Η εικόνα ενός αθηναϊκού μικρόκοσμου, μέσα από την υποκειμενική ματιά ενός οργισμένου κατοίκου του, ανοίγει την προοπτική σε μια ευρύτερη άποψη της ελληνικής ζωής, όπου τον τόνο δίνουν η σύγχυση, το αίσθημα ασφυξίας και η υπόγεια, εθιμική βία

Η Βικτώρια του τίτλου είναι η Πλατεία Βικτωρίας και η γύρω από αυτήν συνοικία. Χωματερή ανθρώπινων υπάρξεων, μεταναστών και προσφύγων από τρεις ηπείρους, αλλά και αυτοχθόνων. Κόλαση, που δεν συγκρίνεται με τον γειτονικό, πολυσυζητημένο, αλλά «κυριλέ» Αγιο Παντελεήμονα, όπως τουλάχιστον βεβαιώνει η φωνή που δεσπόζει σ’ αυτή τη νουβέλα και ανήκει σ’ έναν βέρο «Βικτωριώτη», έναν λαϊκό προς το λούμπεν τύπο. Ο συνομιλητής του και αφηγητής, ένας καθωσπρέπει αστός, τον βγάζει από τα ρούχα του, όταν του επισημαίνει ότι δεν υπάρχει Βικτώρια, ως συνοικία, υπάρχει μόνο Πλατεία Βικτωρίας. «Κι εγώ πού μένω, ρε φίλε;» διαμαρτύρεται ο άλλος.

Αλήθεια, πού μένει; Γιατί με μια έννοια η Βικτώρια πράγματι δεν υπάρχει. Είναι το τυφλό σημείο της σύγχρονης αθηναϊκής γεωγραφίας, ένα πολυεθνικό γκέτο στην καρδιά της πόλης, χωρίς όνομα και πρόσωπο για τους υπόλοιπους Αθηναίους, αγνοημένο από την πολιτική τάξη, που το δημιούργησε ή το άφησε να δημιουργηθεί.

Η συνομιλία, ουσιαστικά ο μονόλογος, ξετυλίγεται σ’ ένα τρένο που κατευθύνεται προς την Αθήνα. Οι δύο άνδρες δεν γνωρίζονται, απλώς έτυχε να κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο κάτοικος της ανώνυμης συνοικίας διεκτραγωδεί στον συνεπιβάτη του τα χάλια της, που φυσικά τα αποδίδει στην παρουσία των ξένων. Αλλά το κάνει χωρίς άμεσα ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς. Ο εξαιρετικά παραστατικός λόγος του, λαϊκός, τραχύς, κοφτός, είναι περισσότερο πραγματολογικός παρά καταγγελτικός, οι περιγραφές του χρωματίζονται από έναν ιδιότυπο σαρκασμό, που όμως φαίνεται να σχολιάζει περισσότερο μια κατάσταση παρά άτομα ή φυλές. Δύσκολα μάλιστα θα μπορούσε κανείς ν’ αμφισβητήσει την αλήθεια της εικόνας την οποία παρουσιάζει, με ολοένα περισσότερες λεπτομέρειες. Σιγά σιγά, ωστόσο, θα έλεγε κανείς ανεπαίσθητα, ο λόγος αυτός αποκαλύπτει τον μισαλλόδοξο προσανατολισμό του και στο τέλος μάς παγώνει το αίμα με τη διεστραμμένη μέθοδο που προτείνει ο ομιλητής, απόλυτα σοβαρά κι εμπεριστατωμένα, για την εκκαθάριση της περιοχής.

Στο επεισόδιο του τρένου παρεμβάλλονται άλλες αφηγήσεις, σε πρώτο ή σε δεύτερο πρόσωπο, με θέατρό τους τη συνοικία γύρω από την πλατεία σε παλαιότερες εποχές. Δεν είναι πολύ σαφές αν οι αφηγήσεις αυτές αναφέρονται σε διαφορετικά πρόσωπα ή σε προηγούμενες φάσεις από τη ζωή του ίδιου του ταξιδιώτη του τρένου. Αφήνουν όμως να διαφανεί κάτι που ανασκευάζει τη σχεδόν ειδυλλιακή περιγραφή τού χθες από εκείνον: δεκαετίες πριν κατακλύσουν την περιοχή οι αλλοδαποί, η βία και η δυσανεξία ενδημούσαν ήδη στην τοπική μικροκοινωνία, αλλά και πολύ πιο πέρα, συνήθως σε λανθάνουσα μορφή, χωρίς όμως να θέλει πολύ για να εκδηλωθούν ανοιχτά, σε διαφορετικούς βαθμούς και με διαφορετικούς τρόπους. Και αυτό είναι το πρώτο σημαντικό στοιχείο στη σύνθεση του νοήματος της νουβέλας.

Το δεύτερο τέτοιο στοιχείο έχει να κάνει με το πρόσωπο του πικρόχολου ταξιδιώτη. Δεν θα τον λέγαμε αντιπαθητικό. Η δυσφορία του είναι κατανοητή κι εκφράζεται χωρίς τη γνώριμη, μαύρη ιδεολογική επεξεργασία –άλλο αν μπορούμε να μαντέψουμε πού πέφτει η ψήφος του στις εκλογές. Αν και περιγράφει επιτροχάδην κάποιες αξιόποινες νεανικές πράξεις του, σαν να ήταν αυτές ένα είδος εθίμου στη γειτονιά του, δεν είναι γενικά περισσότερο βίαιος από το περιβάλλον όπου ζει και υποψιαζόμαστε ότι δεν θα ένιωθε την ανάγκη να πει τον πόνο του σ’ έναν ξένο, με τέτοιο γλωσσικό παραλήρημα μάλιστα, αν ήταν από εκείνους που εκτονώνονται μ’ επιθέσεις εναντίον μεταναστών. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας λίγο-πολύ συνηθισμένος Αθηναίος, ανήμπορα οργισμένος σε μια κοινωνία που αποσυντίθεται μπρος στα μάτια του. Το σπέρμα του ρατσισμού, που, κακά τα ψέματα, ελλοχεύει στους περισσότερούς μας, βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να βλαστήσει μέσα του.

Αν υπάρχει ένα αντιπαθητικό πρόσωπο στη νουβέλα, αυτό είναι μάλλον ο αφηγητής και συνταξιδιώτης του αγανακτισμένου κάτοικου της «ανύπαρκτης» συνοικίας. Τον οποίο ακούει αδιάφορα, χωρίς να παίρνει θέση, σαν να μην τον αφορά το ζήτημα, και κρύβοντας την ενόχλησή του για τη φλυαρία εκείνου, που του χαλάει την ησυχία. Στο τέλος του ταξιδιού παίρνει ταξί, τηλεφωνεί στη γυναίκα του, στέλνει μήνυμα στην ερωμένη του και, καθώς είναι Δευτέρα και οι αθλητικές αναλύσεις στο ραδιόφωνο έχουν ανάψει, δείχνει να προσηλώνεται σ’ αυτές. Εχει κιόλας ξεχάσει τον άλλο και το πρόβλημά του. Αυτό είναι η τρίτη υποδήλωση της νουβέλας. Αν ο ρατσισμός είναι μια επίφοβη αντίδραση σε κοινωνικές ανατροπές ή κοινωνικές παθογένειες, το συμπλήρωμά του είναι η μακάρια αδιαφορία γι’ αυτές, η υποβάθμισή τους, η εθελοτυφλία απέναντι στα δεινά που επιφέρει σε όλες τις πλευρές η δράση τους.

Με το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του ο 38χρονος Γιάννης Τσίρμπας, λέκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, έδωσε ένα πεζογράφημα μικρό σε έκταση, αλλά νοηματικά πυκνό, με σύνθετο προβληματισμό και με καθηλωτική γλωσσική δύναμη. Παρόλο που οι τρεις από τις πέντε εμβόλιμες αφηγήσεις του έχουν δημοσιευθεί ως αυτοτελή κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους, υφαίνονται μ’ επιτυχία στον ιστό της κύριας ιστορίας κι εμπλουτίζουν το θέμα της. Θα έχει ενδιαφέρον η εξέλιξη αυτού του καινούργιου συγγραφέα.