Κι όμως, η Αριστερά έχει κάποτε διοικήσει σε αυτόν τον τόπο. Σε κυβέρνηση με… κορμό το ΚΚΕ, όπως θα λέγαμε σήμερα. Eστω κι αν οι συνθήκες ήταν πολύ οριακές. Στο βιβλίο του για την ΠΕΕΑ – πρώτη τόσο συστηματική έρευνα για το θέμα – ο ιστορικός Γιάννης Σκαλιδάκης λέει τα πώς και τα γιατί της διετούς διακυβέρνησης μιας περιοχής της Ελλάδας με το μέγεθος της Ελβετίας

Για την Κυβέρνηση του Βουνού λίγες συστηματικές έρευνες έχουν γίνει. Είτε γιατί θεωρήθηκε από ορισμένους μια μάσκα του ΚΚΕ, με ό,τι αυτό υπονοεί, είτε γιατί δεν υπήρχε ανεξάρτητο κράτος να κυβερνηθεί και επομένως κάποιοι βλέπουν την κυβέρνηση αυτή ως καρικατούρα, είτε πάλι γιατί την εντάσσουν στο ευρύτερο αντιστασιακό πλαίσιο της Κατοχής και επομένως δεν της δίνουν το δικαίωμα να γίνει αυτόνομο αντικείμενο μελέτης. Είτε, τέλος, γιατί και μόνο η αναφορά σε αυτήν είναι «αδιανόητη» για ορισμένους πολιτικούς κύκλους που τρέφουν αντιπάθεια προς οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως απευθείας λαϊκή πρωτοβουλία διακυβέρνησης. Γεγονός είναι, σε κάθε περίπτωση, πως ενώ οι αναφορές σε αυτήν είναι συχνές, συνήθως γίνονται περισσότερο για να ενισχύσουν το βιογραφικό μιας ιστορικής προσωπικότητας που συμμετείχε σε αυτήν (λ.χ. ο Τσιριμώκος ή ο Σβώλος) και σπάνια πραγματοποιούνται για να φωτίσουν πλευρές της δράσης της.

Με αυτό το πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο της ελληνικής Ιστορίας καταπιάστηκε ένας ιστορικός της νέας γενιάς, ο Χανιώτης στην καταγωγή Γιάννης Σκαλιδάκης, που μαθήτευσε πρώτα κοντά στον καθηγητή Γιώργο Δερτιλή στο Παρίσι και κατόπιν στον καθηγητή Γιώργο Μαργαρίτη στη Θεσσαλονίκη.

Το βιβλίο τουΗ Ελεύθερη Ελλάδα, επεξεργασμένη εκδοχή της διδακτορικής του διατριβής, με υπότιτλο «Η εξουσία του ΕΑΜ στα χρόνια της Κατοχής (1943-1944)», έρχεται να προσθέσει σημαντικές ψηφίδες στη γνώση μας για την κρίσιμη δεκαετία του 1940. Και έρχεται να αποκαλύψει μια πραγματικότητα όχι ευρέως γνωστή για μια διοίκηση οιονεί κρατική που ασκήθηκε από το ΕΑΜ εκείνη την κρίσιμη διετία.

Αλλά από πότε χρησιμοποιείται ο όρος «Ελεύθερη Ελλάδα» και τι ακριβώς περιελάμβανε; «Ο νονός είναι άγνωστος, ωστόσο τον όρο δεν τον χρησιμοποιούσε από τότε μόνο το ΕΑΜ αλλά και οι Βρετανοί, των οποίων οι εκθέσεις μιλούν συστηματικά για «Free Greece»» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» ο Γιάννης Σκαλιδάκης. «Πρόκειται για περιοχές μη κατεχόμενες για αντικειμενικούς λόγους. Οι Γερμανοί κατείχαν Αθήνα,Μακεδονία, Κρήτη. Σχεδόν όλη η υπόλοιπη χώρα ήταν στη δικαιοδοσία των Ιταλών. Οι κατακτητές δεν είχαν ούτε τη λογική ούτε το δυναμικό να έχουν παρουσία σε κάθε χωριό. Προσπαθούσαν να ελέγχουν την κατάσταση μέσω δικτύου συνεργατών – πληροφορητών. Δεν είχαν επίσης σπουδαία επιμελητεία, οπότε κύριος στόχος των δικτύων ήταν να μπορούν να πλιατσικολογούν. Αυτά τα δίκτυα ξήλωσε κατ’ αρχήν το αντάρτικο, που ξεκίνησε το 1942. Θα πρέπει να πούμε εδώ ότι η συγκέντρωση σιτηρών υπήρχε προαιρετικά επί Μεταξά, στη λογική του προστατευτισμού και της αυτάρκειας. Στην Κατοχή όμως, που το χρήμα δεν είχε πια αξία, η συγκέντρωση σιτηρών θεωρήθηκε εχθρική ενέργεια. Οπότε άρχισε απόκρυψη προϊόντων και διοχέτευσή τους στη μαύρη αγορά. Αυτό συνέβη στους κατεχόμενους αγροτικούς πληθυσμούς σε διεθνή κλίμακα. Και ήταν το υπόβαθρο υποστήριξης του αντάρτικου, καθώς οι αγρότες είδαν τους αντάρτες ως προστάτες της παραγωγής τους. Το 1942-1943 αυτή η πραγματικότητα πήρε τη μορφή εξέγερσης. Σημείο εκκίνησης ήταν η Δυτική Μακεδονία, στα όρια ιταλικής και γερμανικής κατοχής. Ηταν η πιο αραιά κατεχόμενη περιοχή, το αδύνατο σημείο των κατεχόμενων δυνάμεων οι οποίες ενδιαφέρονταν εκεί κυρίως για τη σιδηροδρομική γραμμή και τα ορυχεία – μεταλλεία.

Σε αυτές τις περιοχές άρχισαν οι αντάρτες να ξηλώνουν τα δίκτυα και τις δομές του ελληνικού κράτους. Ορόσημο θεωρείται η 5ηΜαρτίου 1943, οπότε, στη μάχη του Φαρδύκαμπου, αιχμαλωτίστηκε ολόκληρο ιταλικό τάγμα. Την ίδια ημέρα γινόταν στην Αθήνα η διαδήλωση του ΕΑΜ κατά τηςπολιτικήςεπιστράτευσης.

Στη συνέχεια δημιουργούνται απελευθερωμένοι θύλακοι με άξονα την Πίνδο, μέχρι τον Παρνασσό. Αλλά και στους ορεινούς όγκους της Πελοποννήσου. Τα σύνορα των ελεύθερων περιοχών δεν είναι αυστηρά καθορισμένα. Ιταλοί και Γερμανοί μπαίνουν, καίνε χωριά αλλά αποσύρονται. Δεν έχουν τις δυνάμεις να τις ελέγξουν» καταλήγει.

Μια εξέλιξη που δεν είχε ώς τώρα συσχετιστεί και την επισημαίνει ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναιη σημασίατης διεθνούς βοήθειας. «Μετά τον λιμό του 1941-1942 πραγματοποιήθηκε συμφωνία έλευσης διεθνούς βοήθειας από ουδέτερες χώρες, μέσω Ερυθρού Σταυρού» μας λέει. «Από το φθινόπωρο του ’42 αυτή ολοένα αυξάνει σε όγκο. Η κυβέρνηση στην Αθήνα δεν έχει ανάγκη την ντόπια παραγωγή, καθώς ταΐζει τον κόσμο με τα καράβια. Οι ελεύθερες ζώνες μετατρέπονται επομένως σε εχθρικές περιοχές, από τις οποίες οι κατακτητές δεν έχουν να πάρουν κάτι. Το μόνο που θέλουν είναι να τις καταστρέψουν. Καίνε λοιπόν την παραγωγική βάση του αντάρτικου: αποθήκες, εργαλεία, ανθρώπους». Το μέγεθος αυτής της «Ελεύθερης Ελλάδας» προκαλεί έκπληξη: «Είχε το μέγεθος της Ελβετίας και, σύμφωνα με υπολογισμούς των Αγγλων, ένα εκατομμύριο κατοίκους» λέει ο Γιάννης Σκαλιδάκης. «Ο Σαράφης μιλάει για 2,5 εκατομμύρια –βάζει και την Πελοπόννησο. Σε κάθε περίπτωση είναι μια περιοχή λοιπόν που χρήζει διοίκησης.

Στο βιβλίο μου προσπαθώ να δείξω την εξέλιξη των θεσμών διοίκησης των περιοχών αυτών. Την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (σ.σ.: επίσημη ονομασία της Κυβέρνησης του Βουνού) τη βλέπαμε ώς τώρα σαν πολιτική επιλογή του ΕΑΜ, ως μοχλό πίεσης προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Προσωπικά υποστηρίζω ότι ήταν και μια πολιτική και διοικητική αναγκαιότητα. Υπήρχαν λ.χ. περιοχές όπως η Ηπειρος που από μόνες τους δεν μπορούσαν να συντηρηθούν. Χρειαζόταν οργάνωση. Προτεραιότητα ήταν βέβαια ο στρατός του ΕΑΜ που από το καλοκαίρι του 1943 αριθμούσε 30.000 άτομα. Αλλά η ΠΕΕΑ σταδιακά δημιούργησε οιονεί κρατικές υπηρεσίες. Η Επιμελητεία Του Αντάρτη (ΕΤΑ) γίνεται δημοσιονομικός μηχανισμός. Μαζεύει φόρους, κάνει εμπόριο, αναδιανέμει πόρους, έχει αποθήκες και κάποιο είδος τελωνείων. Κόβει και νόμισμα: πρόκειται για τα Ομόλογα ΠΕΕΑ που έχουν αντίκρισμα σε οκάδες στάρι. Είναι μια ιδέα που εισάγεται και από τους Βρετανούς το καλοκαίρι του 1943 για να μη χρησιμοποιείται το νόμισμα του αντιπάλου (η δραχμή, δηλαδή), το οποίο πρέπει να υποτιμηθεί κι άλλο. Οι συναλλαγές, βέβαια, γίνονται κυρίως σε είδος. Οταν κάποιοι δουλεύουν όμως ως εργάτες γης και πληρώνονται σε σιτάρι, δεν το κουβαλάνε στην πλάτη. Τους το δίνει η αντίστοιχη υπηρεσία του ΕΑΜ στο χωριό τους. Ενώ το καλοκαίρι του ’44 εκδίδονται και νομίσματα».

Η Κυβέρνηση του Βουνού, η ΠΕΕΑ, κατέληξε να έχει 2.000 υπαλλήλους, λέει ο συγγραφέας – ιστορικός. Με δικαστήρια, τομέα Τύπου και διαφώτισης, παιδεία. Οι δάσκαλοι πληρώνονταν σε είδος με μισθό ανάλογο του αντάρτη. Η στελέχωση των υπηρεσιών έγινε από εκπαιδευτικούς, γεωπόνους, υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας, έφεδρους αξιωματικούς. Σε ανώτερα κλιμάκια υπήρξε προσεταιρισμός δικαστών, πολιτευτών, δημάρχων, αξιωματικών του Στρατού, ενώ υπήρξαν και διορισμοί πρώην βουλευτών και δικηγόρων, μεγάλο μέρος των οποίων προερχόταν από τους Φιλελεύθερους και πλέον είχαν έρθει κοντά στο ΕΑΜ. Οπως εαμίτης είχε γίνει και ο μητροπολίτης Κοζάνης. «ΣτοΕθνικό Συμβούλιο συμμετείχαν βουλευτές της τελευταίας Βουλής του 1936» εξηγεί. «Το ΕΑΜ ήθελε έτσι να συμβολίσει τη συνέχεια του κράτους. Ξέραμε ότι συμμετείχαν 22, εγώ βρήκα 24. Εκτός από βουλευτές του ΚΚΕ υπήρχαν βουλευτές των Φιλελευθέρων αλλά ακόμη και του (δεξιού) Εθνικού Μεταρρυθμιστικού Κόμματος του Σωτήριου Γκοτζαμάνη». Ενας άλλωστε από τους κρυφούς άσους του βιβλίου είναι ότι προσφέρει σε παράρτημα –για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία –τα βιογραφικά των μελών του Εθνικού Συμβουλίου (μέλη ΠΕΕΑ και εθνοσύμβουλοι).