Ο έλληνας συγγραφέας μιλάει για το Μουντιάλ των Αστέγων, το μυθιστόρημα που παίρνει το μέρος των κακών μαθητών, την Ελλάδα του Ανδρέα, τη λέξη ευτυχία που θα έπρεπε να καταργηθεί. Και δηλώνει ένοχος γιατί έχει κλέψει φλιτζανάκια της Ολυμπιακής!

«Αυτό που λένε ότι στην κρίση βοηθάει ο ένας τον άλλον είναι παραμύθι» λέει ο Βασίλης Αλεξάκης. «Ο καθένας είναι μόνος του, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να ακούσεις τον άλλο. Η κοινωνία δεν είναι καθόλου συμπαθής και φιλική. Η κρίση έχει απομονώσει τους ανθρώπους και προσωπικά βλέπω γύρω μου μια τεράστια μοναξιά».

Ο συγγραφέας του Τάλγκο, του Παρίσι – Αθήνα και του μ.Χ., που γράφει τα μυθιστορήματά του στα γαλλικά και τα ελληνικά, που έχει πάρει στην Ελλάδα Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και στη Γαλλία Βραβείο Medicis και το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας, ετοιμάζει το νέο του μυθιστόρημα (θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο) παρατηρώντας την Αθήνα της κρίσης.

«Δεν είναι πολύ γνωστό, αλλά υπάρχει και Μουντιάλ Αστέγων που γίνεται κάθε χρόνο με τη συμμετοχή εξήντα χωρών. Μετέχουν και πλούσιες χώρες όπως η Ελβετία και οι ΗΠΑ. Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς με πικρό χιούμορ: οι διοργανωτές που τους καλούν τους κλείνουν ξενοδοχεία ή τους αμολάνε στον δρόμο; Η ελληνική Εθνική Αστέγων έχει πάντως το επαναστατικό στοιχείο ότι είναι μεικτή. Στη θέση του σέντερ φορ παίζει γυναίκα. Τη λένε Ορθοδοξία, είναι 20 ετών, και την έδιωξε η μάνα της από το σπίτι γιατί δεν είχε δουλειά» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». Και συνεχίζει:

«Μια μέρα έφαγα μια φακή με τους άστεγους. Ο δήμος μάλλον δεν έχει επίγνωση του τραγικού στοιχείου που υπάρχει στο γεγονός ότι το συσσίτιο προσφέρεται στην οδό Σοφοκλέους, ότι δηλαδή οι ταλαιπωρημένοι της Αθήνας μαζεύονται στον δρόμο που έχει το όνομα του τραγικού ποιητή. Οι άστεγοι, ξέρετε, έχουν και ένα άγχος που δεν το φαντάζεται κανείς αν δεν του το πουν. Είναι το πού θα τους βάλουν όταν θα πεθάνουν. Ενα περιοδικό δρόμου στη Γερμανία πήρε την απίστευτη πρωτοβουλία να αγοράσει θέσεις νεκροταφείου για άστεγους. Και οι άστεγοι της περιοχής ενθουσιάστηκαν. Γιατί φοβούνται ότι θα τους πετάξουν σε κανένα λάκκο με άλλους πενήντα. Οτι θα μείνουν άστεγοι και μετά θάνατον. Ολοι δικαιούνται μια τελευταία κατοικία, έτσι δεν είναι;».

Ο Βασίλης Αλεξάκης πριν γράψει κάνει ρεπορτάζ. Βλέπει ανθρώπους, ρωτάει, παρατηρεί. Παρατήρησε λ.χ. ότι οι «καλοί» σκουπιδοτενεκέδες, αυτοί δηλαδή που έχουν περισσότερα πράγματα να βρει ο φτωχός, είναι σε καλές περιοχές, λ.χ. στο Κολωνάκι. Και ότι συνήθως είναι ψηλοί και αυτοί που ψάχνουν, αν είναι κοντοί κινδυνεύουν να πέσουν μέσα. Επινόησε λοιπόν μια σκηνή όπου μια γυναίκα που ψάχνει τα σκουπίδια βγάζει κατά λάθος την ασφάλεια από τις ρόδες, ο σκουπιδοτενεκές ξεκινάει στην κατηφόρα με τη γυναίκα μέσα, κατεβαίνει από την Αναγνωστοπούλου, διασχίζει την Ακαδημίας και τη Σταδίου, οι οδηγοί φρενάρουν τελευταία στιγμή και καταλήγει στα πόδια του Κολοκοτρώνη (του αγάλματος) στη Σταδίου.

Ενα από τα θέματα του βιβλίου, με το οξυδερκές και με ανθρώπινο χιούμορ βλέμμα του συγγραφέα, είναι οι άνθρωποι που ζουν στο τοπίο της κρίσης. «Οι άνθρωποι που έχουν ακόμα λεφτά, οι άλλοι που πηγαίνουν στα συσσίτια, οι ξένοι που βρίσκονται στα στρατόπεδα, τα ναυάγια στο Αιγαίο. Αλλά και οι καταδίκες από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ανθρωποι σε κυβερνητικές θέσεις που εμφανίζονται υπερπατριώτες μάς έχουν διασύρει όσο κανείς. Πρόκειται για ξεφτίλα» λέει.

«Ταυτόχρονα, μέσα από την έρευνα για το βιβλίο, έχω γνωρίσει συγκινητικές μορφές της πόλης, όπως αυτή της Λιλής Αλιβιζάτου. Της αδελφής του Γιώργου Θεοτοκά που είναι 102 ετών και πλέκει συνεχώς πουλοβεράκια για μικρά παιδιά. Το σπίτι της είναι γεμάτο μικροσκοπικά πουλόβερ. «Δεν αντέχω να υπάρχουν στη χώρα μου παιδιά που κρυώνουν», μου είπε».

Ο Βασίλης Αλεξάκης πιστεύει ότι «είναι μύθος πως τα μεγάλα κοινωνικά δράματα τροφοδοτούν τη λογοτεχνία και τη σκέψη». Και το εξηγεί: «Για να γράψεις και για την πείνα ακόμα πρέπει να είσαι χορτάτος. Οπως για να γράψεις για τους νεκρούς πρέπει να είσαι ζωντανός. Η κρίση δεν ευνοεί καμία δημιουργία. Μόνο το θέατρο ίσως. Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν θα γραφτεί κανένα καλό βιβλίο για την κρίση μέσα στην κρίση –εκτός, βέβαια, από το δικό μου!

Οταν ήμουν μικρός, είχα συνδέσει τη λογοτεχνία με τη δυστυχία. Ισως έφταιγε που είχα δει σε ταινία τη ζωή του Βέρντι. Και με σημάδεψε η εικόνα του σε ένα δωματιάκι με σπασμένο τζάμι, κουκουλωμένου με βαριά ρούχα, να γράφει το βαλς της «Τραβιάτας». Η φιλοδοξία μου ικανοποιήθηκε γιατί το δωμάτιό μου στο Παρίσι μπορεί να έχει διπλά τζάμια αλλά είναι το ίδιο μικρό και έχει ένα μόνο παράθυρο. Κάποτε έμαθα όμως ότι οι περίοδοι άνθησης της λογοτεχνίας είναι και περίοδοι άνθησης της βιομηχανίας. Τον 19ο αιώνα υπάρχει αναταραχή αλλά και οικονομική άνθηση. Ο Ντίκενς περιγράφει την πιο σκοτεινή πλευρά του Λονδίνου. Αλλά παραδίπλα υπάρχει και ένα πλούσιο Λονδίνο που τρέφει τον Ντίκενς και τις εφημερίδες. Και το χιούμορ, επίσης, είναι δημιούργημα μιας πλούσιας Βρετανίας. Θα μου πεις ότι ο Καραγκιόζης είναι προϊόν της φτώχειας. Σύμφωνοι. Αλλά η κοροϊδία, ας πούμε καλύτερα η σάτιρα, είναι το δημοτικό σχολείο του κωμικού. Ενώ το χιούμορ είναι το πανεπιστήμιο».

Βέβαια ούτε η πολλή ευτυχία βοηθάει στο γράψιμο, συμπληρώνει. «Για να γράψεις πρέπει να είσαι απερίσπαστος από τα προβλήματα. Αλλά αν είσαι πανευτυχής, γιατί να υποστείς τόση ταλαιπωρία, σκέψη, μοναξιά για δύο χρόνια; Χρειάζεται και μια ανησυχία –πολιτική, κοινωνική –για να γράψεις. Υπάρχουν πάντως και κάποιες λέξεις – παραμύθια. Οπως η έμπνευση (που δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο οι 15 ώρες δουλειάς) ή το αριστούργημα (που ούτε αυτό υπάρχει, καθώς όλοι έχουν περιττολογίες). Μια τέτοια λέξη είναι και η ευτυχία. Ποια κατάσταση μπορεί να δημιούργησε την ανάγκη μιας τέτοιας λέξης; Αναρωτιέμαι. Και νομίζω ότι ο Μπαμπινιώτης πρέπει να την αφαιρέσει από το Λεξικό».

Το μυθιστόρημα, πάντως, πιστεύει ο Βασίλης Αλεξάκης, δεν προορίζεται να δίνει απαντήσεις. Παρά το γεγονός ότι για να το γράψει παίρνει συνεντεύξεις από ειδικούς: «Αισθάνομαι σαν αιώνιος φοιτητής. Πολύ χαίρομαι όταν βλέπω νευρολόγους ή αρχαιολόγους και μου κάνουν ένα είδος φροντιστηρίου. Που ξέρουν πράγματα που δεν ξέρω. Δεν είμαι καλός μαθητής αλλά μου αρέσει. Ρώτησα λ.χ., μια νευρολόγο στη Λυών για τη μνήμη, που είναι ένα άλλο θέμα του βιβλίου. Και έμαθα ότι υπάρχει μια καινούργια θεωρία που λέει ότι όταν κοιμόμαστε δεν ονειρευόμαστε. Τα όνειρα που βλέπουμε σχηματίζονται σε στιγμές που ξυπνάμε, που ο εγκέφαλος είναι σε πλήρη λειτουργία. Σε στιγμές εγρήγορσης, όχι ύπνου. Και μετά ξανακοιμόμαστε.

Το βιβλίο μου δεν είναι φυσικά δοκίμιο. Ερωτήματα θέτω. Δεν ισχυρίζομαι ότι ξέρω κάτι καλά. Το μυθιστόρημα δεν είναι με τον δάσκαλο, με την έδρα. Είναι με τους κακούς μαθητές. Και ως κακός μαθητής που είμαι, κάθομαι με τους δασκάλους που μου μαθαίνουν διάφορα πράγματα. Μετά, βέβαια, κάνω ό,τι θέλω εγώ».