«Στην ιστορία αυτής της γυναίκας υπήρξε μια κρίσιμη καμπή, ένα σημείο από αυτά που επιμένουν στον χρόνο περισσότερο από ορισμένες πολυδιαφημισμένες μνήμες και παιδικά τραύματα. Η καμπή ήταν ένα «πρόσωπο», όπως το ονόμαζαν εκείνη την εποχή: ένας πρώην ναυτικός με γυαλιστερά ακριβά ρούχα, ένας άνδρας που εξαφανίστηκε» γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης για τη Δώρα, τη «Γυναίκα με ποδήλατο», στο διήγημα που δίνει τον τίτλο του στο ομώνυμο βιβλίο με το οποίο ο γνωστός δοκιμιογράφος και ποιητής –έχει γράψει τρεις ποιητικές συλλογές και πολλά δοκίμια –κάνει τώρα την πρώτη του εμφάνιση στην πεζογραφία.

Τριάντα δύο πεζά συνθέτουν τη συλλογή με τις φούγκες-φυγές, για να αναφερθούμε στη «Fuga Diurna», τον τίτλο του πρώτου από αυτά. Μικρά αφηγήματα γραμμένα με λόγο ποιητικό, όπου το εγώ άλλοτε συμμετέχει και άλλοτε παρακολουθεί από τη θέση του παρατηρητή, προβάλλουν εικόνες από το παρελθόν και διηγούνται ιστορίες που πηγαινοέρχονται από τον κόσμο της εφηβείας στον ενήλικο κόσμο του σήμερα.

Πρόκειται για ιστορίες νοσταλγικές χωρίς στεγανά όρια μεταξύ τους, οι οποίες εκτυλίσσονται σε ένα πλαίσιο ασαφές μέσα από το οποίο αναδύεται μια μικρή νησιωτική πόλη –εμπνευσμένη μάλλον από το Καρλόβασι της Σάμου, την πατρίδα του συγγραφέα –και μπορεί να διαβαστούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ενας από αυτούς είναι, βέβαια, πολιτικός. Πώς θα μπορούσε άραγε να μη δώσει το πολιτικό του στίγμα και στα διηγήματά του ένας ριζοσπάστης αριστερός όπως ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας Νικόλας Σεβαστάκης;

Η σχέση με την Αριστερά διατρέχει όλο το βιβλίο χωρίς απλουστευτικούς παραλληλισμούς. Ο Σεβαστάκης μάς καλεί να σκεφτούμε την Ιστορία της Αριστεράς, τις προσδοκίες που δημιούργησε στο παρελθόν, τις στρεβλώσεις της. Συχνά, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι πολύ ενδιαφέροντα: ο Γκριγκόρ αποστρατευμένος τρομοκράτης, ο Αμερικανός Στηβ που πήγαινε σε αντιπολεμικά συλλαλητήρια, ο Ανυφαντής που άφησε απλήρωτους τους εργάτες στο εργοστάσιό του και έφυγε για τη Βουλγαρία. Πιο σαγηνευτικός χαρακτήρας είναι μάλλον αυτός της Δώρας που πρωταγωνιστεί σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα του βιβλίου, το οποίο μπορεί να διαβαστεί και ως αλληγορία για το σώμα της Αριστεράς.