ότι η Τζέιν Οστιν «άκουγε» και «έβλεπε» την εποχή της και τους ανθρώπους της. Η Οστιν δεν γαβγίζει, δεν κάνει θόρυβο με τα βιβλία της, όμως τα έργα της έχουν επιβιώσει, σε αντίθεση με άλλων συγγραφέων που υποτίθεται ότι είχαν πιο δυνατή φωνή, όπως ο σερ Ουόλτερ Σκοτ. Μόνο με εξαναγκασμό θα διαβάσει κάποιος σήμερα τα βιβλία του Σκοτ.

Ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας καθόρισαν;

Ο Σαίξπηρ, ο Ντίκενς –όταν μεγάλωνα, καταβρόχθιζα τα βιβλία του. Είναι τόσο διαχρονικός και επίκαιρος ο Ντίκενς που σκέφτομαι ότι ορισμένοι πολιτικοί στην Αγγλία σήμερα, όπως ο ακροδεξιός Νάιτζελ Φάρατζ του κόμματος UKIP, είναι σαν να έχουν βγει κατευθείαν από τις ιστορίες του. Με επηρέασαν όμως και γάλλοι συγγραφείς, ο Προυστ, ο Μοπασάν, ο Μπαλζάκ, έτσι όπως μιλάει για την απληστία. Μου αρέσει πολύ η ποίηση του Τζάκομο Λεοπάρντι, του μεγάλου ρομαντικού ποιητή του 19ου αιώνα. Τα τελευταία χρόνια διαβάζω τους σύγχρονους ποιητές της Ρουμανίας.

Μεταξύ των αγαπημένων σας συγγραφέων αναφέρετε και τον Καβάφη.

Δυστυχώς τον έχω διαβάσει μόνο σε μετάφραση και καταλαβαίνω ότι είναι πολύ πιο μελωδικός στα ελληνικά. Διάβασα για πρώτη φορά τα ποιήματά του στην αγγλική μετάφραση του Τζον Μαυροκορδάτου, τον οποίο είχα γνωρίσει όταν δούλευα στο Harrods, ήταν τακτικός πελάτης. Μετά διάβασα την κλασική μετάφραση των Κήλυ και Σέραρντ, που νομίζω ότι είναι η καλύτερη. Μου αρέσουν πολύ τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη. Επίσης εκτιμώ το γεγονός ότι αναφέρεται στις ομοφυλοφιλικές του εμπειρίες χωρίς ενοχή, σε αντίθεση με σπουδαίους βρετανούς ποιητές, όπως ο Aλφρεντ Χάουσμαν, που πραγματεύονται το ίδιο ζήτημα με αισθήματα ντροπής και ενοχής.

Θεωρείτε ότι τα προγράμματα δημιουργικής γραφής βοηθούν όσους φιλοδοξούν να γίνουν συγγραφείς;

Καταρχάς, θεωρώ ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αληθινοί χώροι μάθησης. Ομως πιστεύω ότι αν θέλει κανείς να γίνει συγγραφέας, δεν είναι απαραίτητο να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, όχι ότι θα τον βλάψει ασφαλώς. Εγώ τα κατάφερα μια χαρά και χωρίς να πάω στο πανεπιστήμιο. Πιστεύω ότι οι συγγραφείς λογοτεχνίας εξαρτώνται πολύ από τη ζωή γύρω τους. Σε πολλές περιπτώσεις, συγγραφείς που πάνε στο πανεπιστήμιο καταλήγουν να αναπτύσσουν θεωρίες για αυτό που κάνουν, αντί να κάνουν αυτό που οφείλουν, δηλαδή να γράψουν. Γιατί να πρέπει να αναλύσεις αυτό που γράφεις; Ποιον ενδιαφέρει; Γράψε το καταραμένο βιβλίο! Λάθος επίσης κάνουν και όσοι πιστεύουν ότι το να φοιτήσουν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι το πρώτο βήμα για τη φήμη, τη δόξα και τα χρήματα.