Στα 78 του χρόνια, ο σημαντικός ισραηλινός συγγραφέας επανέρχεται με ένα ογκώδες βιβλίο που διασχίζει το ναρκοθετημένο τοπίο του τελευταίου μισού αιώνα.

Τα τελευταία χρόνια, ο γεννημένος το 1936 Αβραάμ Γεοσούα έρχεται όλο και συχνότερα στην επικαιρότητα όχι για τα μυθιστορήματά του αλλά για τις πολιτικές του απόψεις. Η ενεργός παρουσία του στο φιλειρηνικό κίνημα, η κατανόησή του προς τους Παλαιστινίους, η πίστη του στο Κράτος του Ισραήλ και στον εντόπιο ιουδαϊσμό, η δυσπιστία του για τους Εβραίους της Διασποράς είναι μερικά από τα στοιχεία της δημόσιας παρουσίας του που τον καθιστούν επίκεντρο ποικίλων διαμαχών. Σ’ αυτό το ιδεολογικό πεδίο δεν διακρίνεται πάντα για την πρωτοτυπία του παρά για ένα είδος «προοδευτικής πολιτικής ορθότητας». Η διαρκής δημόσια έκθεση ευνοεί τον ίδιο αλλά αδικεί το έργο του, που ο Χάρολντ Μπλουμ το έχει περιλάβει στον περίφημο «Δυτικό Κανόνα» του ήδη από το πρώιμο μυθιστόρημά του A Late Divorce (1982).

Ωστόσο η πολιτική των καιρών μας είναι καλά αφομοιωμένη στα μυθιστορήματα του Γεοσούα με γνωστότερο ανάμεσά τους το Ο Κύριος Μάνι (Εκδ. Καστανιώτης), μια ιστορική και γεωγραφική περιήγηση στη λεκάνη της Μεσογείου που αντανακλά εν πολλοίς την οικογενειακή του ιστορία. Στο τελευταίο του αυτό βιβλίο (όπως και αλλού) ο Γεοσούα μεταποιεί την πολιτική πραγματικότητα για τις ανάγκες της τέχνης. Την καθιστά διακριτικά παρούσα (τηρουμένων πάντα των ιστορικών αναλογιών), δοσμένη με σαφήνεια, αντικειμενικότητα και ανθρωπιστική διάθεση, με εστίαση στο προσωπικό και οικογενειακό δράμα εν μέσω πολέμων, θανάτων από φίλια πυρά ή τρομοκρατικών ενεργειών, με πλήρη συνείδηση ότι η κοινωνία στην οποία ζει είναι το μακρύ χέρι της Δύσης στην περιοχή, αλλά και με αποδοχή των δημοκρατικών κοσμικών αξιών.

Στη Ρετροσπεκτίβα ο ηλικιωμένος σκηνοθέτης Γιαΐρ Μόζες, μυθιστορηματική περσόνα του ίδιου του Γεοσούα, παρίσταται σε ένα αναδρομικό αφιέρωμα στο έργο του στην Ισπανία, στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα, που συμβολικώ τω τρόπω είναι ιερός τόπος προσκυνήματος και μετάνοιας για τους καθολικούς και ελκύει εκατομμύρια επισκεπτών από όλο τον κόσμο. Αλλά η Ισπανία είναι επίσης ο τόπος όπου άνθισε από τα τέλη της πρώτης χιλιετίας και τις απαρχές της αραβικής κατάκτησης της Ιβηρικής ο πολιτισμός των Σεφαραδιτών Εβραίων μέχρι τις διώξεις του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας στα τέλη του 15ου αιώνα που ξερίζωσαν τις κοινότητές τους για να τους διασπείρουν σε μέρη τόσο απόμακρα όσο το Αμστερνταμ και η Θεσσαλονίκη. Εχουμε λοιπόν εδώ πραγματικούς και συμβολικούς τόπους, ιστορικά ταξίδια που αλληλοτέμνονται και παιγνίδια ταυτότητας που σε μια βαριά διακειμενική αναφορά θα αναχθούν στο αρχέτυπο του σύγχρονου μυθιστορήματος, τον «Δον Κιχώτη».

Ο Μόζες συνοδεύεται από μια γερασμένη ηθοποιό και τρόπον τινά μούσα του, τη Ρουθ. Το ταξίδι γίνεται αφορμή για να επανεπισκεφθεί πολλαπλώς το παρελθόν του και να αξιολογήσει τα επιτεύγματα και τις πλευρικές του απώλειες. Η ρετροσπεκτίβα στο έργο του θα γίνει ανασκόπηση ζωής. Γιατί, ενώ στην οθόνη ξετυλίγονται οι σκηνές από τις παλιές ταινίες του, θραύσματα αναμνήσεων και προ πολλού κουκουλωμένα συναισθήματα κατακλύζουν τον Μόζες. Ο γηραιός σκηνοθέτης, σαν άλλος προσκυνητής, θα ξεκινήσει μια αναδρομή στον χρόνο, έναν απολογισμό των πεπραγμένων του, όχι για να κλείσει οριστικά τα κιτάπια, αλλά για να βρει έναν τρόπο να επανορθώσει τα πράγματα ώστε να μην απαρνηθεί τον πόθο, τη λαχτάρα για δημιουργία, εντέλει την αγάπη για τη ζωή στον λίγο έστω χρόνο που του απομένει.

Για κάποιο ανεξήγητο όμως λόγο, σ’ αυτή τη ρετροσπεκτίβα οι διοργανωτές έχουν επιλέξει μόνον τις νεανικές του ταινίες, που τις είχε γυρίσει σε συνεργασία με τον πρώην φίλο και σεναριογράφο του, και από τον οποίο έχει αποστασιοποιηθεί εδώ και δεκαετίες. Το γεγονός αυτό ανοίγει το σεντούκι των ενοχών, πολλώ μάλλον που στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του είναι αναρτημένο ένα αντίγραφο του περίφημου αναγεννησιακού πίνακα με τίτλο «Caritas Romana» (Ρωμαϊκή Ευσπλαγχνία ή Χάρις), ο οποίος απεικονίζει μια νέα γυναίκα να θηλάζει έναν ηλικιωμένο φυλακισμένο. Ο πίνακας τού θυμίζει μια τολμηρή σκηνή που είχε συλλάβει ο ευφάνταστος σεναριογράφος του και την οποία ο Μόζες είχε απορρίψει ελαφρά τη καρδία, πυροδοτώντας έτσι την οριστική ρήξη μεταξύ τους.

Το πώς και το γιατί βρέθηκε ο πίνακας στο δωμάτιό του γίνεται αίφνης εμμονή. Ο Μόζες πείθεται ότι κάποιος κινεί τα νήματα αυτής της παράδοξης αναδρομής. Ταυτόχρονα ανατέμνει τις εσωτερικές συγκρούσεις στο Κράτος του Ισραήλ με κυριαρχούσα αυτή των Σεφαραδιτών με την κυρίαρχη κάστα των κεντροευρωπαϊκής προέλευσης Ασκενάζι που έχουν εξελιχθεί στην άρχουσα τάξη του νεοπαγούς έθνους. Σκύβοντας στον Δον Κιχώτη θα θέσει στο επίκεντρο του εσωτερικού του αγώνα τη σχέση τέχνης και ζωής, δηλαδή το πάντα επίκαιρο ερώτημα κατά πόσον η ζωή και η τέχνη είναι συγκοινωνούντα δοχεία που αλληλοεπικαθορίζονται. Και έτσι ο Αβραάμ Γεοσούα θα υπογράψει ένα ακόμη γενναιόδωρο, βαθιά ανθρωπιστικό μυθιστόρημα.

Με βαθιά γνώση των πολιτισμικών συμφραζομένων η μετάφραση ης Μάγκυς Κοέν.