Γιατί το Βυζάντιο; Στο ερώτημα αυτό – δάνειο από το ομότιτλο βιβλίο της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ – απαντούν οι πρόσφατες εκδόσεις διαφορετικών εκδοτικών οίκων. Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε ο «Ελληνικός Μεσαίωνας» της Εβελίν Πατλαζάν (Πατάκη), ενώ στις αρχές της χρονιάς η Τόνια Κιουσοπούλου παρέδωσε μία εξειδικευμένη περιήγηση στις «Αόρατες βυζαντινές πόλεις» (Πόλις). Η έκδοση του Μάικλ Ανγκολντ, επίτιμου καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, που προηγείται χρονικά, προσεγγίζει την Αλωση σαν ένα καλειδοσκόπιο με τέσσερις οπτικές γωνίες. Και απαντάει στο πώς αντιμετώπισαν το κοσμοϊστορικό γεγονός οι εξής ομάδες:

Οι Ελληνες

Ο λόγιος Μιχαήλ Αποστόλης αιχμαλωτίστηκε μετά την είσοδο των Οθωμανών, φυλακίστηκε και στη συνέχεια απελευθερώθηκε σε άγνωστο σημείο των ακτών της Μαύρης Θάλασσας. Ακόμη και όταν έφτασε κάποια στιγμή στη γενέτειρά του, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να αντέξει υπό το νέο καθεστώς. Προτιμούσε να εκπατριστεί. Ο κόσμος του ήταν ο κόσμος του χαμένου μεγαλείου, όπου δεν χωρούσαν τα παλιά ήθη. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε», γράφει ο Ανγκολντ, «πόσο εύθραυστη ήταν η Ορθοδοξία… Πολλοί είχαν δεχθεί να εξισλαμιστούν, συμπεριλαμβανομένου και ενός επισκόπου». Μπροστά σ’ έναν τέτοιον κίνδυνο ο πατριάρχης Γεννάδιος χαλάρωσε τους θρησκευτικούς κανόνες περί γάμων επιτρέποντας όσο το δυνατόν περισσότερους σε μια πόλη που έχανε τον κοινωνικό της ιστό. Βασική λειτουργία του Πατριαρχείου πλέον ήταν να επιβλέπει τις εσωτερικές υποθέσεις των ορθόδοξων κοινοτήτων υπό οθωμανική κυριαρχία. Στη γενική εικόνα, ο Γεννάδιος εξέφραζε την καθολική παραδοχή από πλευράς των Ελλήνων ότι οι Οθωμανοί ήταν ένα καθεστώς-παρένθεση, μέρος της προετοιμασίας μόνο για τη Δευτέρα Παρουσία. Οσο για τον όρο «Ελληνας», αυτός ήταν ένας βολικός τρόπος για να υπογραμμιστεί η ρήξη με το βυζαντινό παρελθόν. Η ταύτιση Ελληνα και χριστιανού παρείχε τη βάση για μια νέα ταυτότητα μετά την Αλωση. Με την απώλεια της Αυτοκρατορίας, ως βάσεις για τη νέα ταυτότητα απέμειναν η πίστη και μια έννοια αλληλεγγύης, η έννοια του «γένους».

Οι Δυτικοί

Εστω και αν δεν υπήρχε ιδιαίτερη συμπάθεια για τους Βυζαντινούς, όπως επισημαίνει ο Ανγκολντ, η Αλωση θεωρήθηκε βενετική αποτυχία. Και αυτό επειδή η Κωνσταντινούπολη ήταν ο κόμβος ενός εμπορικού δικτύου στο οποίο βασιζόταν το ιταλικό εμπόριο. Αφού καταλάγιασε ο αρχικός θόρυβος, βασικό μέλημα ήταν να σωθεί ό,τι μπορούσε να σωθεί. Στις 18 Απριλίου 1454 ο πρέσβης της Βενετίας υπέγραψε συμφωνία με τον Μωάμεθ Β’ που επέτρεπε στους Βενετούς να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη με τον όρο ότι οι έμποροί τους έπρεπε να καταβάλλουν πλέον τελωνειακό δασμό 2% και όχι να εξαιρούνται, όπως γινόταν υπό τους Βυζαντινούς. Από την άλλη πλευρά, οι ανταγωνίστριες πόλεις Φλωρεντία και Μιλάνο έβλεπαν ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την οθωμανική νίκη βελτιώνοντας τη θέση τους στις οθωμανικές αγορές.

Σε ένα άλλο επίπεδο, ο Πάπας Πίος Β’ ετοίμαζε σταυροφορία για την ανάκτηση της πόλης. Ο Αινείας Σίλβιο Πικολόμινι ήταν αποφασισμένος να παρουσιάσει την επιχείρηση όχι ως στοιχείο των ιπποτικών ηθών αλλά ως υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα των Οθωμανών. Ή ως τρόπο εξαγνισμού της Εκκλησίας. Με τον θάνατό του, πάντως, το 1464 εγκαταλείφθηκε και η ιδέα της σταυροφορίας. Το Βατικανό δεν έδειξε ποτέ ξανά ενδιαφέρον για το αποκατεστημένο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, εστιάζοντας πλέον στη σχέση του με το Ισλάμ. Γενικότερα στη Δύση, σημειώνει ο Ανγκολντ, είχε επικρατήσει η άποψη ότι οι Βυζαντινοί είχαν συμβάλει μόνοι τους στην καταστροφή τους: «Μετά την αρχική θλίψη, δεν υπήρχε μεγάλη συμπόνια για τους βυζαντινούς πρόσφυγες, οι οποίοι μάλιστα άρχισαν σύντομα να αντιμετωπίζονται ως «ζήτουλες»».

Οι Ρώσοι

Ελάχιστο ενδιαφέρον για τον βυζαντινό αυτοκράτορα, πολλαπλό για το θρησκευτικό κέντρο και τα προσκυνήματα του Τσάργκραντ (όπως λεγόταν η Κωνσταντινούπολη): αυτή ήταν η διαχρονική στάση των Ρώσων. Η ίδια η Αλωση θεωρήθηκε θεϊκή τιμωρία για την προδοσία της Συνόδου Φεράρας – Φλωρεντίας (ένωση με τη Ρώμη). Η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας ήταν πια ευθύνη των Ρώσων που ακολούθησαν την οδό της Αυτοκρατορίας. Οι περιγραφές και οι θρήνοι για την Αλωση πάντα τελειώνουν με μια προσευχή για την ευημερία των Ρώσων, καθώς θεωρείται ότι εκπροσωπούν το μέλλον της Εκκλησίας. Με πρότυπο τον βασιλιά Δαβίδ, ο ρώσος ηγεμόνας για πρώτη φορά περιγράφεται ως «εκλεκτός του Θεού». Το γεγονός αυτό συμφωνούσε με τη διαμόρφωση μιας νέας ιδέας για τη Ρωσία ως το «νέο Ισραήλ».

Οι Οθωμανοί

Οσο κι αν φαίνεται παράδοξο σε πρώτη ανάγνωση, οι οθωμανοί ιστορικοί της Αλωσης δεν δείχνουν να αποδίδουν στο γεγονός τη βαρύτητα που του αναλογεί. Μόνο στα τέλη του 16ου αιώνα η κατάληψη αντιμετωπίστηκε ως ορόσημο στην πορεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ανγκολντ σημειώνει μάλιστα ότι υπάρχουν ελάχιστα δείγματα ενθουσιασμού για την αναγγελία της Αλωσης.

Η απόφαση του Πορθητή να κάνει την Κωνσταντινούπολη νέα πρωτεύουσά του έγινε δεκτή με επιφυλακτικότητα από την κοινή γνώμη. Ακόμη και στα τελευταία χρόνια του Μωάμεθ η Κωνσταντινούπολη δεν είχε μετατραπεί σε μουσουλμανική πόλη. Πέρα από τα έργα γοήτρου του σουλτάνου, ο ιστός της παρέμενε βυζαντινός και δεν θύμιζε τις παλιές οθωμανικές πρωτεύουσες, την Αδριανούπολη και την Προύσα.

Ο Μωάμεθ Β’ πάντως θα επιμείνει ώς το τέλος πιστεύοντας ότι ο Αλλάχ τού είχε αναθέσει την αποστολή να ιδρύσει εκ νέου την Κωνσταντινούπολη. Τον 16ο αιώνα η Ιστανμπούλ είχε αναπτύξει τις δικές της παραδόσεις που δεν όφειλαν πια τίποτε στο Βυζάντιο. Η πόλη έσβηνε βαθμιαία τα ίχνη του παρελθόντος της. Η κοινή γνώμη άρχισε να αποδέχεται ότι η κατάληψη ήταν «μοιραία». Η ιστορική σημασία της Αλωσης πλέον ήταν η δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας δύναμης που ζητούσε να ξεπεράσει την αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου, του Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού. Ο Ανγκολντ καταλήγει με μια σχετική επισήμανση που διαπερνά το βιβλίο του: «Αν η ανάδυση του οθωμανικού πολιτισμού ήταν μια θετική συνέπεια της Αλωσης της Κωνσταντινούπολης, η καταστροφή του βυζαντινού πολιτισμού ήταν η αρνητική όψη του ίδιου φαινομένου».