Η συγγραφέας του «Μπρόκμπακ Μάουντεν», του «Καρτ ποστάλ» και των «Ναυτιλιακών νέων» επανέρχεται με μια τρίτη συλλογή διηγημάτων για το μακρινό Γουαϊόμινγκ. Δημιουργεί έτσι οριστικά ένα γεωγραφικό αρχέτυπο για τη ζωή σε ακραίες συνθήκες

Τα σύνορα παίζουν σημαντικό ρόλο στην αμερικανική συλλογική φαντασία. Το ίδιο και οι πιονιέροι, οι ερημίτες, οι ραντσέρηδες, οι αναχωρητές, οι μοναχικοί λύκοι στα δυτικά των Απαλαχίων και μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού. Ετσι κι αλλιώς οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν τη σημερινή μορφή τους μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα και το Γουαϊόμινγκ (μια τετραγωνισμένη έκταση διπλάσια της Ελλάδας) ήταν μια από τις τελευταίες Πολιτείες που ενσωματώθηκαν στο αμερικανικό έθνος. Ο εποικισμός της Δύσης γέννησε τη δική του λογοτεχνία και το δικό του σινεμά, γνωστότερη μορφή των οποίων υπήρξε το γουέστερν.

Η Αννυ Πρου, στα 79 της σήμερα, κατάφερε να ανανεώσει το είδος, όχι με τη γυναικεία της ματιά όπως θα φανταζόταν κανείς, αλλά από μια σκοπιά σκληρότερη και από τα επικά – νατουραλιστικά αρχέτυπα της εποποιίας της Δύσης. Πού και πού μας επιτρέπει μια φευγαλέα ματιά στον Παράδεισο. Ενα νέο ζευγάρι διατρέχει την περίμετρο του νεοαποκτηθέντος κτήματός του τραγουδώντας καουμπόικες μπαλάντες («Εκείνα τα παλιά τραγούδια, τα καουμπόικα»), ένα άλλο ζευγάρι που γνωρίζεται στην καταπολέμηση των πυρκαγιών στο γειτονικό Αϊνταχο επιδίδεται σε μακρές πορείες σε δάση και εθνικούς δρυμούς («Το κατηγορώ του γαϊδάρου»), ένα τρίτο ζευγάρι χτίζει το σπιτικό του σε μια ανεμοδαρμένη ερημιά που με τα χρόνια αστικοποιείται, για να ζήσει το αμερικανικό όνειρο μέχρις ότου ο άνδρας αναζητήσει και πάλι την άγρια φύση κυνηγώντας άλογα («Το χάσμα»). Ο Παράδεισος όμως δεν διαρκεί πολύ, τουλάχιστον όχι στην περίπτωση της Πρου. Μοιάζει να βρίσκει ιδιαίτερη ηδονή στην ολοσχερή καταστροφή των ηρώων της και μάλιστα με συνήθη τελική λύση του δράματος τον ίδιο τον ερημικό θάνατο. Καθώς το Γουαϊόμινγκ γεμίζει ορυχεία και αργότερα πετρελαιοπηγές, καθώς η περιλάλητη αχανής άγρια φύση της αμερικανικής ενδοχώρας σταδιακά κατακτάται και περιφράσσεται, καθώς ινδιάνικες φυλές και μοναδικά φυτικά και ζωικά είδη υποχωρούν έως και εξαφανίζονται υπό την επέλαση της εκμηχανισμένης γεωργίας και κτηνοτροφίας, βιώνουμε αλλεπάλληλους μοναχικούς θανάτους και προσωπικές καταστροφές.

Η άγρια φύση της Πρου δεν έχει έλεος για τον άνθρωπο. Η παρουσία του σε αυτά τα εδάφη, όσο κι αν εγκαλεί ρομαντικές φαντασιώσεις, δεν παύει να αποτελεί ένα είδος ύβρεως. Υπάρχουν όρια στην ανθρώπινη επέκταση, μας λέει. Το αίτημα της αφθονίας δεν συμβαδίζει πάντα με τους περιορισμένους φυσικούς πόρους. Οι δριμείς χειμώνες, το ανεμοδαρμένο τοπίο, η σκληρότητα των γεωλογικών σχηματισμών και το εύθραυστο των φυσικών ισορροπιών καραδοκούν. Ενας ήρωάς της πεθαίνει από κλωτσιά άγριου αλόγου, μια ηρωίδα ζει μαρτυρικό θάνατο από δίψα όταν το πόδι της πλακώνεται από βράχο, μια νεαρή εγκυμονούσα γεννάει ολομόναχη σε μια καλύβα και δεν επιβιώνει της αιμορραγίας, ενώ στο τελευταίο και σκληρότερο αφήγημα της συλλογής η Ντακότα επιστρέφει από το Ιράκ για να διασχίσει ένα τοπίο όπου κάθε αγρόκτημα έχει και τον νεκρό του. Βέβαια, συχνά την πληρώνουν οι φτωχοί και οι άκληροι, αλλά όχι πάντα. Οι πιονιέροι της Αγριας Δύσης υπόκεινται στους φυσικούς κινδύνους τόσο ισομερώς και «δημοκρατικά» όσο και το όνειρο που τους έφερε έως εδώ.

Η Αννυ Πρου, αν και ήδη πενηνταπεντάρα όταν επιδόθηκε στη μυθοπλασία, κατάφερε να κλονίσει τους ιδεοτύπους που συγκρότησαν την αμερικανική μυθολογία με μια πρόζα κοφτερή, αναπαραστατική, ανατρεπτική των κυρίαρχων παραδοχών. Δεν ήταν και λίγο να μιλήσει λ.χ. κάποιος για ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ γελαδάρηδων όπως έκανε στο διήγημα «Το μυστικό του Μπρόκμπακ Μάουντεν». Ή για την πολυγαμία ενός νεκρού πατέρα που δίνει το ίδιο όνομα στα διάσπαρτα παιδιά του στις τέσσερις γωνιές της Πολιτείας για να μην τα μπερδεύει όπως αποκαλύπτεται στο πρώτο διήγημα της συλλογής «Οικογενειάρχης άνθρωπος».

Σε δύο διηγήματα η συγγραφέας διασκεδάζει παίζοντας με τον ίδιο τον Διάβολο σε χιουμοριστικές μεταφορές της εκδίωξης του ανθρώπου. Μάλιστα σε μερικές από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου ο εκπεσών άγγελος ανακαλύπτει με δέος αλλά και ευχαρίστηση ότι δεν χρειάζεται πια να σκαρφίζεται καινοτομίες για την Κόλαση. Ο άνθρωπος την έχει εγκαταστήσει ήδη επί της γης ξεπατώνοντας τοπία και οικοσυστήματα, ρυπαίνοντας τη φύση και ανατρέποντας προαιώνιες ισορροπίες. Γιατί να κοπιάσει περαιτέρω; («Πάντα μ’ άρεσε εδώ» και «Ατασθαλίες στον βάλτο»).

Οταν η Αγρια Δύση κουράζει

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Πρου αγαπάει το Γουαϊόμινγκ της και βρήκε στις ερημιές του τη λογοτεχνική της κόγχη – ένα ενδιαίτημα καταδικό της. Οι φυσικές της περιγραφές είναι εξαίρετες, αν και μοιάζει να λησμονεί ότι μερικά από τα τοπία για τα οποία προειδοποιεί και ενίοτε θρηνεί είναι από τα πρώτα προστατευόμενα φυσικά πάρκα στην Αμερική και σε όλο τον πλανήτη. Το Γέλοουστοουν για παράδειγμα, ένας εθνικός δρυμός που βρίσκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο Γουαϊόμινγκ, ιδρύθηκε ήδη στα 1870 και φιλοξενεί τον τελευταίο μεγάλο πληθυσμό βισώνων. Το ίδιο και το Τέτον και το Αμπσαρόκα, σχετικά ανέγγιχτες ζώνες που είχα τη χαρά να επισκεφθώ. Θα ήταν περισσότερο δίκαιη με τον εαυτό της αν ανέφερε και αυτά τα επιτεύγματα. Επίσης δεν θα έβλαπτε αν λύτρωνε και κάποιους από τους ήρωές της – έτσι, για αλλαγή. Αλλά δεν πειράζει. Ο συγγραφέας είναι, κατά πώς λένε, Θεός – αρκεί να μπορεί να πλάσει κάτι ολοκληρωμένο. Η Αννυ Πρου κατασκευάζει με ευχαρίστηση τον Διάβολο δείχνοντάς μας τα όρια της αλαζονείας μας. Απλώς δεν υπάρχουν, μας λέει, άλλα σύνορα να υπερβούμε και άλλες γαίες να ανακαλύψουμε.

Υποψιάζομαι ότι η Αγρια Δύση την έχει κουράσει.