Είναι οι κακοί που δημιουργούν την Ιστορία, μας διδάσκει η ραβινική παράδοση. Και οι καλοί αυτοί που προσπαθούν να της ξεφύγουν, προσθέτει με τον τρόπο του ο νομπελίστας αμερικανοεβραίος συγγραφέας σε μια συλλογή που ταλαντεύεται μεταξύ κεντροευρωπαϊκής παράδοσης και καταφυγής στην αμερικανική Γη της Επαγγελίας

«Για ν’ αλλαξοπιστήσεις πρέπει να προσποιηθείς πίστη στον Ναζωραίο. Απ’ ό,τι φαίνεται ο κόσμος είναι γεμάτος από πίστη. Αν δεν πιστεύεις σε ένα Θεό πρέπει να πιστεύεις σε κάποιον άλλο. Οι Κοζάκοι θυσιάστηκαν για τον Τσάρο. Οσοι θέλησαν να εκθρονίσουν τον Τσάρο θυσιάστηκαν για την Επανάσταση. Πού βρίσκονται όμως οι πραγματικά αιρετικοί που δεν πιστεύουν σε τίποτα;». Φορέας των αγωνιωδών αυτών σκέψεων ένας χασιδιστής ραβίνος που αδυνατεί να κατανοήσει γιατί ο Θεός παράγει τόσο πόνο και τόση αδικία. Νιώθει οργή κατά του Δημιουργού, εξεγείρεται εναντίον του, θεωρεί ότι η ελεύθερη βούληση που εκχωρείται στον άνθρωπο είναι ασθενές αντίτιμο για το σκληρό και ακατανόητο Σύμπαν που μας περιβάλλει. Συνειδητοποιεί ότι είναι ο Σατανάς που έχει εισχωρήσει εντός του υποβάλλοντάς του οράματα με εξωφρενικές σφαγές, μαρτύρια, καταστροφές. Εγκαταλείπει το χωριό και το ποίμνιό του και καταφεύγει στη Βαρσοβία, όπου όμως δεν θα γίνει διόλου σοφότερος. Οίδα τον Κύριον και πλέον θα τον εχθρεύομαι, λέει ο ραβίνος μας. Οταν ηττημένος θα ξαναγυρίσει στο χωριό χωρίς καμιά ουσιώδης ερώτησή του για τον κόσμο να έχει απαντηθεί από τον ίδιο ή την επιστήμη, θα αποκοιμηθεί επιτέλους ειρηνεμένος, βλέποντας κάτι αληθινό στο θέαμα της φύσης. «Κάτι υπάρχει εκεί» θα μονολογήσει το επόμενο χάραμα και αυτός είναι και ο τίτλος του εκτεταμένου διηγήματος που ολοκληρώνει την πλούσια αυτή, πέμπτη συλλογή του Σίνγκερ. Ο πόλεμος με τον Θεό έχει λήξει.

Αρχισα από το τέλος γιατί εδώ συμπυκνώνεται μεγάλο μέρος της ιδιαιτερότητας της θεματικής του συγγραφέα. Γεννημένος στην Πολωνία το 1904, ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ θα εγκατέλειπε τη ραβινική παράδοση της οικογενείας και της κοινότητάς του για να αφιερωθεί στη συγγραφή. Στα τριάντα του χρόνια θα ακολουθήσει τον αδελφό του στη Νέα Υόρκη και θα βιοποριστεί για δεκαετίες στην αγκαλιά των ομοεθνών εποίκων γράφοντας στα γίντις, την γλώσσα των Εβραίων Ασκενάζι της Κεντρικής Ευρώπης. Η πολυπληθής και οικονομικά ευημερούσα αυτή κοινότητα θα τον υποστηρίξει στη θεματική του που συνιστά αρχικά μια τεράστια τοιχογραφία της παλιάς πατρίδας, μια ελεγεία της διασποράς και μια ολοένα και βαθύτερη εντρύφηση στην παράδοση, την πάλη με το Θείο, τη διαλεκτική της ενσωμάτωσης σε ξένες κουλτούρες, την απορία για την επιβίωση του εβραϊσμού επί δυο χιλιάδες χρόνια. Σταδιακά ο Σίνγκερ θα ενσωματώσει σε συλλογές διηγημάτων όπως η παρούσα και σε μυθιστορήματα όπως το «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία» και το «Σκιές στον ποταμό Χάντσον» (στις ίδιες Εκδόσεις) στοιχεία από την εξαμερικανισμένη και εκκοσμικευμένη πλέον ζωή των επηλύδων, με μια ματιά αυτοϋπονομευτική, σαρκαστική και πάντα ευαίσθητη.

Ετσι κι εδώ. Αν μέτρησα καλά, το 40% των 21 διηγημάτων της συλλογής εκτυλίσσεται στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και το υπόλοιπο εδράζεται στην παράδοση γίντις αλλά και στο νεόκοπο Κράτος του Ισραήλ. Είναι η εποχή –γύρω στο 1970 –που ο Σίνγκερ αρχίζει να μεταφράζει ο ίδιος τα έργα του στα αγγλικά, ενώ γράφει για τον «Νιου Γιόρκερ» και άλλα καλά περιοδικά και ετοιμάζεται τρόπον τινά για το Νομπέλ που θα έρθει το 1978, μόλις δύο χρόνια μετά την απονομή του σε έναν άλλο Αμερικανοεβραίο, τον Σαούλ Μπέλοου. Το τραύμα του Ολοκαυτώματος είναι διακριτικά παρόν στις μακρές αφηγήσεις των ηρώων του μαζί με μια διακριτική μομφή για την ευκολία με την οποία ξεπεράστηκε. Αλλοτε, πάλι, σκιαγραφεί χαρακτηριστικούς τύπους από τα νεανικά του χρόνια και –όπως εδώ με τον Κάφκα –τους εντάσσει τόσο στην καθημερινότητα της εποχής όσο και στο ευρύτερο κεντροευρωπαϊκό πολιτισμικό πλαίσιο.

Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ έχει θεωρηθεί κατά μία έννοια προάγγελος του Φίλιπ Ροθ λόγω της εμμονής του στην εβραϊκότητα. Ομως τους δύο συγγραφείς χωρίζει χάσμα. Παρά την ενίοτε κουραστική προσκόλλησή του στην κεντροευρωπαϊκή «γίντις» παράδοση με τους μύθους και τις δεισιδαιμονίες της, ο Σίνγκερ είναι πιο κριτικός από τον ομόλογό του ως προς την έννοια του Θείου και περισσότερο έλλογος. Ενώ αφηγείται με σουρντίνα, απλά και ίσως παλιομοδίτικα, ασκεί κατεδαφιστική κριτική στα συμφραζόμενα μέσω των οποίων δομήθηκαν οι εβραϊκές κοινότητες της διασποράς αλλά και στον οπορτουνισμό πολλών ομοεθνών του. Κάποτε γίνεται περισσότερο Νεοϋορκέζος από τους προηγηθέντες, γητεύοντάς μας με τις περιγραφές της καθημερινότητας της πόλης. Ταυτόχρονα αναδεικνύει μια πλευρά με την οποία οι αναγνώστες των πρώιμων έργων του δεν θα είναι απολύτως εξοικειωμένοι: ένα υποδόριο, διακριτικό χιούμορ, με ήρωες αναποφάσιστους, έρμαια των περιστάσεων, ενώ το Σύμπαν ολόκληρο συνωμοτεί εναντίον τους. Σχολιάζει αφενός τη θρησκειολαγνία και την προσκόλληση στην παράδοση και αφετέρου την ιδεολογία της προόδου, τον εξαμερικανισμό της καθημερινότητας, τις διαψεύσεις της επιστήμης.