Πρώτος σταθμός στη μακρά εξορία της Αξιώτη, το Παρίσι. Είναι μια ανάσα μετά τα δεκάχρονα δεινά (μεταξική δικτατορία, γερμανική Κατοχή, εμφύλιος σπαραγμός): ελπίδα ότι στο νέο, φωτισμένο περιβάλλον θα μπορέσει να ξεδιπλώσει απρόσκοπτα τις ανησυχίες της γραφής της.

Στρατευμένη και συνάμα πρωτοποριακή, η Μέλπω Αξιώτη (1905-1973), η σπουδαιότερη ίσως γυναικεία μορφή των ελληνικών γραμμάτων, ανήκει στην πλειάδα των αγωνιστών για τους οποίους η προσωπική ιστορία συνδέθηκε ακατάλυτα με την πολιτική. Οργανωμένη στην κομμουνιστική Αριστερά από το 1936, δουλεύει εντατικά στις γραμμές της Αντίστασης κατά τη διάρκεια της Κατοχής και το 1947 καταφεύγει στη Γαλλία για να αποφύγει τις συνέπειες της πολιτικής της δράσης. Είναι ήδη καταξιωμένη συγγραφέας, έχοντας στο ενεργητικό της το εκκεντρικό μυθιστόρημα Δύσκολες νύχτες (1938), το ποιητικό σύνθεμα Σύμπτωση (1939), την αιρετική νουβέλα Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940) και το εξίσου καινότροπο αφήγημα Εικοστός αιώνας (1946). Μετά την απέλασή της από τη Γαλλία (1950), όπου διακρίνεται στον παρισινό κύκλο των αριστερών διανοουμένων και χαιρετίζεται ως σημαντική ομότεχνη από τον Ελιάρ και τον Aραγκόν, ακολουθεί ένα μακρύ οδοιπορικό προσφυγιάς στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης: χρόνια μοναξιάς και απομόνωσης, κατά τα οποία περιορίζει τη γραφή της σε μαχητικά, στρατευμένα κείμενα, ευθυγραμμισμένα με την κομματική ορθοδοξία· ωστόσο, τα ποιητικά Κοντραμπάντο (1959) και Θαλασσινά (1961) και το αφηγηματικό Το σπίτι μου (1965) σπάζουν το επιβεβλημένο «αντιστασιολογικό» ιδεολογικό πλαίσιο. Μετά τη 18χρονη εξορία και τον επαναπατρισμό της, λίγο πριν πεθάνει, γράφει την αριστουργηματική Κάδμω (1972). Παρά τις ενδιάμεσες παραχωρήσεις της στις συμβάσεις του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, η Αξιώτη προβάλλει μια ιδιόμορφη, σχεδόν συνειρμική γραφή, που τίποτε δεν τη συνδέει με τις λογοτεχνικές συνήθειες της εποχής της.

Το παρισινό της μυθιστόρημα République-Bastille, γαλλιστί γραμμένο (Νοέμβριος 1948 – Μάιος 1949), λάνθανε για χρόνια· από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 βρίσκεται κατατεθειμένο (μαζί με την αλληλογραφία της και άλλο αρχειακό υλικό) στο Αρχείο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (www.lit.auth.gr/archive/Axioti_R.-Bastille). Γνωρίζουμε ότι λόγω αγωγής (γαλλικό σχολείο) αλλά και περιρρέουσας φιλογαλλικής ατμόσφαιρας, η Αξιώτη έχει κάθε λόγο να επιλέξει ως χώρα καταφυγής τη Γαλλία όταν το εμφυλιοπολεμικό κλίμα παγιώνεται στην Ελλάδα και καθιστά προβληματική την παραμονή της στη χώρα. Αλλωστε τα φιλελληνικά ανοίγματα της γαλλικής πολιτικής στις δεδομένες συγκυρίες είναι άκρως ενθαρρυντικά –το «Ματαρόα», το «πλοίο της σωτηρίας», έχοντας μεταφέρει το 1945 σημαντικό αριθμό διανοουμένων και καλλιτεχνών στη Γαλλία, είναι ήδη ένας μικρός θρύλος στους κόλπους της ελληνικής Αριστεράς. Η Γαλλία ακτινοβολεί ως χώρα της ελευθερίας και της φιλοξενίας των κατατρεγμένων του κόσμου. Τον Μάρτιο του 1947, φθάνοντας στο Παρίσι (με διαβατήριο ετήσιας διάρκειας και τυπική αιτιολογία «Σπουδές»), η αυτοεξοριζόμενη Αξιώτη όχι μόνο δεν βιώνει κανένα πολιτισμικό σοκ, αλλά αντίθετα νιώθει ότι υλοποιεί ένα από τα όνειρά της. Κινείται άνετα και δραστήρια στον χώρο των Γραμμάτων, αρθρογραφεί, βλέπει τη μετάφραση του Εικοστού αιώνα της στα γαλλικά (1949) και την ενθουσιώδη υποδοχή του, προεξάρχοντος του Αραγκόν.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε το ανέκδοτο έως τώρα μυθιστόρημα Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη που σαφώς μεταγράφει προσωπικές μνήμες και εμπειρίες: η αφηγήτρια, Λίζα, της οποίας παρακολουθούμε την άφιξη σε μια γειτονιά ανάμεσα στις εμβληματικές πλατείες της Ρεπυμπλίκ και της Βαστίλλης, έρχεται από την Ελλάδα, ύστερα από πολυήμερο θαλασσινό ταξίδι, αγκυροβολεί σε μια μικρή κάμαρα και αρχίζει να τριγυρίζει στους δρόμους του Παρισιού· παρατηρεί προσεκτικά τη γιγάντια πολιτεία, καταγράφει τις διαφορές από τη χώρα της, αλλά και από το Παρίσι εκείνο που ήξερε μέσα από βιβλία, διαβάσματα και ακούσματα. Πρόκειται για μια διπλή Λίζα, ωστόσο: η μία γεύεται λαίμαργα τις νέες εικόνες, τις αλλαγές των εποχών, τα συναπαντήματα με τους ανθρώπους της μεγαλούπολης· η άλλη βυθίζεται στον κόσμο των αναμνήσεων, ταξιδεύει στη μακρινή πατρίδα, στους παλιούς φίλους και τους αλλοτινούς έρωτες, σε λησμονημένες γεύσεις και χρώματα, οικείες ιστορίες και επανερχόμενες εικόνες που εναλλάσσονται γοργά, συνειρμικά, καλειδοσκοπικά με τις τωρινές δημιουργώντας ένα ρυθμικό πηγαινέλα. Ενας διχασμένος εαυτός, διφωνικός, δίγλωσσος, ανάμεσα σε δύο κόσμους, δύο πατρίδες, τη γενέθλια και τη θετή –η οριακή αυτή εμπειρία αποτυπώνεται έντονα σε τούτο το διπλό, δυαδικό κείμενο, όπου η Αξιώτη αυτομεταφράζεται, σκέφτεται στα ελληνικά και γράφει στα γαλλικά. Ανάμεσα στη νοσταλγία και στη βούληση για επανεκκίνηση, στην πικρία για όσα χάθηκαν και στην προσδοκία για τα μελλούμενα, στη διεργασία του πένθους και στο αχνοφέγγισμα ενός νέου έρωτα, ακούγεται η δραματική αγωνία της ύπαρξης που παλεύει να αμβλύνει τις ρήξεις, να βρει τις συνέχειες.