Ο 91χρονος υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ συζητά για όλα με τη Ρένα Δούρου σε ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε

Τέσσερις ήταν οι τίτλοι που είχαν πέσει στο τραπέζι για το βιβλίο. Τελικά επελέγη το «Μια κουβέντα με τον Γλέζο» που δεν είναι μόνο ο απλούστερος, αλλά και ένας τίτλος απόλυτα αντιπροσωπευτικός του κειμένου. Οι πολύωρες (και πολύμηνες) συνεντεύξεις που πήρε με μαγνητοφωνάκι η Ρένα Δούρου από τον Μανώλη Γλέζο έχουν χαρακτήρα κουβέντας. Η υποψήφια περιφερειάρχης, σε ρόλο δημοσιογράφου, δεν αλλοίωσε καθόλου τον προφορικό χαρακτήρα αυτής της χειμαρρώδους αφήγησης. Προτίμησε –προφανώς με τη συναίνεση του «Νώλη», όπως φωνάζουν στην Απείρανθο της Νάξου τον πρώην κοινοτάρχη τους, νυν βουλευτή και πλέον υποψήφιο ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ –να αφήσει ακόμη και επαναλήψεις προκειμένου να μην αλλοιωθεί αυτός ο λόγος.

Ο 91χρονος Γλέζος δεν είναι, όπως λέει η γνωστή φράση-κλισέ, ένας αιώνιος έφηβος. Είναι αυτό που ήταν πάντα, ένας άνθρωπος της δράσης και της απόλυτης υπεράσπισης του δικαιώματος στην έκφραση άποψης –της δικής του ή των άλλων –και αυτό το χαρακτηριστικό του δεν αλλάζει, ανεξαρτήτως ηλικίας. Αλλωστε στην ερώτηση αν σήμερα θα έκανε τα ίδια, απαντά: «Σήμερα κάνω περισσότερα!». Στο βιβλίο αυτό, των 300 και πλέον σελίδων, ο Γλέζος μιλάει για όλα: για το αγαπημένο του θέμα, που είναι η άμεση δημοκρατία, για την πρόταση που του έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου να γίνει υπουργός Παιδείας, για τα ομηρικά έπη, για τους Ναζί και τις αποζημιώσεις, για το ποια ήταν πράγματι η πρώτη πράξη αντίστασης κατά των γερμανών κατακτητών, για τις διαφορές του με τον Ζαχαριάδη, για το λάθος του να ζητήσει οργανωτική ενοποίηση της ΕΔΑ, για τους «Αγανακτισμένους», την κρίση που βρήκε την Αριστερά ανέτοιμη και ιδεολογικά απροετοίμαστη, αλλά και για τα βήματα μπροστά που έχει κάνει η σημερινή Αριστερά σε σχέση με την ΕΔΑ, φτιάχνοντας κάτι εντελώς καινούργιο, κυρίως αφήνοντας κατά μέρος τον ρόλο του «καθοδηγητή» και επιχειρώντας να δώσει ισότιμο ρόλο στον λαό, ώστε να μη λαμβάνονται οι αποφάσεις ερήμην του.

Υπερασπίζεται, λόγου χάρη, με πάθος το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. Και λέει:

«Οι οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα είναι δύο κατηγοριών. Είναι οφειλές προς το Δημόσιο, που περιέχουν τρεις περιπτώσεις. Πρώτον, επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών, δεύτερον, το αναγκαστικό δάνειο και, τρίτον, τις επανορθώσεις. Αυτά είναι οφειλές προς το Δημόσιο. Υπάρχουν και οφειλές των Γερμανών προς τα θύματα. Υπάρχουν κι άλλες οφειλές, αλλά αυτές έχουν ξεχαστεί όλες. Δηλαδή οι επιτάξεις, οι επισχέσεις, όλα αυτά έχουν ξεχαστεί. Σταματάγανε, για παράδειγμα, όποιον είχε ένα ποδήλατο, του το παίρνανε και του δίνανε ένα χαρτάκι. «Στο τέλος του πολέμου, να δείξεις το χαρτάκι για να πάρεις το ποδήλατό σου». Ολα αυτά ξεχαστήκανε. Οι αρπαγές και οι ληστείες. Και παραμένει, παρέμενε, μονάχα το θέμα των οφειλών της Γερμανίας προς τους πολίτες που τους εξόντωσε δήθεν ως αντίποινα για τη δράση των αντάρτικων δυνάμεων».