Γύρω του είχε δημιουργηθεί ένας αστικός μύθος. Υπήρχε, δεν υπήρχε ή υπήρχε αλλά σε κακή κατάσταση, ήταν ή δεν ήταν γνήσιο και αν υπήρχε πού βρισκόταν το αυθεντικό πρωτότυπο και πού οι αντιγραφές του;

Το ηµερολόγιο του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα είναι βασικό ιστορικό τεκµήριο για τη µελέτη της σκληρής δεκαετίας του 1940. Και για εκείνους που γοητεύονται από προσωπικούς µύθους, είναι και στοιχείο που συµπληρώνει ουσιωδώς τη βιογραφία µιας σηµαντικής προσωπικότητας της Αντίστασης, αρχηγού του ΕΔΕΣ, της «δεύτερης µεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης που έδρασε στον ελληνικό χώρο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου», ενός από τους πρωταγωνιστές επίσης των πρώιµων εµφύλιων συγκρούσεων στο δεύτερο µισό της γερµανικής κατοχής και µεγάλου αντιπάλου του άλλου πρωταγωνιστή – µύθου των βουνών, που ανήκε στην άλλη πλευρά, του αρχηγού του ΕΛΑΣ Αρη Βελουχιώτη.

Το ημερολόγιο αυτό εκδίδεται για πρώτη φορά (εκδ. Ωκεανίδα), 69 περίπου χρόνια μετά την τελευταία του εγγραφή. Ο Ναπολέων Ζέρβας το τηρούσε καθημερινά από τις 23 Ιουλίου του 1942 που ανέβηκε στο βουνό –την πρώτη εκείνη ημέρα, στο ταξίδι, είχε μαζί του τους Πυρομάγλου, Μυριδάκη, Κωτσάκη, Παπαδάκη –μέχρι τις 24 Μαρτίου του 1945 που ο ΕΔΕΣ είχε πλέον διαλυθεί.
Το γιατί δεν εκδόθηκε ώς τώρα δεν είναι πλήρως αποσαφηνισμένο. Μια αιτία είναι, οπωσδήποτε, η μεταπολιτευτική επικέντρωση του δημόσιου λόγου για την Αντίσταση στον ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, αλλά δεν μπορεί να είναι η μόνη. Ο ίδιος ο Ζέρβας είχε γράψει δύο φορές σε συνέχειες στον Τύπο κάποιες από τις αναμνήσεις του από την Κατοχή: το 1949 στην «Ακρόπολη» και το 1957 στην «Απογευματινή». Τα δημοσιεύματα μάλιστα στη δεύτερη εκδόθηκαν αυτοτελώς το 2000 με τον τίτλο «Απομνημονεύματα». Αλλά όσο και αν ο ίδιος ο Ζέρβας βασίστηκε αρκετά στο ημερολόγιό του για να γράψει τα κείμενα αυτά, πρώτον, μετέφερε μέρος τους μόνο και, δεύτερον, το έκανε έχοντας πια υπόψη του τις μετέπειτα εξελίξεις. Ενώ το αυθεντικό ημερολόγιο ήταν καταγραφή τού τότε παρόντος χωρίς ανασυγκρότηση της μνήμης από τα μετέπειτα βιώματα.
Η έρευνα, όπως γράφει στο σημείωμά του ο επιμελητής της έκδοσης Δημήτρης Θάνας, έδειξε ότι το αυθεντικό ιδιόγραφο ημερολόγιο βρισκόταν κατατεθειμένο στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και ένα πιστό αντίγραφό του στον Σύλλογο Σκουφάς της Αρτας. Κάποια αντίγραφα μέρους μόνο των εγγραφών, άγνωστο από ποιον φτιαγμένα, υπάρχουν επίσης στα ΑΣΚΙ και στο ΕΛΙΑ.
Το αυτόγραφο ημερολόγιο αποτελείται στην πραγματικότητα από έξι ημερολόγια – ατζέντες και τρία μπλοκ. Το πρόβλημα είναι ότι καθώς ο Ζέρβας χρησιμοποιούσε ημερολόγια του εμπορίου, δεν του έφτανε ο χώρος ανά ημέρα και συνέχιζε συχνά σε άλλη ατζέντα ή μπλοκ. Θα ήταν αδύνατον να εκδοθεί, λέει σήμερα ο Δημήτρης Θάνας, αν δεν υπήρχε ένα δακτυλόγραφο, κατατεθειμένο και αυτό στα ΓΑΚ, που βρισκόταν επίσης στα χέρια της οικογένειας και στο οποίο είχαν μετεγγραφεί τα ημερολόγια. Τη μετεγγραφή αυτή είχαν κάνει προ πολλών ετών τα παιδιά του αδελφού του Ναπολέοντα Ζέρβα, Αλέκου, που τα είχαν τότε στην κατοχή τους.
Σε αυτό το δακτυλόγραφο στηρίχθηκε η έκδοση. «Κάναμε σε έναν βαθμό αντιπαραβολή με το ιδιόχειρο ημερολόγιο, επίσης όμως αντιπαρέβαλα εγγραφές με άλλα ημερολόγια μελών του ΕΔΕΣ» λέει στα «ΝΕΑ» ο ιστορικός Βαγγέλης Τζούκας, που έγραψε την εκτενή εισαγωγή και τις σημειώσεις. «Ετσι ήξερα ότι την τάδε ημέρα ήταν εκεί που έλεγε το δακτυλόγραφο. Και αν κάποιος ξέρει, καταλαβαίνει ότι η ουσία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ότι όντως ήταν εκεί που το ημερολόγιο λέει ότι ήταν».
Ο Βαγγέλης Τζούκας, συγγραφέας επίσης του βιβλίου «Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο 1942-1944», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις της Εστίας, λέει ότι «το ημερολόγιο είναι πλήρως αποκαλυπτικό για το στρατιωτικό σκέλος, αλλά και για το πώς σκεφτόταν ο Ζέρβας για φίλους, αντιπάλους και για τους Αγγλους. Ώς τώρα δεν έχει γίνει συστηματική επεξεργασία και χρήση αυτού του κειμένου, που νομίζω ότι πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα» σημειώνει.
Στο κείμενο, συνεχίζει, «τεκμηριώνεται η άποψη του Ζέρβα για την αναγκαιότητα του αντάρτικου, ενώ είναι ξεκάθαρος και ο αντικομμουνισμός του. Αποτυπώνεται με ενάργεια η εξαρχής αρνητική στάση απέναντι στην Αριστερά, ενώ είναι επίσης σαφής η προσπάθειά του να διαφυλάξει τον στρατό του για την υποστήριξη του μετέπειτα ρόλου του. Από τα κείμενα αναδεικνύεται επίσης η ανομοιογένεια της οργάνωσης, όπως και η μεταβολή στην ψυχοσύνθεση των δρώντων υποκειμένων. Ο ΕΔΕΣ ξεκινά από οργάνωση βενιζελικού τύπου και εξελίσσεται σε κάτι άλλο. Είναι εντυπωσιακό το στοιχείο ότι με βάση τα ημερολόγια θα ήταν δύσκολο να κατατάξει κανείς ακριβώς την οργάνωση στον άξονα Αριστερά – Δεξιά. Ο βενιζελισμός φαίνεται από τις επαφές του Ζέρβα με γνωστά πρόσωπα της παράταξης αυτής, ωστόσο υπάρχει και μια τάση αυτονόμησης από το πολιτικό του παρελθόν. Με αποκορύφωμα την περίφημη στροφή του Ναπολέοντα Ζέρβα, από τον Μάρτιο του 1943, προς το μοναρχικό πολίτευμα. Κατά τη γνώμη μου πάντως, με βάση και τη μετέπειτα πορεία του, είναι παρακινδυνευμένο να πει κανείς ότι ο Ζέρβας έγινε μοναρχικός εκ πεποιθήσεως. Εγινε σίγουρα αντικομμουνιστής εκ πεποιθήσεως».
Για τον Αρη Βελουχιώτη εκφράζεται αρνητικά στο ημερολόγιό του. «Υπάρχει επιφύλαξη και φοβία του Ζέρβα για τις επιδιώξεις του αντιπάλου του» λέει ο Βαγγέλης Τζούκας. «Στην πορεία του χρόνου πάντως και με τη σοφία που συσσώρευσαν οι εξελίξεις, η ματιά του διαφοροποιήθηκε απέναντι στον Αρη. Το 1957, στην «Απογευματινή», τον περιγράφει με λιγότερο μελανά χρώματα. Ηταν σαν να νιώθει ότι και ο Αρης έπεσε θύμα, όπως κι αυτός. Τον αποκαλεί «ανεξιχνίαστο» και, σε αντίθεση με τη στάση του απέναντι στην κομματική ηγεσία του ΚΚΕ, υπονοεί ότι με εκείνον θα μπορούσε να έρθει τελικά σε συνεννόηση. Στην αρχή όμως τον φοβάται» λέει.
Ο Βαγγέλης Τζούκας σημειώνει επίσης ότι άλλα μέλη του πατριωτικού ΕΔΕΣ και κορυφαία στελέχη, όπως ο Πυρομάγλου, δεν ακολούθησαν τον Ζέρβα στη μεταπολεμική του πολιτική πορεία και κινήθηκαν προς το Κέντρο. Γενικότερα μιλώντας, η βενιζελική παράταξη τροφοδότησε πολύ διαφορετικές πολιτικές πορείες, όπως δείχνουν πρόσωπα σαν τον Στέφανο Σαράφη, τον Ψαρρό, τον Πάγκαλο και τον ίδιο τον Ζέρβα.
«Ο Ναπολέων Ζέρβας πέτυχε στρατιωτικά αλλά απέτυχε μετά στο πολιτικό πεδίο που φαίνεται να τον υπερέβη. Ηταν εξαιρετικός στρατιωτικός ηγήτορας, αλλά στην πολιτική του σταδιοδρομία δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει όπως θα ήθελε τη φήμη του» λέει ο Βαγγέλης Τζούκας.
Ενας άλλος ιστορικός, μελετητής και αυτός της δεκαετίας του 1940, ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Βαφέας, διακρίνει στον βενιζελισμό «δύο συνιστώσες: τον πολιτικό και τον στρατιωτικό βενιζελισμό. Ο δεύτερος είχε μεγάλη ροπή προς την εκτροπή, μεγαλύτερη και από τους μοναρχικούς. Ενώ βενιζελογενείς ήταν και αυτοί που έστησαν τα Τάγματα Ασφαλείας». Ο Νίκος Βαφέας λέει στα «ΝΕΑ» ότι «ο ΕΔΕΣ είναι οργάνωση που στήνεται στην Αθήνα με φιλοδοξία για αντάρτικο σε όλη τη γεωγραφική επικράτεια, θέλοντας να συσπειρώσει όλο τον προπολεμικό βενιζελικό κόσμο, άσχετα αν σχεδόν αμέσως περιορίζεται στην Ηπειρο και την Αιτωλοακαρνανία. Είναι οργάνωση βενιζελογενής και δημοκρατική με καταστατικό πολύ προοδευτικό. Θέλει να διώξει τη μοναρχία και να εγκαθιδρύσει δημοκρατικό πολίτευμα σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Τίποτα για όλα αυτά δεν λέει το καταστατικό του ΕΑΜ».

Και συνεχίζει: «Υπάρχει βέβαια το θέμα – ταμπού, ότι ο ΕΔΕΣ Αθήνας τον Σεπτέμβριο του 1943 γίνεται δωσιλογικός. Στελεχώνει τα Τάγματα Ασφαλείας. Ο ΕΔΕΣ Ηπείρου και ο Ζέρβας αποκηρύσσουν τις ενέργειες αυτές, αλλά δεν μπορούν από μακριά να ελέγξουν τις εξελίξεις. Το ΕΑΜ δεν εμπιστεύεται πια ούτε τον ΕΔΕΣ Ηπείρου και οι συγκρούσεις κλιμακώνονται. Στην πραγματικότητα υπήρξε διάσπαση στον ΕΔΕΣ Αθήνας σε «προδοτικό» και «δημοκρατικό ΕΔΕΣ. Τα υψηλά στελέχη συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και τα χαμηλά συνέχισαν την αντιστασιακή δράση. Πολλοί από τους συνεργάτες μετά ενσωματώθηκαν στο Εθνικό Κόμμα που ίδρυσε ο Ζέρβας. Ο οποίος σταδιακά περιθωριοποιήθηκε πολιτικά, ειδικά από την ώρα που ανέλαβαν οι Αμερικανοί».

Ο Νίκος Βαφέας επιβεβαιώνει πάντως ότι ο ΕΔΕΣ δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Και σημειώνει πως «οι δουλειές του Βαγγέλη Τζούκα είναι οι πρώτες για τον ΕΔΕΣ που πραγματοποιούνται με τα σύγχρονα εργαλεία της επιστήμης».

Το σίγουρο είναι, όπως το διατυπώνει στα «ΝΕΑ» ο Βαγγέλης Τζούκας, πως «όσο περισσότερα γνωρίζουμε για την εποχή τόσο περισσότερα καταλαβαίνουμε ότι αγνοούμε».