Τον αφήσαμε στο 2011, όταν στις «Σκοτεινές επιγραφές» του (εκδ. Μεταίχμιο) επεξεργαζόταν ένα οδυνηρό γεγονός (τον θάνατο της συζύγου του από ανίατη ασθένεια) και παράλληλα αφουγκραζόταν την ελληνική κοινωνία που βολεύτηκε σε μια επίπλαστη οικονομική άνεση. Το μυθιστόρημα δεν ήταν γραμμένο βέβαια σε διδακτικό ύφος, όπως διαφαίνεται ίσως από τη δημοσιογραφική περιγραφή. Δύο γενιές πάλευαν και σ’ αυτό το βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου, ο οποίος έχει κατοχυρώσει με αξιώσεις το μοτίβο «οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράγμα». Να, όμως, που η επικαιρότητα μιας (επαν)έκδοσης, η οποία προέρχεται από γενιά εντελώς διαφορετική, τον φέρνει στο προσκήνιο, έστω και διά της πλαγίας οδού. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πατέρα του Ασημάκη Πανσέληνου (1903-1984) «Τότε που ζούσαμε» διακτινίζεται στη βιβλιοπαραγωγή από το 1974 (τότε κυκλοφόρησε από τον Κέδρο, σε επιμέλεια του Γ. Βακιρτζή). Ενα μπεστ σέλερ πριν από την επικράτηση του όρου και μια αφήγηση για τη γενέθλια Μυτιλήνη, την Αριστερά της εποχής, τους διχασμούς, τους πνευματικούς καθοδηγητές και τις επώδυνες απογοητεύσεις λίγο πριν από τη θύελλα της χούντας. Μιλήσαμε με τον Αλέξη Πανσέληνο –μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενώ βρισκότανε στη Σέριφο –επιχειρώντας ένα χρονικό πισωγύρισμα. Από τη Μυτιλήνη του 1920 στην Αθήνα του 2014. Και ανάποδα…

Η Αθήνα δεν υπήρξε και τόσο τυχερή πόλη, ώστε να βρει ΤΟΝ συγγραφέα της. Ισως επειδή έχει χάσει τη «μυθολογία» της, όπως εκφράστηκε για τελευταία φορά το 1960. Εσείς θα θέτατε υποψηφιότητα, με δεδομένο ότι η γεωγραφία του αθηναϊκού κέντρου είναι κυρίαρχη στα μυθιστορήματά σας;

Ολοι όσοι γράφουμε σήμερα θέτουμε μια τέτοια υποψηφιότητα. Αλλά η ψηφοφορία θα γίνει από το αναγνωστικό κοινό και κυρίως από τις γενιές που θα μας διαβάσουν αργότερα –αν έχουμε τέτοια τύχη.

Ποια βιβλία θα προτείνατε σε έναν ξένο για να κατανοήσει τη ρευστή περίοδο 2008-2014 στην Ελλάδα;

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που βρίσκεται μόνιμα σε κρίση, δεκαετίες τώρα. Η μόνη διαφορά είναι πως τούτη τη φορά το συνειδητοποίησαν περισσότεροι. Γράφτηκαν και γράφονται πολλά ενδιαφέροντα βιβλία τα τελευταία χρόνια και νομίζω πως είναι ελάχιστα εκείνα από τα οποία απουσιάζει η κρίση. Πίστευα και πιστεύω ότι στη διάρκεια των τελευταίων τριών ή τεσσάρων δεκαετιών η νεοελληνική πεζογραφία και η ποίηση διαθέτουν μια ποιότητα απούσα από τα αντίστοιχης ηλικίας κείμενα πολλών Ευρωπαίων που διαβάζονται περισσότερο επειδή γράφονται σε γλώσσες πιο διαδεδομένες. Στην Ελλάδα η ιστορία και η πολιτική βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό, στην υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκονται σε ύπνωση. Εδώ το δράμα εξακολουθεί να είναι καθημερινότητα, στη Δύση εκπλήσσει και ξενίζει όταν, σπάνια, συμβαίνει. Το πράγμα έχει τη σημασία του. Είναι αυτό που λέω για τις «ενδιαφέρουσες εποχές» –ευλογία και όχι κατάρα για το μυαλό του ανθρώπου και για τη λογοτεχνία. Οσους και αν διαβάσετε από τους σύγχρονους Ευρωπαίους μετά τη δεκαετία του 1970, δεν θα βρείτε ανάμεσά τους ούτε πεζογράφους ούτε ποιητές σαν τους δικούς μας –και δεν χρειάζεται να αναφέρω ονόματα ως παράδειγμα.

Ποια είναι για εσάς η εικόνα που συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο την ελληνική κρίση;

Θα ζωγράφιζα μια εικόνα πολυπρόσωπη, όπως στις συμβολικές και φανταστικές απεικονίσεις του Ιερώνυμου Μπος, όπου θα παρουσιάζονταν οι πολιτικοί τεσσάρων δεκαετιών ίσαμε τώρα να διαπράττουν όλα τα είδη κλοπής και απάτης που έχει εφεύρει ο άνθρωπος. Είχαμε μια ξένη δυναστεία στην Ελλάδα έως το 1974, η οποία διαφέντευε τον τόπο σαν κληρονομικό της φέουδο, τσιφλίκι και προίκα της. Μια δυναστεία που ποτέ δεν αισθάνθηκε αληθινό σύνδεσμο αίματος με τον τόπο και η οποία έφυγε από εδώ κακήν κακώς – και όχι μόνο μία φορά, περισσότερες. Τη διαδέχθηκαν δύο ντόπιες δυναστείες επαγγελματιών πολιτικών, οι οποίες μας οδήγησαν στην οικονομική καταστροφή καταληστεύοντας, είτε οι ίδιοι είτε οι πάτρωνές τους, τον εθνικό πλούτο. Δυστυχώς η μνήμη μας είναι κοντή και η μεγαλοψυχία μας πολύ πρόθυμη.

Με ποιο κριτήριο ψηφίσατε στις προηγούμενες ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές; Εάν ψηφίσατε, για να ξεκινήσουμε από εκεί…

Συνέβη στην Ελλάδα κάτι που θα ήταν απίθανο να συμβεί σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Δηλαδή, αυτοί οι οποίοι μας κατέστρεψαν κλήθηκαν να μας σώσουν. Εκείνο το οποίο πασχίζουν να σώσουν είναι ο εαυτός τους και η συντεχνία τους. Οι τελευταίες εκλογές, πολιτικές βεβαίως και ελάχιστα αυτοδιοικητικές ή ευρωπαϊκές, έδειξαν την αμφιθυμία του κόσμου από τη μια να πιστέψει τις διαφανείς ψευδολογίες της κυβέρνησης και από την άλλη να εμπιστευτεί την αντιπολίτευση που με άκρο λαϊκισμό παίζει το χαρτί της αγανάκτησης του κόσμου και τάζει λαγούς με πετραχήλια. Σήμερα αναζητούμε ένα πολιτικό στήριγμα το οποίο δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα. Μια πολιτική οντότητα η οποία θα πει στον κόσμο την αλήθεια για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται ο τόπος και η οικονομία και θα εκθέσει με τρόπο απλό και ειλικρινή τους δύσκολους δρόμους που πρέπει να διανύσουμε για να φτάσουμε κάποτε ξανά στο επίπεδο που θέλουμε. Αυτό που ακούμε κατ’ ουσίαν σήμερα από την κυβέρνηση είναι πως «εγώ που σας έκλεβα θα σας βοηθήσω να βγείτε από την ανέχεια». Γιατί θα τους πιστέψω; Ψήφισα, ναι. Αλλά όπως πολλοί άλλοι συμπατριώτες μου ψήφισα γιατί έπρεπε να ψηφίσω και ψήφισα ανθρώπους που θα ήθελα να έβλεπα κλεισμένους στη φυλακή. Ετσι ψήφισα. Και νομίζω πως αυτό είναι το έσχατο σημείο της εξαθλίωσης στο οποίο μπορεί να φτάσει ο πολίτης σήμερα. Πέρα από το σημείο αυτό ελλοχεύει ένα πεδίο πολύ σκοτεινό… Και δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο σήμερα επ’ αυτού.

Η Αριστερά ήταν ένα ιδεολογικό στήριγμα για τον πατέρα σας, όπως αναδεικνύεται μέσα από το βιβλίο του, το «Τότε που ζούσαμε». Ποια είναι η δική σας σχέση με τη σημερινή Αριστερά;

Φοβούμαι, πολύ μικρότερη. Ομως η Αριστερά της εποχής του πατέρα μου δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή. «Τότε που ζούσαν» οι δικοί μου και η γενιά τους, η Αριστερά είχε το στήριγμα μιας μεγάλης οικογένειας εθνών που εφάρμοζαν ένα οικονομικό μοντέλο πολύ διαφορετικό από εκείνο της Δύσης – ή υποτίθεται ότι το εφάρμοζαν. Οπως κι αν ήταν, για τους εκτός του Παραπετάσματος αριστερούς υπήρχε ένα ιδεολογικό στήριγμα ως σημαία, ως ελπίδα και ως υπόσχεση. Για τη σημερινή Αριστερά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η Επανάσταση έχει αντικατασταθεί από την Πειθώ των Επιχειρημάτων. Και για να επικρατήσουν τα επιχειρήματα, απαιτούνται βαθύς χρονικός ορίζοντας και μία σειρά από πειραματισμούς, παλινδρομήσεις, διαψεύσεις και επαναβεβαιώσεις που κουράζουν, εξαντλούν την υπομονή του κόσμου και διατηρούν μόνο την ελπίδα πως θα επικρατήσει η λογική ακόμα και στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων των πολυεθνικών κολοσσών που ορίζουν τις τύχες των λαών υπό το καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας. Ζούμε εν πολλοίς με την ψευδαίσθηση ότι κάποτε θα πείσουμε τον καπιταλισμό να εξανθρωπιστεί και ότι δεν χρειάζεται ριζική ανατροπή για να επιτύχουμε αυτά τα οποία δικαιούται ο άνθρωπος για να μην εξαθλιωθεί εντελώς. Μακάρι να κάνω λάθος, αλλά δεν πιστεύω ότι θα υπερισχύσει η ειρηνική διαδοχή των καταστάσεων. Χωρίς αίμα τίποτα δεν κερδίζεται. Χύνεται άλλωστε άφθονο γύρω μας και σήμερα που μιλάμε – κάνουμε πως δεν το βλέπουμε και ελπίζουμε πως δεν θα φτάσει το κακό μέχρι το σπίτι μας.

Να υποθέσω ότι την ίδια στιγμή κρατάτε αποστάσεις από την ακραία ρητορική της «διεκδίκησης»;

Φυσικά. Απεύχομαι με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα. Μπορούμε να επιτύχουμε αρκετά χωρίς βία και υπάρχουν οι προϋποθέσεις για λύσεις. Βοηθούν η πληροφορική, η πληροφόρηση, η ευκολία με την οποία σήμερα επικοινωνούμε με διαφορετικούς χώρους και η κατανόηση που μια τέτοια επικοινωνία συνεπάγεται. Δεν χρειάζεται να χυθεί αίμα. Αλλά για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο (φυσικά μιλώ για το απώτερο μέλλον και όχι μόνο για το δικό μας, εδώ) θα χρειαστεί και από τις οικονομικές δυνάμεις που σήμερα ορίζουν τα πράγματα να αντιληφθούν ότι θα κερδίσουν περισσότερα αν μάθουν να προγραμματίζουν τα κέρδη τους σε χρονικούς ορίζοντες πιο εκτεταμένους από την επόμενη οικονομική χρήση. Αυτά ως προς την «πράξη». Η ακραία ρητορική της διεκδίκησης που αναφέρατε δεν καταλήγει σε τίποτα απολύτως. Παραμένει ρητορική και απλώς οξύνει τα πράγματα, δυσκολεύει και καθυστερεί τις λύσεις. Είναι πια νομίζω κοινή πεποίθηση ότι το πρόβλημα της Ελλάδας θα χρειαστεί χρόνο, κόπο και υπομονή.

Νιώθετε κι εσείς την ανάγκη να ανατρέχετε «τότε που ζούσατε», κύριε Πανσέληνε;

Εχω βάσιμους λόγους, αν και βρίσκομαι πολύ κοντά στην ηλικία του πατέρα μου όταν έγραφε αυτό το βιβλίο, να θεωρώ ότι εξακολουθώ να ζω και αφήνω τη νοσταλγία του παρελθόντος για αργότερα.

«Η λογοτεχνία είναι η ίδια μας η μνήμη»

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο πατέρας σας στο αυτοβιογραφικό βιβλίο είναι η γλώσσα της καταγωγής και της ενηλικίωσής του. Θα αγαπήσουν, λέτε, αυτή τη γλώσσα οι σημερινοί εικοσάρηδες και τριαντάρηδες;

Είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση πρόσφατα με τέσσερις εικοσάρηδες που το διάβασαν επί τούτου (σ.σ.: για την ιστοσελίδα popaganda.gr), κάτι σαν δοκιμαστές ας πούμε, και το βιβλίο είχε απόλυτη επιτυχία στις εξετάσεις από τις οποίες πέρασε. Τα βιβλία δοκιμάζονται από τις νεότερες γενιές, αν αντέχουν στον χρόνο. Το «Τότε που ζούσαμε» τους ενθουσίασε για πολλούς λόγους ως περιεχόμενο και το βρήκαν πολύ ενδιαφέρον και γλωσσικά. Ξεπέρασαν αμέσως τις όποιες «δυσκολίες» της γλώσσας και τη βρήκαν ολοζώντανη και ελκυστική. Νομίζω πως μόνον άγλωσσοι άνθρωποι μπορούν να έχουν πρόβλημα με τη γλώσσα του πατέρα μου, που στο κάτω κάτω είναι απείρως πιο οικεία και συνηθισμένη από όσο του Παπαδιαμάντη ή του Βιζυηνού. Ακόμα και σε ξένες γλώσσες που δεν τις γνωρίζουμε όπως τη μητρική μας, τα κείμενα μας παρασέρνουν και μας διδάσκουν αμέσως τις ιδιαιτερότητες και τις φινέτσες τους ώστε να τα απολαύσουμε απερίσπαστοι. Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και η ζωντάνια της και πείθει και παρασέρνει. Εφόσον, εννοείται, το περιεχόμενο μας τραβάει για παρακάτω.

Η βουτιά του Ασημάκη Πανσέληνου στις λεπτομέρειες της παιδικής ηλικίας – ατάκες συγγενών, τοπόσημα – είναι κάτι παραπάνω από συναρπαστική. Εχετε κι εσείς το ίδιο ισχυρή μνήμη;

Η λογοτεχνία, πιστεύω, σε μεγάλο βαθμό είναι η ίδια η μνήμη που αναζητά την εξωτερίκευση, την έκφραση και την ολοκλήρωσή της μέσα από τα κείμενα. Γράφουν εκείνοι που διαθέτουν ασκημένη μνήμη, μνήμη δηλαδή που αναβράζει εντός τους και κάποια στιγμή ξεχειλίζει προς τα έξω. Το βιβλίο του πατέρα μου είναι μια τέτοια έκρηξη μνήμης και νοσταλγίας για τις εποχές που έζησε και για τον εαυτό που τις έζησε. Υστερα ας μην ξεχνάμε πως η μνήμη, όπως και η σκέψη, τροφοδοτείται από τα γεγονότα που ζεις ή γίνεσαι μάρτυράς τους. Από την άποψη αυτή ο πατέρας μου και η γενιά του είχαν την τύχη να ζήσουν σε «εποχές ενδιαφέρουσες», όπως λέει η κινεζική κατάρα, αλλά οι οποίες στην πραγματικότητα είναι ευλογία, γιατί ξυπνούν τη σκέψη και την κρίση, κάνουν τον άνθρωπο μάχιμο, ακόμα και παρά τη θέλησή του, και τον σπρώχνουν να ριχτεί ολόσωμος στην πάλη για να δημιουργήσει ένα καλύτερο αύριο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λογοτεχνία που πηγάζει από τέτοιες εποχές και τους ανθρώπους που τις έζησαν έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από κάθε άλλης εποχής λογοτεχνία.