Για πρώτη φορά κυκλοφορεί ολόκληρο στη γλώσσα μας το ιδρυτικό τρόπον τινά βιβλίο της αγγλικής γλώσσας – μια αποθέωση της προφορικής ιστορίας.

Πώς περνούσαν άλλοτε την ώρα τους οι άνθρωποι; Τι έκαναν τις μακρές χειμωνιάτικες νύχτες ή στις μετακινήσεις τους που σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα γίνονταν κυρίως για θρησκευτικούς και λατρευτικούς λόγους (όταν δεν επρόκειτο για πολεμικές περιπέτειες); Μα έλεγαν ιστορίες. Αφηγούνταν μεγάλες ή μικρές ιστορίες με περιγραφικό, συμβολικό, χιουμοριστικό, σκαμπρόζικο και συχνότατα ηθικοπλαστικό περιεχόμενο, που περιείχαν επιπλέον ψήγματα κοινωνικής κριτικής όπως θα λέγαμε σήμερα. Οταν έλειπαν οι επαγγελματίες βάρδοι και αοιδοί από την παρέα, οι ίδιοι οι συμμετέχοντες έπρεπε να ανασύρουν από τη μνήμη τους περιστατικά, μύθους ή θρύλους με πρωτεύοντα στόχο τη διασκέδαση και δευτερεύοντα την κατήχηση. Από τη μεγάλη επική παράδοση που συμπυκνώθηκε στον Τρωαδικό Κύκλο μέχρι τον ύστερο Μεσαίωνα όταν η τυπογραφία έκανε την εμφάνισή της οι άνθρωποι αφηγούνταν και σατίριζαν, θυμούνταν και γίνονταν κοινωνοί μιας κοινής κληρονομιάς διά του προφορικού λόγου. Τα βιβλία ήταν λιγοστά και πανάκριβα, ενώ οι αναγνώστες τους ήταν περιορισμένοι στις Αυλές και τα μοναστήρια. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και ο Τζέφρυ Τσώσερ που φημιζόταν για την πολυμάθειά του είχε στη φημισμένη βιβλιοθήκη του όλο κι όλο εξήντα βιβλία.

Κάποτε οι προφορικές αυτές ιστορίες, με χίλιες δυο διακλαδώσεις ή τροποποιήσεις από την αρχική τους εκδοχή, έπαιρναν συν τω χρόνω την ευγενή μορφή του βιβλίου. Αυτό ακριβώς έπραξε ο Τζέφρυ Τσώσερ (1343-1400), διπλωμάτης και πολυταξιδεμένος άνθρωπος, χρησιμοποιώντας ως μυθοπλαστικό όχημα τις ιστορίες που αφηγούνται τριάντα ετερόκλιτοι προσκυνητές που κάνουν το σχετικά μακρύ για την εποχή ταξίδι από το Λονδίνο στο Καντέρμπερυ. Στο συμβολικό αυτό «οδοιπορικό προς τη φώτιση», σκοπός τους είναι να τιμήσουν το λείψανο του Τόμας Μπέκετ, αγίου της Αγγλικανικής Εκκλησίας, δολοφονημένου μέσα στην ίδια τη μητρόπολη από το χέρι πιστών στον βασιλιά ιπποτών που θεωρούσαν ότι ο άρχοντάς τους απειλείτο από το ανεξάρτητο πνεύμα του αρχιεπισκόπου. Εκκινώντας από ένα ιστορικό πανδοχείο του Λονδίνου οι ταξιδευτές, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ίδιος ο Τσώσερ, προκειμένου να πολεμήσουν την πλήξη του ταξιδιού, αποδέχονται κατά προτροπή του οικοδεσπότη τους να διαγωνισθούν αφηγούμενοι δύο ιστορίες ο καθένας. Ο νικητής θα αναδειχθεί με την επιστροφή τους στο Λονδίνο και οι υπόλοιποι θα τον τραπεζώσουν.

Ποικίλοι ανθρώπινοι τύποι παρελαύνουν στο περίφημο αυτό βιβλίο που αποτελεί και το πρώτο πιθανότατα ολοκληρωμένο αφήγημα στην αγγλική γλώσσα, μιας και μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα χρησιμοποιούνταν τα λατινικά και τα γαλλικά. Οι ταξιδιώτες-αφηγητές σκιαγραφούνται αναλυτικά ήδη στον Γενικό Πρόλογο και ο Τσώσερ μοιάζει να υποδηλώνει ότι είναι το επάγγελμά τους που καθορίζει τον χαρακτήρα τους, αλλά και την ιστορία που θα μας αφηγηθεί. Ο ηρωικός πολυταξιδεμένος ιππότης και ο γιος του θα επιλέξουν ευγενείς πολεμικές ιστορίες, απελπισμένους έρωτες και άτυχα ριζικά, οι λαϊκοί τύποι του μάγειρα, της ελευθερίων ηθών Κυράς του Μπαθ και του μυλωνά σκαμπρόζικες ερωτικές ιστορίες που ξεπερνούν τα πλαίσια της ευπρέπειας και μας εντυπωσιάζουν ακόμα και σήμερα με τις νατουραλιστικές τους λεπτομέρειες.

Ενδιαφέρον προκαλεί η σκωπτική έως και κατεδαφιστική στάση του Τσώσερ απέναντι στα εκκλησιαστικά ήθη. Βρισκόμαστε, ας θυμίσουμε, σε μια ταραγμένη, μεταβατική εποχή, με πολύ πρόσφατο τον Μαύρο Θάνατο (1348- 1350) όταν η πανώλη εξόντωσε μεγάλο μέρος του αγγλικού πληθυσμού. Νωπή στις μνήμες είναι ακόμη η περίφημη Εξέγερση των Χωρικών (1381) όταν καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε τμήμα του Λονδίνου, αλλά και το εκκλησιαστικό σχίσμα στη Δυτική Εκκλησία με τους δύο Πάπες στη Ρώμη και στην Αβινιόν. Ο Μεσαίωνας δίνει σταδιακά τη θέση του στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, η φεουδαρχία πνέει τα λοίσθια και μια νεόκοπη τάξη αστών εμπόρων και τεχνιτών αγωνιά να καταλάβει τη θέση της στον αναδυόμενο νέο κόσμο. Ετσι ο Τσώσερ, επηρεασμένος μεταξύ άλλων από τον Βοκκάκιο, από τη μακρά παραμονή του στην Ιταλία και από την κλασική του παιδεία, δεν διστάζει να αποδώσει στους εκπροσώπους της Εκκλησίας τα ευτελέστερα κίνητρα. Μάλιστα κατασκευάζει έναν προκλητικό ήρωα, τον «πωλητή συγχωροχαρτιών» που σε μια έκρηξη ειλικρίνειας ομολογεί: «… θα σας πω με λίγες λέξεις τι επιδιώκω. Κηρύττω μόνο και μόνο για το χρήμα. Αλλά μολονότι είμαι ένοχος ο ίδιος του αμαρτήματος τούτου, γνωρίζω πώς να κάνω τους άλλους να το αποστρέφονται και να μετανιώνουν πικρά γι’ αυτό».

Παρά ταύτα, η τελευταία των αφηγήσεων είναι ένα μακροσκελές, πληκτικό κήρυγμα του συνταξιδιώτη Πάστορα που επαναφέρει την τάξη. Η σκωπτικότητα δίνει τη θέση της στην πολιτική ορθότητα της εποχής. Ο Τσώσερ οφείλει να κρατήσει πισινή, κάτι που ομολογείται και αλλού στο βιβλίο. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει σε κάθε ιστορία μια εισαγωγή ή μια σύνοψη-κριτική των όσων ειπώθηκαν προηγουμένως ώστε ένοχος για κάθε ιστορία να καταστεί ο εκάστοτε αφηγητής της. Ο αναγνώστης απομένει με ένα χαμόγελο να αναλογίζεται αγνότερες εποχές, ακόμη και αν σήμερα, με όλες τις πολιτισμικές επιστρώσεις που μεσολάβησαν, οι περισσότερες ιστορίες φαντάζουν απλοϊκές ή έστω πολλαπλώς ξαναϊδωμένες.