Ο σαλονικιός συγγραφέας επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων και ξεκλειδώνει, μιλώντας στο «Βιβλιοδρόμιο», τα μυστικά της μικρής φόρμας και των αγαπημένων του θεμάτων

«Διάβαζα ένα τεράστιο μυθιστόρημα που δεν διαβάζεται. Κουράστηκα. Μπάφιασα. Πόθησα την απόλαυση του συμπυκνωμένου ελάχιστου –θυμήθηκα τον παππού μου τον Θόδωρο, που στην Αρετσού της Πόλης, κάποτε, επί ώρες έπινε μιαν ολόκληρη νταμιτζάνα ούζο χωρίς ψωμί, χωρίς μεζέ, χωρίς τίποτε, παρά γλείφοντας μόνο το κεφάλι ενός παστωμένου τσίρου».

Μόλις διαβάσατε ένα διήγημα που ταυτόχρονα εμπεριέχει και έναν… ορισμό του διηγήματος. Και ο συγγραφέας του δεν διστάζει να δώσει τον ορισμό της μικρής φόρμας (το έχει ξανακάνει στην συλλογή «Περιπολών περί πολλών τυρβάζω»), στην οποία επανέρχεται συχνά κι ο ίδιος. Για την ακρίβεια, μοιάζει με κυνηγό που πότε περιμένει για ώρες ή ημέρες το θήραμά του γράφοντας μεγάλη φόρμα («Ουζερί Τσιτσάνης», «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» κ.ά.) και πότε ανεβαίνει σε ταράτσα και χτυπάει μια κι έξω σαν ελεύθερος σκοπευτής με μία μόνο βολή γράφοντας διηγήματα («το διήγημα είναι κοντόκαννη καραμπίνα με λιμαρισμένες κάννες»).

Ο σαλονικιός συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι πάλι εδώ με τη συλλογή 33 διηγημάτων «Νοέμβριος» (εκδ. Πατάκης), ένατη στη λογοτεχνική του θητεία. Και καταπιάνεται με τα προσφιλή του θέματα: Θεσσαλονίκη, λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι, Αγιον Ορος, πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, Εμφύλιος και όλες τις φέτες της ζωής που αυτός επιλέγει να τοποθετήσει στο λογοτεχνικό του μικροσκόπιο και να εξετάσει με τη σχολαστικότητα ενός εντομολόγου.

Γιατί όμως «Νοέμβριος» ο τίτλος του νέου του βιβλίου; «Από άποψη ηλικίας είμαι λίγο πριν τον Δεκέμβριο. Αλλά «Νοέμβριος» είναι και μια αίσθηση, τωρινά και παλαιά ρίγη, αναστοχασμός, εγκλεισμός, καταβύθιση. Η ψυχή μου είχε γίνει κουβάρι κι ήθελα να λυτρωθώ. Να μιλήσω τραυλά, αποσπασματικά, σταυρωτά, για τους μεγάλους δασκάλους, τον Μανουήλ Πανσέληνο, τον Ν. Γ. Πεντζίκη, τον Τάκη Κανελλόπουλο και άλλους. Για εκείνους που μ’ έμαθαν γράμματα στο Δημοτικό. Για τους χριστιανούς και τους Εβραίους, για τα επιφανή καταστήματα της μνήμης, όπως το βιβλιοπωλείο Μόλχο και το Ντορέ. Για τα μυθικά φαρμακεία της Θεσσαλονίκης. Για τη γυναίκα και το αίνιγμά της. Να υμνήσω δουλοπρεπώς τα σκυλιά, τους σκαντζόχοιρους, τα τρυγόνια κι άλλα ζώα που σέβομαι. Να μιλήσω, μεθυσμένος, για τους φίλους και τους συγγενείς» μας λέει ο ίδιος.

Οι μικρές του ιστορίες μοιάζουν με φελινικές σκηνές που περιέχουν την υποδόρια ειρωνεία, το χιούμορ αλλά και το πένθος και την τρυφερότητα. Πάνω από όλα τη λοξή ματιά που απαιτεί η λογοτεχνία. Ενα παράδειγμα: Στο διήγημα «Το ερωτικότερο στήθος», ο σερβιτόρος Γιάννης σκαρφαλώνει κρυφά από τον φεγγίτη του καμαρινιού στο κέντρο όπου εργάζεται για να δει τα μυθικά στήθη της τραγουδίστριας. Κι όμως, πάνω στην έξαψη, η ζωή τον προσγειώνει απότομα: Η σαραντάρα καλλονή έχει ψεύτικο αριστερό στήθος, κωνικό, από σιλικόνη μέσα σε ειδικό ύφασμα στο χρώμα του δέρματος, με μεγάλη αληθοφανή θηλή, ίδιο σε μέγεθος και σχήμα με το άλλο στήθος της, το κανονικό, και μάλιστα με σχεδόν τελετουργικές κινήσεις το αποθέτει δίπλα στα ρούχα. Ο σερβιτόρος βλέπει στο στέρνο της το κενό και τα ίχνη της μαστεκτομής. Και μπήγει τα κλάματα. Η «σκαμπαρδώνεια» γραφή μέσα σε δύο σελίδες «καθαρίζει». Και εναλλάσσει τη ζωή και την «καύλα» με τον θάνατο και την απώλεια.

«Το διήγημα είναι μικρό σε έκταση, αλλά με πυκνή κυτταρική σύσταση. Κάθε λέξη μετράει απολύτως –δεν υπάρχουν συμπληρώματα διατροφής. Κάθε λέξη οφείλει να είναι θραύσμα μιας χειροβομβίδας. Δεν υπάρχει έλεος, αφηγηματική επιείκεια. Δεύτερη ευκαιρία δεν έχεις. Το διήγημα είναι να πηγαίνεις με ψύλλο και να βγαίνει αηδόνι. Είναι επιστροφή στην ιερότητα, στο θαύμα. Είναι το χαβιάρι της ρέγκας, κι όχι η ρέγκα ολόκληρη» σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο Σκαμπαρδώνης.

Οι επιρροές του ετερόκλητες: Αμβρόσιος Μπιρς, Σάντρο Πένα, το «Πίστομα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (πόσους και πόσους δεν επηρέασε το συγκεκριμένο που έγινε μέχρι και ταινία μικρού μήκους από τον Γιώργο Φορτούνη), Παπαδιαμάντης, Ροΐδης, πλευρές του Σκαρίμπα, παράγραφοι του Βιζυηνού, μερικά ποιήματα του Εγγονόπουλου, ορισμένοι ζωγράφοι, αναγεννησιακοί αλλά και σουρεαλιστές, ο Μαγκρίτ, Γερμανοί του Νέου Ρεαλισμού στον Μεσοπόλεμο όπως ο Οτο Ντιξ, κάποιοι «θηριώδεις αγιογράφοι της Μακεδονικής Σχολής» (όπως σημειώνει), ο μινιμαλισμός στη μουσική, το ρεμπέτικο. Ο «Σκάμπι» (το χαϊδευτικό για τους φίλους) επιχειρεί με την ένατη συλλογή του το «καθημερινό, υπό κάποια γωνία, να γίνει περιούσιο».

Ο ίδιος βέβαια έχει αναδειχθεί σε όλες σχεδόν τις εκδοχές της γραφής κι έχει και τα βραβεία του: ένα Κρατικό Διηγήματος το 1993 για τη συλλογή «Η στενωπός των υφασμάτων», αυτό του περιοδικού «Διαβάζω» το 2004 για το «Επί ψύλλου κρεμάμενος» αλλά και της Ακαδημίας Αθηνών «Πέτρος Χάρης» για το «Περιπολών περί πολλών τυρβάζω». Ο Σκαμπαρδώνης έγραψε και μεγάλα μυθιστορήματα που τα είδε μάλιστα και δραματοποιημένα στο θέατρο (όπως το «Ουζερί Τσιτσάνης» ή το «Γερνάω επιτυχώς»), συνέγραψε σενάρια («Ολα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη), κείμενα για παραστάσεις (για παράδειγμα μερικά φέτος για το πρόγραμμα «Γκαγκαντίν» με Σαββόπουλο, Ζουγανέλη, Μαχαιρίτσα). Εργάστηκε επίσης σε εφημερίδες και περιοδικά ως μάχιμος δημοσιογράφος και πήρε σύνταξη πριν από έναν χρόνο.

«Οι άνθρωποι της εφημερίδας, ο δονούμενος χώρος, η καθημερινή πυράκτωση, η ευγένεια μερικών παλιών δασκάλων μού έδωσαν πολλά. Η διαρκής εγρήγορση μου έμαθε την πυρετική παρατήρηση, που την εφάρμοσα και στη λογοτεχνική όραση» συμπληρώνει.

Κι όμως, μακριά από τη δημοσιογραφία ή το μυθιστόρημα, δείχνει να επιστρέφει στο διήγημα με την οικειότητα που έχουμε όταν μπαίνουμε στο σπίτι μας και γυρίζουμε το κλειδί πίσω από την πόρτα. «Στην πύκνωση του διηγήματος συμπιέζονται πολλαπλά σήματα, πέρα από την κατ’ επίφαση ιστορία. Πολλαπλά αινίγματα. Παίζει πιο σημαντικό ρόλο η σύλληψη, ο τόνος κι ο ρυθμός. Η λέξη ως αυταξία σχεδόν. Η γλώσσα. Ενα μυθιστόρημα, αν είναι τόσο πυκνό όσο ένα διήγημα, διαβάζεται δύσκολα. Επιβαρύνεται υπερβολικά. Διαφέρουν οι δοσολογίες, η οπτική αλλά και οι τεχνικές. Ωστόσο, κάθε είδος λόγου είναι εξίσου επώδυνο για να κατακτηθεί. Δεν υπάρχουν σταθμά για να καταμετρηθεί ο βαθμός δυσκολίας του καθενός. Και κάθε δημιουργός φτιάχνει νέα κλειδιά. Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει γενικά το διήγημα ή το μυθιστόρημα, αλλά συγκεκριμένοι διηγηματογράφοι ή μυθιστοριογράφοι» μας λέει και είναι σχεδόν σατανικό πως στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» σκιαγράφησε με χειρουργική ευλάβεια και απολαυστικά το παρακράτος της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ντε Γκολ στη συμπρωτεύουσα. Σήμερα, στον απόηχο των πρόσφατων υψηλών ποσοστών της Χρυσής Αυγής, ο ίδιος που μελέτησε βαθιά το παρακράτος του ‘60 έχει μια ενδιαφέρουσα γνώμη:

«Το παρακράτος πια δεν είναι εκείνο το παλιό, απλοϊκό παρακράτος. Σήμερα ψάχνεις να βρεις πού δεν υπάρχει παρακράτος. Παραεξουσία. Παραδυναστεύοντες. Εξωθεσμικοί πόλοι που ορίζουν τον βίο μας. Και το χειρότερο είναι το υπερκράτος, δηλαδή μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική απολυταρχία που επικυριαρχεί των εθνικών κρατών και κυβερνήσεων. Ποιος είναι πιο επικίνδυνος; Ενας μπρατσαράς της Κάτω Τούμπας ή ένας φιλάσθενος λογιστής, κάπου μακριά, που πατάει ένα κουμπί στο κομπιούτερ και εξαφανίζει μια ολόκληρη τάξη σε μια χώρα;».

Και η Ακροδεξιά; τον ρωτάω. «Είναι πια πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Προφανώς οφείλεται στην οικονομική κρίση, την ανίσχυρη αντιπροσώπευση, την εθνική ταπείνωση, την υπερβολική λαθρομετανάστευση, την εγκληματικότητα. Ολα αυτά προκαλούν αναδίπλωση και δεν αντιμετωπίζονται μόνο με στιγματισμό. Αν δεν επανέλθει η πραγματικότητα σε μια λογική συνοχής και ισορροπίας, σε μια σειρά, το φαινόμενο θα επιδεινωθεί».

Στον αντίποδα, ο ίδιος επιμένει στις αγάπες του και τις εμμονές του, που συνιστούν το δικό του εργαστήρι γραφής με τη μεγάλη πειθαρχία που αυτή προϋποθέτει. Μια τέτοια αγάπη είναι το ρεμπέτικο και το λαϊκό, που επίσης επανέρχεται στα γραψίματά του. Εξάλλου έχει γράψει και στίχους για τραγούδια – αν και δεν τραβάει κανένα παρελθοντολογικό ζόρι. Ισως γιατί βλέπει το λαϊκό ως ζώσα ύλη για τη δική του τέχνη και ζωή: «Το ρεμπέτικο και το λαϊκό αποτέλεσαν συνέχεια του βυζαντινού μέλους, με τις παραφθορές του βέβαια. Θεωρώ λογική υποχρέωση του καθενός να τα μελετήσει. Ομως η Ιστορία δεν σταματάει πουθενά. Κάθε εποχή γράφει το δικό της τραγούδι, κάνει την δική της τέχνη. Αξία έχει η παράδοση, αλλά ακόμα μεγαλύτερη η συνέχεια. Οι νέες αναζητήσεις. Οι τολμηρές διατυπώσεις. Τα χωρίς προκατάληψη ακούσματα της μουσικής από κάθε εποχή και μέρος του κόσμου. Η αέναη διδαχή και το ξεπέρασμά της. Αλλιώς θα πέσουμε στο ρετρό, που είναι παγίδα για ουκ ολίγους. Απόλαυση μεν, αλλά και παγίδα. Χρωστάμε νέα τραγούδια, φρέσκους στίχους, εγκαυστικούς, απρόσμενες μουσικές. Κι αυτά θα ‘ρθουν» καταλήγει.

«Είχα τον πλούτο να μεγαλώσω στη φτώχεια»

Πώς είδατε τις πρόσφατες εκλογές;

Σαν να πατάς γκάζι, φρένο και μίζα ταυτόχρονα χωρίς να έχεις τρία πόδια.

Επιμένετε να ζείτε και να δράτε στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει σήμερα πνευματική ζωή στην πόλη σας;

Πνευματική ζωή υπάρχει στη Θεσσαλονίκη, έντονη. Οι παρέες, όπως πάντα, είναι διασπασμένες – ευτυχώς. Υπάρχουν πάμπολλοι μουσικοί και νέες φωλιές συναντήσεων. Τίποτα δεν σταματάει, ποτέ. Εγώ εμπνέομαι βγαίνοντας, συχνότατα, στη γύρα. Η επαρχία, βέβαια, προσφέρει πάντα πλουσιότερο υλικό – αν ξέρεις να βλέπεις και να ακούς. Να χώνεσαι παντού.

Πώς ζείτε, κύριε Σκαμπαρδώνη;

Βγαίνω δύσκολα, αλλά δεν με πειράζει – είχα τον πλούτο να μεγαλώσω στη φτώχεια. Αντέχω ακόμα. Αρκεί να έχουμε να φάμε, να πληρώνουμε λογαριασμούς και να πίνουμε και κανένα ξίδι. Να κρατηθούμε μέσα στη στοιχειώδη,αγκαθωτή αξιοπρέπεια. Εξάλλου, στην ηλικία μου – είμαι στα εξήντα, στον Νοέμβριο – το πιο σημαντικό είναι να ξυπνάω το πρωί και να βλέπω το φως. Ηδη αυτό είναι μια επανάσταση, μια και οδεύω, ανένδοτος, για την παράταση και τα πέναλτι.