Τέσσερα χρόνια μετά το μυθιστόρημά της «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» που εστίασε στα τέλη του 1944 και του 1945, και στην εντυπωσιακή συνεργασία Αγγλων και Γερμανών στα κατεχόμενα Χανιά, η Μάρω Δούκα επιστρέφει. Δημοσιεύει, εντός των ημερών, το «Ελα να πούμε ψέματα», τρίτο μέρος μιας – άτυπης; – τριλογίας με την οποία η κρητικιά συγγραφέας, που είναι εδώ και πολύ καιρό στις συνειδήσεις του κόσμου των γραμμάτων και του συνόλου των αναγνωστών μία από τις σημαντικότερες φωνές στην ελληνική λογοτεχνία των τελευταίων δεκαετιών, ψάχνει τη λογοτεχνική της έκφραση ανάμεσα «στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας».

Ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της τριλογίας αυτής έκανε και ένα άλλου είδους βήμα, ανάλογο του οποίου δεν είχε ποτέ ώς τώρα πραγματοποιήσει. Συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο της Ανοιχτής Πόλης του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, που διεκδίκησε τη δημαρχία της Αθήνας. Ποτέ δεν έκρυψε ότι ανήκε στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, χωρίς όμως αυστηρές κομματικές εντάξεις. Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες, παρότι το Πρωτοδικείο θα δημοσιεύσει τα τελικά αποτελέσματα την επόμενη εβδομάδα, επιμένουν ότι εκλέγεται από τους πρώτους.

Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή μιας Χανιώτισσας στα κοινά μιας πόλης στην οποία άρχισε να ζει μετά τα μαθητικά της χρόνια και στην οποία έγινε η συγγραφέας που γνωρίζουμε είναι από μόνη της αξιοσημείωτη. Το «Βιβλιοδρόμιο» έχει την τιμή να φιλοξενεί την πρώτη της συνέντευξη μετά την εκλογική της κάθοδο και πριν από την έκδοση του νέου της μυθιστορήματος. Και η Μάρω Δούκα μιλάει για όλα: για τα αγαπημένα της Χανιά, για τον συνεκτικό ιστό αυτής της τριλογίας, για τον Εμφύλιο στην Κρήτη, για την ενδεχόμενη συνύπαρξή της στο Δημοτικό Συμβούλιο με τους συμβούλους της Χρυσής Αυγής, για το πολιτικό ήθος και για το πώς σκέφτεται την Ελλάδα στο μέλλον.

Κυρία Δούκα, λέτε ότι τα τρία βιβλία, «Αθώοι και φταίχτες», «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» και τώρα το «Ελα να πούμε ψέματα», παρότι αυτοτελή και αυθύπαρκτα, θα μπορούσε να θεωρηθούν ως τρία μέρη μιας τριλογίας. Θα θέλατε να μας πείτε ποιες είναι οι βασικές γραμμές που τα ενώνουν και τι είδους σύνολο ή κύκλο αισθάνεστε ότι ολοκληρώνετε με την κυκλοφορία του νέου σας μυθιστορήματος;

Από χρόνια πολλά φιλοδοξούσα να γράψω ένα βιβλίο για τα Χανιά. Αρχίζοντας τότε, πριν από μια δεκαπενταετία, να σχεδιάζω το «Αθώοι και φταίχτες», εγκαίρως κατάλαβα ότι εάν ήθελα να αναζητήσω το αληθινό πρόσωπο της πόλης και να αποτυπώσω στο χαρτί τα θραύσματα, τα σπαράγματα, τις δόξες, τις χαρές και τις λύπες της, θα έπρεπε να οπλιστώ με τη διεισδυτικότητα της νοσταλγίας ενός ξένου που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυτά τα δρομάκια και που οι ιστορικές συγκυρίες τον ξερίζωσαν. Και έτσι, μέσα από τη συμπλοκή του πραγματικού με το φανταστικό, έβλεπα να ζωντανεύουν αρχετυπικά δύο οικογένειες. Από τη μια, η οικογένεια του Τουρκοκρητικού Αρίφ Καουρζαντέ και από την άλλη η οικογένεια του χριστιανού Πανάρη Κριαρά.

Και όσο προχωρούσε η αφήγηση, αναδεικνυόταν η βαθύτερη αιτία του βιβλίου που δεν ήταν άλλη από την ανύψωση της πόλης σε πάσχουσα, λογοτεχνική «περσόνα». Τα Χανιά, λοιπόν, εμποτισμένα στην Ιστορία, ο θάνατος, τα φαρμακερά μυστικά, τα ανυποψίαστα ψέματα, το πένθος, η απώλεια, θα έλεγα ότι είναι μερικές μόνο από τις βασικές γραμμές που διατρέχουν απαρχής μέχρι τέλους και τα τρία βιβλία, όπου, καθώς το ένα προοικονομεί το άλλο, παρατείνοντας τη «θητεία» μου στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, αδιαπραγμάτευτο ζητούμενο παρέμενε πάντα και σε άμεση, μετωπική σχέση με το παρόν η ανάδειξη των μονόπλευρα φωτισμένων ή και ολότελα αποσιωπημένων όψεων της Ιστορίας.

Αν στο «Αθώοι και φταίχτες» κινητήρια δύναμη ήταν να προκαλέσω μια μικρή έστω ρωγμή στην όποια ιδέα μας για τους Τουρκοκρητικούς και αν στο «Δίκιο είναι ζόρικο πολύ» φιλοδόξησα να αναδείξω με ντοκουμέντα, εκτός από την ιδιαιτερότητα της αγγλογερμανικής κατοχής στα Χανιά, την πολλαπλώς και προδοτικά παραβιασμένη γραμμή ανάμεσα σε εχθρούς και συμμάχους στην Κρήτη, εδώ, στο «Ελα να πούμε ψέματα», στοίχημά μου ήταν όχι μόνο να ανασυστήσω τον συσκοτισμένο Εμφύλιο, αλλά και μέσα από τις συμπλεκόμενες αφηγήσεις, πότε διευρύνοντας τον φακό και πότε εστιάζοντας στην ολόπικρη λεπτομέρεια, να αποτυπώσω πολυφωνικά το θαύμα του ανθρώπου που σηκώνει το χέρι και φωνάζει «παρών» στο προσκλητήριο του καιρού του, συνομιλώντας με την Ιστορία σε πρώτο πρόσωπο.

Ο Πανάρης και η δίδυμη αδελφή του η Ελεονώρα, βασικοί χαρακτήρες στο «Αθώοι και φταίχτες», αναλαμβάνουν τώρα στο «Ελα να πούμε ψέματα» να μιλήσουν ανακεφαλαιωτικά για το χθες και το σήμερα, ενώ η νεαρή Βιργινία, κόρη της Ελεονώρας, που έχει ήδη αναδειχθεί μέσω του παππού της σε υψηλής ευθύνης αφηγήτρια στο «Δίκιο είναι ζόρικο πολύ», παραμερίζει, δίνοντας τη σκυτάλη στον αγαπημένο της Ιδομενέα, προκειμένου να αφηγηθεί κι αυτός με τη σειρά του, μέσω της ιστορίας του αντάρτη πατέρα του, τον αποκλεισμό του Δημοκρατικού Στρατού στο Φαράγγι της Σαμαριάς, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα, στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας πάντα, τον μονόλογο της μάνας του Αναστασίας.

Σε ό,τι αφορά τον κύκλο που αισθάνομαι να κλείνω, εκτός από την ολοκλήρωση της περιπλάνησής μου στην πόλη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, μαθαίνοντας πια να μετρώ και να εκτιμώ αλλιώς τον χρόνο, θα έλεγα πως, στην προσπάθειά μου να μυθοποιήσω με οδηγό τις ζωές των επινοημένων ηρώων μου διακόσια τουλάχιστον χρόνια Ιστορίας, κλήθηκα να «δοκιμαστώ» λογοτεχνικά μέσα από τα ερωτήματα: Πώς και με ποιους όρους και από ποιες πηγές, ποια ντοκουμέντα, γράφεται η Ιστορία; Πώς ρυθμίζεται, ή και κάτω από ποιες συγκυρίες διαμορφώνεται, η οπτική γωνία του παρατηρητή; Πότε και πώς κάποιος βλέπει κάτι, πότε και πώς δεν το βλέπει από όποια όχθη κι αν στέκει στην κοίτη του ποταμού; Ποιες οι επιπτώσεις των γεγονότων στη ζωή μας; Πώς διαλέγεται το σήμερα με το χθες, το επινοημένο με τις ποικίλες εκδοχές της πραγματικότητας, το απλό με το πολύπλοκο, το σημαντικό με το ασήμαντο, το ατομικό με το συλλογικό; Και πώς, επομένως, θα μπορούσε να εννοηθεί στις ημέρες μας το θουκυδίδειο απόσταγμα ότι η Ιστορία είναι η παρακαταθήκη των πεπραγμένων, ο μάρτυς για το παρελθόν, το παράδειγμα και η συμβουλή για το παρόν, η προειδοποίηση για το μέλλον;

Στο «Ελα να πούμε ψέματα» πραγματεύεστε και το θέμα του Εμφυλίου στην Κρήτη από το 1947. Είναι εντούτοις αρκετά διαδεδομένη η άποψη στην Κρήτη ότι Εμφύλιος εκεί στην ουσία δεν υπήρξε και αν υπήρξε ήταν σχετικά ασήμαντος. Ποια είναι η γνώμη σας;

Οι γραπτές πηγές-μαρτυρίες λένε ότι υπήρξε. Αλλά θα συμφωνήσω ότι δεν είχε την ευρύτητα και τη δριμύτητα του Εμφυλίου στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ ο αλληλοσπαραγμός περιορίστηκε σε λυσσασμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια στους «ληστοσυμμορίτες». Από το καλοκαίρι του 1947 στα Χανιά και έως τα Χριστούγεννα του 1949, περπατώντας στην πόλη, αρκεί να σου το «επέτρεπε» η ματιά σου, όλο και σε κάποιο κεφάλι αντάρτη κρεμασμένο σε κοινή θέα θα έπεφτες… Με το τσουβάλι, λέει, κατέβαζαν από τα βουνά τα κεφάλια των ανταρτών και τα αράδιαζαν στην Πλατεία Δικαστηρίων… Και αφού χόρταιναν οι ανθρωποκυνηγοί κανιβαλισμό, τα κρεμούσαν πότε στην Αγορά, πότε στη γέφυρα του Κλαδισού, για να τα βλέπει ο κόσμος και να παραδειγματίζεται!

Πείτε μας δυο λόγια για τον τίτλο, πρόκειται για κάποια μορφή ευφημισμού, για ψέματα – αλήθειες;

Είναι ο πρώτος στίχος ενός σκωπτικού πρωταπριλιάτικου («Ελα να πούμε ψέματα ένα σακί γιομάτο, φόρτωσα έναν μπόντικα σαράντα κολοκύθια, κι απάνου στα καπούλια του ένα σακί ρεβίθια»), που διατρέχει το βιβλίο στοιχειώνοντας όνειρα και μνήμες… Ελα να πούμε ψέματα για να παρηγορηθούμε, ψέματα για να γελάσουμε, ψέματα για να ξορκίσουμε, κυρίως, τα άλλα ψέματα με τα οποία υπονομεύουν τη ζωή μας η δουλική πίστη και η τυφλή υποταγή σε μεσσιανικές αλήθειες. Οπότε ναι, εδώ το ψέμα έρχεται να φωλιάσει με την πικρή, τη μαύρη, τη σκληρή, την ωμή, τη δική μου, τη δική σου, την πολύπαθη και πάντα επαναστατική αλήθεια, όπως λέει και η Ευγενία Λουπάκη σ’ ένα ευθύβολο ποίημά της.