Το τελευταίο μυθιστόρημα του όλο και πιο διάσημου ελληνοαυστραλού συγγραφέα, ο οποίος θα είναι σε λίγες ημέρες στην Αθήνα, αφηγείται την ιστορία ενός αθλητή που, επιθυμώντας να γίνει κάποιος, χάνει τον εαυτό του

Εκτός από φίρμα φτηνών μπανιερών ή φουσκωτών σκαφών, το μπαρακούντα είναι φυσικά και είδος ψαριού, που ζει στις πιο θερμές, παράκτιες περιοχές των ωκεανών. Είναι μάλλον κακομούτσουνο, αλλά προικισμένο με ισχυρά δόντια. Από χαρακτήρα, επίσης, δεν τα πάει πολύ καλά. Είναι ένα μανιώδες αρπακτικό με οπορτουνιστικές τάσεις, που θηρεύει ό,τι είναι εύκαιρο και βασίζεται στον ύπουλο αιφνιδιασμό. Οντας δε τόσο ανταγωνιστικό, που ενώ πρόκειται για άλλο ένα πλάσμα που κάνει τη δουλειά του, συχνά διεκδικεί τη λεία αρκετά μεγαλύτερων κυνηγών. Ισως γι’ αυτό, προσπαθώντας να τους ξεπεράσει, επιστρατεύει και το σχίσιμο μεγάλων κομματιών σάρκας των υποψήφιων θηραμάτων, μέχρι αυτά να βγουν εκτός μάχης προς όφελός του.

Ο Χρήστος Τσιόλκας δεν διαθέτει κάποιο από τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Ούτε βέβαια στερείται φιλοδοξιών: κρίνοντας από τη συγγραφική του εξέλιξη, δύσκολα τον κατηγορεί κανείς για κάτι τέτοιο. Το προηγούμενο μυθιστόρημά του, το υπερεπιτυχημένο διεθνώς «Χαστούκι», ήταν το έκτο βιβλίο του, με απόσταση δεκατριών χρόνων από το πρώτο. Διέθετε οκτώ διαφορετικούς αφηγητές που, με φόντο τη σύγχρονη Αυστραλία, κατέθεταν τη δική τους οπτική σε μια ιστορία που πυροδοτούνταν από ένα έλασσον περιστατικό ενός οικογενειακού τραπεζιού. Ηταν το βιβλίο που έπειτα από κάμποσα χρόνια στη μεσαία κατηγορία, όπως ίσως θα τη χαρακτήριζε κάποιος ανταγωνιστικός συνάδελφός του, τον εκτόξευσε στο διεθνές στερέωμα. Ηταν όμως κι εκείνο που, εσκεμμένα ή όχι, θα γινόταν αιτία να χαρακτηριστεί ο Τσιόλκας μισογύνης, ρατσιστής, ομοφοβικός (αν και ομοφυλόφιλος ο ίδιος) και τέλος πάντων λόγος για να αποδείξει ότι είναι όχι ψάρι φυσικά, αλλά ελέφαντας.

Η ιδέα για το μυθιστόρημα που φέρει το όνομα του αντιπαθητικού ιχθύος προέκυψε όταν παράκουσε μια είδηση του αθλητικού ρεπορτάζ. Το 2008, το ίδιο βράδυ που οι συμμετοχές στην εθνική ολυμπιακή ομάδα κολύμβησης είχαν ανακοινωθεί και οι τυχεροί γιόρταζαν το γεγονός σε κάποιο μπαρ, ο αυστραλός κολυμβητής Νικ Ντάρσι επιτέθηκε, πάνω σε καβγά, στον συναθλητή του Σάιμον Κόουλι. Ο Τσιόλκας νόμισε ότι άκουσε κάτι για την ταπεινή καταγωγή του θύτη και αμέσως η εικόνα ενός απογοητευμένου νεαρού που ζει σε έναν κόσμο προνομιούχων golden boys του αθλητισμού άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Η εντύπωση αποδείχθηκε λανθασμένη, καθώς ο πατέρας του Ντάρσι είναι επιτυχημένος χειρουργός, η εικόνα όμως δεν έλεγε να ξεθωριάσει. Ο Ντάνι Κέλι, ο έφηβος ανερχόμενος αστέρας της κολύμβησης που ανδρώνεται στη λάθος πλευρά της Μελβούρνης, ο πρωταγωνιστής του «Μπαρακούντα», είχε γεννηθεί.

Και τι θα πει «λάθος πλευρά της Μελβούρνης»; Ισως το ότι ο Ντάνι είναι ένας ομοφυλόφιλος που περιτριγυρίζεται από ανηλεείς στρέιτ, ένας γιος εργάτη που συναντά καλοβαλμένους νεαρούς, ένας παρακατιανός σε μια θάλασσα αλαζόνων που νομίζουν ότι η δική τους οικογενειακή ιστορία δεν έχει ούτε μία παράγραφο με μετανάστευση. Πάλι καλά που είναι εξαίρετος κολυμβητής, τόσο, που ακόμα και όταν στο αριστοκρατικό σχολείο στο οποίο εισάγεται με υποτροφία τον σνομπάρουν, εκείνος διοχετεύει την πίκρα του στο νερό. Σύντομα, όλοι καταλαβαίνουν αυτό που κι εκείνος λέει διαρκώς στον εαυτό του. Είναι ο γρηγορότερος, ο δυνατότερος, ο καλύτερος και το παρατσούκλι του, Μπαρακούντα δηλαδή, αυτός είναι που το τιμάει με το παραπάνω. Γιατί όμως να μη χαίρεται γι’ αυτόν και ο πατέρας του, αντί να του λέει «το είδος μας δεν μπορεί να ονειρεύεται»; Μήπως καλύτερα να ακούσει εκείνον τον κόουτς που του ξεκαθαρίζει ότι οι συναθλητές του «δεν είναι φίλοι, είναι ανταγωνιστές»;

Οι φράσεις που τον περιγράφουν καλύτερα, μάλλον είναι «μην τολμήσεις να κλάψεις μαλάκα, μην τολμήσεις και κλάψεις» ή «θα ντρέπεται για αυτή τη στιγμή σε όλη του τη ζωή». Οπως είναι σχεδόν σύνηθες σε ιστορίες με εμμονικά ανταγωνιστικούς πρωταγωνιστές, ο Ντάνι κάποια στιγμή τρώει τα μούτρα του και εμείς παρακολουθούμε την πορεία του στην αυτοταπείνωση, τη βία, τη φυλακή, την αποστροφή για το νερό. Ο Ντάνι γίνεται το μόνο πράγμα που δεν ήθελε και που περιγράφεται με μια αδυσώπητη λέξη του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού: ένας «loser». Μέσα από έναν τέτοιο ήρωα, ο Τσιόλκας προσπαθεί να ψηλαφίσει την παράκρουση των σύγχρονων κοινωνιών με την ανταγωνιστικότητα κάθε είδους, την αυταρέσκεια της φιλελεύθερης Αυστραλίας, τη συχνά ερεβώδη αναζήτηση της σεξουαλικότητας, προσπαθώντας μάλιστα λιγάκι σκληρά προς αυτή την κατεύθυνση.

Ισως υπερβολικά σκληρά από μια άποψη. Οχι ότι δεν ευδοκιμεί ο ανταγωνισμός εκεί έξω, τουναντίον. Απλώς, δεν μοιάζει τόσο αποτέλεσμα των εμμονών αδικημένων χαρακτήρων όσο θεωρείται κάτι δαρβινικά φυσιολογικό. Κάτι που ρίχνει τις τιμές, βελτιώνει τις ποιότητες προϊόντων και προσώπων, το λάδι μιας μηχανής η οποία χωρίς αυτό δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Αν τα παραπάνω ισχύουν αλλά διαφεύγουν από το «Μπαρακούντα», ίσως να αποδεικνύονται στα ευτυχώς λίγα αγωνιώδη ή και φωνακλάδικα σημεία του, εκείνα που παρουσιάζουν τον νεαρό ήρωά του σε τέτοια ύψη αυταπάτης, ώστε να μην μπορεί καν να διανοηθεί ότι θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες. Δηλαδή θα πει κανείς, είναι λίγα τα αγόρια και τα κορίτσια που παίρνουν τη λάθος στροφή ακόμα και εξαιτίας μιας αποτυχημένης εισαγωγικής εξέτασης; Η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική.

Και στο κάτω κάτω, ένα μυθιστόρημα για τις ταξικές διαφορές, τον αθλητισμό, την πολιτική, τη μετανάστευση, την εκπαίδευση και το κατσιασμένο νήμα που τα ενώνει, ίσως δικαιούται να εκτείνει ένα επιχείρημα προς τα άκρα. Μάλλον για ακρότητες μιλούσε και ο ίδιος ο Τσιόλκας σε πρόσφατη συνέντευξή του, όταν περιέγραφε το χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών που του έδωσε το ηθικό υπέδαφος του «Μπαρακούντα»: «Νομίζω ότι η ηθική τού «ο κερδισμένος τα παίρνει όλα», του ατόμου που βασισμένο στο ταλέντο ή την ευφυΐα του πετυχαίνει όσο περισσότερο αποσυνδέεται από τον περίγυρο, την οικογένεια, τα πάντα, είναι μία από τις μάστιγες της κοινωνίας μας αυτή τη στιγμή. Ως συγγραφέας λοιπόν, την είχα κατά νου. Και μπορούσα να δω σε κάποιον σαν τον Ντάνι ότι είναι καταστροφική. Νομίζω ότι το πρόβλημα με τους ήρωες των σπορ, της κολύμβησης ή του ποδοσφαίρου, με νεαρούς σαν τον Ντάνι, είναι η φιλοδοξία να γίνουν υπεράνθρωποι. Και ενώ είναι υπεράνθρωποι, τους ζητωκραυγάζουμε, τους κάνουμε θεούς, τους δίνουμε άδεια να πιστεύουν ότι στέκονται μόνοι τους, ότι μπορούν να γίνουν ό,τι θέλουν. Κάνουν όμως ένα λάθος και τους επιτιθέμεθα με μανία».