Ενα μυθιστόρημα που μιλάει για δύο ηρωικούς Ελληνες σε μια εποχή που έμεινε στην Ιστορία μας για άλλου είδους ηρωισμούς.

Ο ένας λέγεται Αστεριάδης, αλλά, παρά το όνομά του, κάνει μια δουλειά κυριολεκτικά χοϊκή: είναι γεωπόνος στο υπουργείο Γεωργίας, μελετά το έδαφος της Αττικής και γράφει μια πραγματεία για την επιστημονική ανάπτυξη της λαχανοκομίας. Με τον άλλο συμβαίνει το αντίστροφο: αν και λέγεται Χωματάς, ασχολείται με την ατμόσφαιρα, συγκεκριμένα με μετεωρολογικές παρατηρήσεις, και η δική του μελέτη αφορά την επίδραση του αστικού ιστού στο μικροκλίμα της Αθήνας, με στόχο την ορθολογική αναπολεοδόμησή της. Και οι δύο είναι σε βαθμό εμμονής αφοσιωμένοι στο έργο τους. Και πότε αυτό, παρακαλώ; Στην Κατοχή, ενώ γύρω τους χαλάει ο κόσμος, με λιμό, τρόμο, μπλόκα κι εκτελέσεις, εμφύλια αλληλοσφαγή αντιμαχόμενων ιδεολογικών παρατάξεων.

Μιλάμε για το πιο βλάσφημο και εκκεντρικό ελληνικό μυθιστόρημα των τελευταίων χρόνων. Βλάσφημο, επειδή, σε προκλητική αντίθεση με τα στερεότυπα για εκείνη την εποχή, παρουσιάζει ως θετικούς ήρωες δύο Ελληνες που ούτε αντίσταση κάνουν ούτε υπομένουν ιώβεια μαρτύρια, παρά συνεχίζουν απτόητοι ό,τι άρχισαν πριν από τον πόλεμο. Εκκεντρικό, επειδή η δομή του τινάζει στον αέρα όχι μόνο κάθε γνωστή αφηγηματική φόρμα, μα και τον ίδιο τον εαυτό της: δεν φτάνει που πάνω από το μισό μυθιστόρημα αποτελείται από πίνακες με μετεωρολογικές μετρήσεις, εδαφολογικές αναλύσεις, απογραφές λιμενικών εγκαταστάσεων, στενογραφικές σημειώσεις για ημερολόγιο (χώρια οι απανωτές ανακοινώσεις του γερμανικού φρουραρχείου της Αθήνας), έχουμε και τον συγγραφέα να παρεμβαίνει κάθε τόσο σαν ζιζάνιο σε ό,τι απομένει ως αφήγηση για να μη μας αφήσει να ξεχάσουμε το πεποιημένο της, πότε δίνοντας σκηνοθετικές οδηγίες σε κάποιον υποθετικό οπερατέρ, πότε βάζοντας κραυγαλέους αναχρονισμούς στο στόμα ή μάλλον στο μυαλό των χαρακτήρων του, πότε σχολιάζοντας τον τρόπο ομιλίας τους (π.χ. ότι λένε «συγνώμη» και όχι, όπως στα αφηγήματα και τις εφημερίδες της εποχής, «συγγνώμην»).

Οχι ότι θα περιμέναμε κάτι πιο συμβατικό από τον 58χρονο Δημήτρη Φύσσα, αυτόν τον ιδιόρρυθμο, πολυπράγμονα, παρεμβατικό συγγραφέα, δημοσιογράφο, ιστολόγο, διοργανωτή σεμιναρίων (με ομιλητή τον ίδιο) για το αστικό τοπίο της Αθήνας και δεν ξέρω τι ακόμη. Με νεανική θητεία στην Ακρα Αριστερά, την αποδόμησε αργότερα, το 2005, στο μυθιστόρημά του «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος», όπου η εξέγερση του Πολυτεχνείου γίνεται εναντίον μιας… κόκκινης δικτατορίας. Το 2012 έδωσε, με το βιβλίο «Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου», ένα σπινθηροβόλο μυθιστόρημα γύρω από τη σχέση της λογοτεχνίας με τη ζωή των αναγνωστών της. Οι αναρτήσεις του στο Διαδίκτυο, εξάλλου, είναι μια ανελέητη κατεδάφιση των κάθε απόχρωσης νεοελληνικών μύθων και μια σκληρή κριτική των πολιτικών και κοινωνικών ηθών μας.

Αλλά με το μυθιστόρημα «Ο κηπουρός και ο καιροσκόπος» ξεπέρασε σε τόλμη (ή μήπως θα έπρεπε να πούμε σε παρατολμία;) τον ίδιο τον εαυτό του. Ώς έναν βαθμό, αλλά περιορισμένο, το βιβλίο αυτό είναι μια μικροϊστορική προσέγγιση της εποχής, του τύπου που θα άρεσε π.χ. στον Μαρκ Μαζάουερ, αλλά και (από διαφορετική σκοπιά) στον Θανάση Βαλτινό. Πράγματι, η Κατοχή δεν ήταν μόνο πείνα, θηριωδίες των κατακτητών και ηρωική αντίσταση. Υπήρχαν και οι ρεφενέ βεγγέρες ή τα πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν στα αστικά σπίτια. Υπήρχαν ξεχασμένες σήμερα λεπτομέρειες, όπως ο πόλεμος του νερού ανάμεσα στους άπληστους ιδιοκτήτες αρτεσιανών φρεάτων («αρτεσιανούχους») και τους κοινούς υδρολήπτες ή οι δολοφονίες περιβολάρηδων από τους μαυραγορίτες, επειδή πουλούσαν τα λαχανικά τους φτηνότερα. Ενώ από αρκετές απόψεις η καθημερινή ζωή συνεχιζόταν όπως προπολεμικά. Το μυθιστόρημα μας τα θυμίζει όλα αυτά και άλλα. Η κύρια πρόθεσή του όμως είναι σαφέστατα διαφορετική.

Οι δύο πρωταγωνιστές (υπαρκτά πρόσωπα, αλλά με τα ονόματά τους αλλαγμένα και τη βιογραφία τους ελεύθερα αναπλασμένη από τον συγγραφέα) δεν είναι αδιάφοροι για τα κοινά, για την κατοχική τραγωδία. Κάθε άλλο. Θεωρούν όμως ότι ο πόλεμος θα κριθεί αλλού και το καθήκον όλων είναι να εργαστούν, καθένας στον τομέα του και αρχίζοντας, στο μέτρο του δυνατού, από τώρα, για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Ελλάδας πάνω σε καινούργιες, στερεότερες βάσεις. Ο Αστεριάδης θέλει να υποδείξει με τη μελέτη του τρόπους αυτάρκειας της πρωτεύουσας σε οπωροκηπευτικά. Ο Χωματάς οραματίζεται μια Αθήνα με πολεοδομία φιλικότερη για τους κατοίκους της και την υγεία τους. Οι δυο τους δεν είναι, δηλαδή, τίποτα στεγνοί και στενοκέφαλοι επιστήμονες, μα επιστήμονες με αίσθημα κοινωνικής αποστολής. Η ιδεολογική πόλωση, που βλέπουν να γίνεται ολοένα αγριότερη γύρω τους, τους φαίνεται άσκοπη και θλιβερή. Αρνούνται να ενταχτούν σε μια παράταξη και, μολονότι πατριώτες, βάζουν τις ανθρωπιστικές αρχές τους πάνω απ’ όλα. Ο Χωματάς μάλιστα θα σώσει, με τη βοήθεια της αγαπημένης του και των γονιών του, έναν τραυματισμένο γερμανό ναύτη, γιατί θεωρεί ότι ένας άοπλος και ανυπεράσπιστος στρατιώτης του εχθρού πρέπει να αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος.

Η εποχή δεν σηκώνει όμως τέτοιου είδους ιδεαλισμούς (και ποια εποχή τούς σήκωνε στη χώρα μας;). Αστεριάδης και Χωματάς αισθάνονται όλο και πιο μόνοι στο έργο και τους προβληματισμούς τους. Και αν ο δεύτερος έχει τουλάχιστον την κατανόηση και τη στήριξη της φίλης του, της Γιάννας ή, όπως την αποκαλεί, Χουανίτας, ο πρώτος αποξενώνεται από την ίδια την οικογένειά του, ενώ παρακολουθεί ανήμπορος το δράμα του γιου του, ο οποίος γύρισε από τις μάχες στο οχυρό Ιστίμπεη, κοντά στο Ρούπελ, με κλονισμένη ψυχική υγεία (άλλο ένα θέμα που αποσιωπάται στις επικές αφηγήσεις για εκείνη την περίοδο). Η μόνη άλλη παρηγοριά για τον Χωματά, και η μοναδική για τον Αστεριάδη, είναι η φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο και η αμοιβαία αναγνώριση της σημασίας των μελετών τους.

Δικαιούται κανείς να ρωτήσει αν χρειαζόταν, και μάλιστα αν ταίριαζε, τόση μεταμοντέρνα αποδόμηση σε μια ιστορία με τέτοιο περιεχόμενο. Προσωπικά το αμφισβητώ και το αποδίδω σε μια υπερβολή τής απολαυστικά, κατά τα άλλα, «ζημιάρικης» συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας του Φύσσα. Μια διαμετρικά αντίθετη τεχνική, που παραπέμπει σε νατουραλιστικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, αντιπροσωπεύουν οι πίνακες με μετρήσεις, οι εξαντλητικές περιγραφές του εδάφους κ.λπ. Μολονότι έχουμε κι εδώ την εντύπωση της έλλειψης μέτρου, μπορούμε να δούμε αυτή την επιλογή ως έναν τρόπο να τονιστεί η επιστημονική μεθοδικότητα και λεπτολογία δύο εργασιών που εμπνέονταν από πολύ «ρομαντικά» αιτήματα.

Γιατί μπορεί να μη λέγεται ρητά στο βιβλίο, αλλά εμείς ξέρουμε ότι οι κόποι των Αστεριάδηδων και των Χωματάδων πήγαν στράφι. Για τη μεταπολεμική Ελλάδα προτιμήθηκαν πιο «ρεαλιστικές», δηλαδή πρόχειρες και ανορθολογικές, λύσεις, που τις συνέπειές τους τις ζούμε σήμερα. Γι’ αυτό, το μυθιστόρημα του Φύσσα διαλέγεται άμεσα με την τωρινή συγκυρία. Ο δρόμος που χάραξαν οι δύο ήρωές του, ο δρόμος της παραγωγικότητας και της σύνεσης, δεν βρήκε θέση στους χάρτες που αποτύπωσαν την κατοπινή πορεία της Ελλάδας.