Η επανέκδοση μιας ανθολογίας γαλλικής ποίησης δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά πριν από έναν αιώνα.

Αν ξεπεράσει κανείς τη συγκίνηση που προκαλεί και όχι μόνο στον εραστή της ποίησης, η επανέκδοση μιας ανθολογίας όπως αυτή της Γαλλικής Ποίησης του Γιώργη Σημηριώτη που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά πριν από έναν αιώνα, το 1913, σίγουρα πολλά έχει να πληροφορηθεί. Οπως αίφνης ότι στους σαράντα εννιά ποιητές του 19ου αιώνα που ανθολογούνται, δεκαοκτώ παραμένουν σε κυκλοφορία όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οπως επίσης ότι οι τριάντα ένας που έχουν ξεχαστεί κάθε άλλο παρά άμοιροι ταλέντου υπήρξαν.

Αν και φαίνεται να μην ευσταθεί ο ισχυρισμός, δεν αποκλείεται να μην έγιναν γνωστοί (για παράδειγμα ο Καζιμίρ Ντελαβίν, ο Φελίξ Αρβέρ, ο Ανρί Καζαλίς, ο Ζορζ Ροντέν Μπαχ, ο Εντμόντ Αροκούρ) γιατί πεθάνανε πολύ πριν από τα πενήντα τους χρόνια. Πώς θα δικαιολογούσε όμως κανείς το γεγονός ότι ο Αντρέ Σενιέ (που είναι μάλιστα ελληνικής καταγωγής), ο Αλφρέντ ντε Μισέ, ο Κάρολος Μποντλέρ, ο Πολ Βερλέν και ο Ζιλ Λαφόργκ, πεθάνανε αντίστοιχα σε ηλικία τριάντα δύο, σαράντα επτά, σαράντα έξι, σαράντα οκτώ και είκοσι επτά χρόνων; Το ότι η ποιητική ιδιοφυΐα δεν έχει σχέση με την ηλικιακή ωρίμαση δεν είναι το μόνο, χωρίς πουθενά να υπογραμμίζεται, άμεσο συμπέρασμα της ανθολογίας του Γιώργη Σημηριώτη, που υπήρξε και ο ίδιος ένας αισθαντικός ποιητής.

Απόδειξη πως έχει φιλοτεχνήσει ο ίδιος τις μεταφράσεις όλων των ποιημάτων που καταχωρίζονται στην ανθολογία του –και μιλάμε για ένα σύνολο 164 ποιημάτων άλλοτε ολιγόστιχων και άλλοτε μιας έκτασης τριών και τεσσάρων σελίδων. Αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία της ανθολογίας αυτής για την εποχή που εξεδόθη, αλλά και για τα μεταγενέστερα χρόνια, χάρις στις κρίσεις ομοτέχνων του Γιώργη Σημηριώτη, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Κώστας Ουράνης, ο Τέλλος Αγρας, αλλά και πεζογράφων όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Σπύρος Μελάς.

Σημασία που γίνεται, κατά έναν απροσδόκητο τρόπο, ακόμη πιο αποφασιστική για τις μέρες μας, όπως παρατηρεί κανείς αυθορμήτως τις αλλαγές που σημειώνονται, αθόρυβα και σταδιακά, στη χρήση της γλώσσας –εννοείται βεβαίως και της ποιητικής γλώσσας. Ποιος μεταφραστής θα τολμούσε σήμερα να χρησιμοποιήσει στη μετάφραση ενός ποιήματος του Βερλέν ή του Μποντλέρ τις λέξεις «λυγμολαλιά» ή «αιματορουφήχτρα»; Κανείς βεβαίως δεν αμφιβάλλει για τις ώρες που μπορεί να ξόδεψε ο Γιώργης Σημηριώτης για να συνθέσει τις λέξεις αυτές. Οσο όμως και αν αισθάνεται κανείς τα πρωτότυπα των ποιημάτων να αδικούνται κατά τη μεταγραφή τους με λέξεις όπως αυτές που αναφέραμε, ή και άλλες αντίστοιχες («χρυσονείρατα», «μυρμηγκώντας», «εχθροσκούντημα»), βαθιά είναι η ευγνωμοσύνη του για τον Γιώργη Σημηριώτη που, καθώς σημειώνει ο Παύλος Νιρβάνας στον πρόλογό του, στην έκδοση του 1913, «τους ποιητές που μετέφρασε δεν τους γνώρισε από τα βιβλία τους μόνο. Τους έζησε κει πάνω στον τρελό λόφο της Μονμάρτρης και του Καρτιέ Λατέν. Γεννήθηκε και αυτός κάτω από το ίδιο με τους ποιητές αυτούς άστρο».

Συμπληρωμένη η σημερινή έκδοση με έναν πρόλογο της Ιφιγένειας Μποτουροπούλου και ένα εμβριθές επίμετρο της Μαρίας Γιουρούκου, που έχει επίσης επιμεληθεί έναν κατάλογο εκδόσεων της Γαλλικής Ανθολογίας με τη μετάφραση του Γιώργη Σημηριώτη, μας ωθεί να σκεφτούμε κάτι πραγματικά πολύτιμο: ότι οι αληθινοί ποιητές ακόμη και ως ουραγοί ή όταν ξεπερνιούνται από τις εποχές που ακολουθούν τη δική τους, δεν παύουν τα οστά τους και η σκόνη των ποιημάτων τους να είναι η μόνη αψευδής μαρτυρία για την ύπαρξη τόσο των ίδιων όσο και των συγκαιρινών τους.