Δεν ανταμείφθηκε με το Μεγάλο Βραβείο των Γραμμάτων, απλώς, ένας συστηματικός και ακούραστος εργάτης των Γραμμάτων. Κυρίως, επιβραβεύτηκε ένας παρεμβατικός πολίτης που από πολύ νέος είχε μάθει να διαλέγει στρατόπεδο, διεκδικητής του μοντερνισμού στα Γράμματα αλλά και της χειραφέτησης, της ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ο τρίτος κριτικός λογοτεχνίας που βραβεύεται με βραβείο λογοτεχνίας (οι άλλοι δύο ήταν η Νόρα Αναγνωστάκη και ο Αλέκος Αργυρίου) και έζησε πάντα στην κόψη. Στην Κατοχή και στην Απελευθέρωση ήταν με την Αριστερά, γεγονός που του κόστισε πολλά σε εξορίες και παντός είδους διώξεις. Σε στρατευμένο αριστερό περιοδικό για τα γράμματα, τη θρυλική «Επιθεώρηση Τέχνης», βρέθηκε στο μειοψηφικό στρατόπεδο επειδή δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μπορεί να συζητιέται στα σοβαρά ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ως άξιο προσοχής λογοτεχνικό ρεύμα. Αποσυνάγωγος της χούντας, βρέθηκε φυγάς στο Παρίσι όπου, σύντομα, ήρθε σε σύγκρουση με τον δογματισμό και τα στερεότυπα της Αριστεράς. Πίσω στην Ελλάδα, μιλούσε για τον αυταρχισμό του σοβιετικού καθεστώτος, τον αντιδημοκρατισμό των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τη διαφθορά της κρατικής νομενκλατούρας, ενώ εργαζόταν για την επιβίωση: ώς τη σύνταξή του, δούλεψε διορθωτής στην εφημερίδα «Απογευματινή», μετέφραζε από τα γαλλικά, ενώ εργαζόταν συστηματικά για το αντικείμενο που τον ενδιέφερε, τη λογοτεχνία.

Αλλά γράφοντας για τη λογοτεχνία, αναγκαστικά, γράφεις για τις κοινωνίες, τις ιδεολογικές τάσεις τους, τα προβλήματα που τις ταλανίζουν. Και όταν γράφεις από ανεξάρτητη σκοπιά, γίνεσαι αναγκαστικά αιχμηρά επιθετικός και η φωνή σου ενοχλεί. Ο Ραυτόπουλος ουδέποτε υπήρξε μια καθησυχαστική φωνή. Πάντα οι επιλογές του ενοχλούσαν. Επειδή από πολύ νωρίς έμαθε να μη συμπλέει αναγκαστικά με τις μόδες, αλλά να διεκδικεί «τη λογοτεχνία που τα λέει όλα αλλά και για όλα αμφιβάλλει», σύμφωνα με μια δική του έκφραση.

Το τελευταίο βιβλίο του κυκλοφόρησε το 2012 και είχε τίτλο «Εμφύλιος και λογοτεχνία» (Εκδ. Πατάκη). Είναι ένα βιβλίο το οποίο αναζητεί τα κείμενα και τους συγγραφείς που μίλησαν πρωτότυπα για τον Εμφύλιο. Κάνει αναφορά σε πολλούς, από τον Τσίρκα στον (αυτοδίδακτο) Μανούσακα, από τον Αλέξανδρο Κοτζιά στον Θανάση Βαλτινό, εκπλήσσεται που ο Εμφύλιος συνεχίζει να εμπνέει και τους μεταγενέστερους, τη Ρέα Γαλανάκη, π.χ., ή τον Μισέλ Φάις. Προσωπικώς, λέει, θεωρεί σημαντικούς τον Τσίρκα και κυρίως την τριλογία του, τις «Ακυβέρνητες πολιτείες», τον Αρη Αλεξάνδρου και το «Κιβώτιο», το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε, στέκεται επίσης στη «Φανταστική περιπέτεια» του Κοτζιά και στην «Ορθοκωστά» του Βαλτινού… Αλλά θεωρεί έλλειψη την αδυναμία της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής να καταθέσει ένα μεγάλο μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να έχει αναμετρηθεί μυθοπλαστικά με τον πόλεμο και τον Εμφύλιο, τα γεγονότα, τις ιδέες, τις συγκρούσεις και τις διαψεύσεις της περιόδου. Κατανοεί τους λόγους, και τους εξηγεί: «Μεγάλο μυθιστόρημα, με την κλασική έννοια του ρεαλισμού, δεν υπήρξε και μάλλον ήταν επόμενο. Ο μύθος είχε φέρει τη φρίκη, τις γενοκτονίες, και η μυθοπλασία είχε καταστεί ύποπτη, οπωσδήποτε ντεμοντέ» λέει. Γι’ αυτό επελέγησαν η μεταφορά και ο συμβολισμός ως τρόποι για να καταγραφεί από τη λογοτεχνία ο Εμφύλιος.

Αλλά η μεταφορά δεν επουλώνει το τραύμα. Ισως γι’ αυτό επιβιώνουν εμφυλιοπολεμικές συμπεριφορές, που εκφράστηκαν έντονα στην κρίση. Ο Ραυτόπουλος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, εξηγεί το πώς και το γιατί συντηρείται ακόμα μια εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα στο όνομα των κοινωνικών επιπτώσεων της χρεοκοπίας: «Στη σημερινή κρίση δεν υπάρχει ανοιχτή ταξική σύγκρουση, επειδή μαστίζει τη μεσαία τάξη, δηλαδή την κοινωνική πλειοψηφία πια. Υπάρχει και καλλιεργείται σύγκρουση του τύπου «όλοι εναντίον όλων», με πρωτοπόρους τους προνομιούχους –αποκλειστική πελατεία της Αριστεράς που τη διεκδικεί τώρα και η φασιστική Δεξιά».
«Σε μια κοινωνία που επιμένει να αμφισβητεί την οποιαδήποτε «αξιολόγηση», η βράβευση –για το σύνολο του έργου του –του κριτικού και δοκιμιογράφου Δημήτρη Ραυτόπουλου έρχεται να μας δώσει λίγη από τη χαμένη μας αισιοδοξία. Μετρ της σύγχρονης κριτικής και διαμορφωτής του νεοελληνικού κανόνα ήδη από τα χρόνια της «Επιθεώρησης Τέχνης», ο πολλάκις εξορισθείς Ραυτόπουλος άσκησε ριζοσπαστική κριτική στη μονολιθικότητα της Αριστεράς, παρακολούθησε τα σύγχρονα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και τις επιστημονικές εξελίξεις, ενώ προήγαγε με τις επιλογές, το ήθος και το ύφος του μια νεωτερική λογοτεχνική εξωστρέφεια. Φίλος και βιογράφος του Αρη Αλεξάνδρου, τόλμησε να πει πως με όλη την περί τον Εμφύλιο πολυπραγμοσύνη, η μεγάλη μυθιστορηματική τοιχογραφία γι’ αυτή την περίοδο τελικά δεν γράφτηκε».

Με αυτά τα λόγια χαιρετίζει τη βράβευση του Δημήτρη Ραυτόπουλου ο Μιχάλης Μοδινός (κριτικός και ο ίδιος, αλλά και μυθιστοριογράφος), χαιρετίζοντας ταυτόχρονα μια ζωή γεμάτη πάθος και συνέπεια. Ας δούμε μερικά από τα επεισόδια αυτής της γεμάτης εμπειρία ζωής.

1Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος γεννήθηκε το 1924 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στον Πειραιά. Ο πόλεμος τον βρήκε μαθητή, η απελευθέρωση φοιτητή του Χημικού, το οποίο αμέσως εγκατέλειψε, και στρατευμένο στην ΕΠΟΝ –ένα φεγγάρι μάλιστα εργάστηκε στην έκδοση της «Νέας Γενιάς», μαζί με σπουδαίους αργότερα δημοσιογράφους, όπως ο Νίκος Καραντηνός, ο Σπύρος Λιναρδάτος, ο Τάσος Δήμου. Μετά τα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε και, κάποια στιγμή, συνελήφθη. Το 1947, επί υπουργίας Δημοσίας Τάξεως του Ναπολέοντος Ζέρβα, εξορίστηκε στην Ικαρία.

2 Στην εξορία (Ικαρία, Αϊ-Στράτης, Μακρόνησος) είχε χρόνο και την ευκαιρία να διαβάσει αρκετά, συμπληρώνοντας τις αποσπασματικές γνώσεις του των πρώιμων χρόνων. Μαθήτευσε επίσης στην ειρωνεία, στην ανυπακοή σε εντολές που δεν του φαίνονταν λογικές και στην αμφισβήτηση. Εμαθε και γαλλικά.

3 Το 1952, μετά την επιστροφή του από τη Μακρόνησο, εργάστηκε για λίγο διάστημα στην εφημερίδα «Αυγή». Εκεί, όμως, συγκρούστηκε με τον προϊστάμενό του, Βασίλη Εφραιμίδη. «»Εσείς οι φορμαλιστές…» έλεγε σε όποιον διάβαζε τίποτε άλλο από τα «κομματικά υλικά»», θυμάται σήμερα ο Ραυτόπουλος. Πολύ γρήγορα συγκρούστηκε και βρέθηκε χωρίς δουλειά. Αρχισε να δουλεύει μεταφραστής σε λαϊκά περιοδικά, όπως το «Ρομάντσο». Και το 1954 άρχισε η εμπειρία του, της «Επιθεώρησης Τέχνης».

4 Στο λογοτεχνικό περιοδικό της Αριστεράς, που έγινε θρύλος μεταξύ άλλων επειδή δεν ακολούθησε τη γραμμή της άκαμπτης πίστης στα λογοτεχνικά ειωθότα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ο Ραυτόπουλος συνεργάστηκε από την αρχή με τρία θρυλικά πρόσωπα. Τον Κώστα Κουλουφάκο, τον Μανώλη Φουρτούνη και τον Τίτο Πατρίκιο. Πολύ σύντομα, ίσως και μετά την ενθουσιώδη κριτική που έγραψε για τον Τσίρκα, το κλίμα χάλασε ανάμεσα στον Ραυτόπουλο και την κομματική καθοδήγηση. Ο ίδιος λέει ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η διδακτική λογοτεχνία που τους ζητούσαν να προωθήσει «ήταν νερόβραστη, ξενέρωτη, συντηρητική. Περιέγραφε συνεδριάσεις, το καλό παιδί, το καλό κομματικό ζευγάρι που παίρνει το κλειδί του διαμερίσματος όταν εκπληρώνει το πλάνο του και ζει ευτυχισμένο…».

5 Οταν επεβλήθη η χούντα, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος φυγαδεύτηκε στη Γαλλία, με τη βοήθεια, όπως πάντα λέει ο συγγραφέας, του Γιώργου Ελευθερουδάκη, ιδιοκτήτη του ομώνυμου βιβλιοπωλείου. Σύντομα δούλεψε στην «Ουμανιτέ», την εφημερίδα του γαλλικού ΚΚ. Στα γεγονότα του γαλλικού Μάη, όμως, πλακώθηκε με ένα διευθυντικό στέλεχος, που περιέγραφε τα κινήματα του Μάη ως προβοκάτορες και εχθρούς του κομμουνισμού, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να πάρει οριστικά διαζύγιο από τα κομματικά πράγματα. Επειτα από λίγο καιρό, όμως, προσελήφθη και εργάστηκε για το γλωσσικό λεξικό Robert. Στο Παρίσι γνώρισε και τη σύζυγό του.

6 Η απομυθοποίηση της Αριστεράς έφερε και άλλες απομυθοποιήσεις. Στο Παρίσι, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος έμαθε να κρατά αποστάσεις από ορισμένα από τα ιερά τέρατα της γαλλικής διανόησης: την Τζούλια Κρίστεβα και τον Φιλίπ Σολέρς, τον Λακάν και τον Ρολάν Μπαρτ. Μεταξύ άλλων, λέει, τον είχε εντυπωσιάσει η τυφλή πίστη που έδειχναν στον Μάο και στην Πολιτιστική Επανάστασή του. Οταν, σήμερα, ερωτάται τι ήταν οι διανοούμενοι του περιοδικού «Tel Quel», γύρω από το οποίο συσπειρώνονταν πολλοί διανοούμενοι της εποχής, λέει σαρκαστικά ότι ήταν κάτι τύποι που είδαν το φως το αληθινό, γι’ αυτό «πήγαν στην Κίνα να γίνουν χατζήδες».

7 Η επιστροφή του στην Ελλάδα συνοδεύθηκε από μια προσπάθεια να στηθεί ένα νέο περιοδικό, ο «Ηριδανός». Δεν πήγε καλά. Ούτε και η σχέση του με την ανανεωτική Αριστερά της εποχής πήγε καλά –δημοσίευσε μόνο μερικές επιφυλλίδες στην πρώτη σελίδα της «Αυγής», που έκαναν αίσθηση. Προτίμησε, λοιπόν, τον μοναχικό δρόμο. Του διορθωτή και μεταφραστή (του χειρώνακτα) και του ανεξάρτητου μελετητή της λογοτεχνίας, του κριτικού και του συγγραφέα. Το πάθος, η επιμονή, η πρωτοτυπία και, προπάντων, η ανεξαρτησία της γνώμης του τον μετέτρεψαν στην προσωπικότητα που είναι σήμερα: έναν έφηβο 90 ετών.