Ο Ντέιβιντ Σεντάρις είναι από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις συγγραφέων που μπορούν να κάνουν φύλλο και φτερό τον εαυτό τους και την καθημερινότητά τους και με αυτό το υλικό να φτιάξουν όχι ένα αλλά πολλά βιβλία. Κάπου επτά εκατομμύρια αντίτυπα έχουν πουλήσει οι εννέα του συλλογές, που έχουν μάλιστα μεταφραστεί σε 25 γλώσσες. Πάντα με αυτό το διαπεραστικό χιούμορ, το καμιά φορά χοντροκομμένο, που όμως δεν ξεπερνάει τα όρια –ή τα ξεπερνάει σπάνια και αυτό επίτηδες -, πάντα με την ίδια πηγαία και αστείρευτη ενέργεια.

Πρόκειται για συλλογές που δεν ξέρει κανείς αν αποτελούνται από διηγήματα ή δημοσιογραφικά κείμενα, μυθιστορηματικές αυτοβιογραφίες ή χρονογραφήματα, γεγονότα φανταστικά ή πραγματικά. Για τους αναγνώστες του, ο συγγραφέας είναι το ίδιο διάσημος με τους γονείς του, τον σύντροφό του Χιου, τους φίλους του, τους γείτονες και τους συγχωριανούς του, οι οποίοι παρελαύνουν τόσες φορές όσες και οι σελίδες των βιβλίων του.

Ο ελληνικής καταγωγής –από τον πατέρα του –Σεντάρις θα βρίσκεται σε λίγες ημέρες στην Αθήνα, προσκεκλημένος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, για να συνομιλήσει με τον Γιώργο Αρχιμανδρίτη. Είναι πάντα απολαυστικός και δύσκολα θα διαψεύσει ως προς αυτό το κοινό που θα σπεύσει, χωρίς αμφιβολία, να τον δει από κοντά. Η νέα του συλλογή κυκλοφορεί επίσης εντός των ημερών, πάντα από τις εκδόσεις Μελάνι, και έχει –και αυτή –έναν ευφάνταστο τίτλο: «Ας συζητήσουμε για το διαβήτη με κουκουβάγιες».

Ο Σεντάρις γεννήθηκε και μεγάλωσε στις ΗΠΑ, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια ζει κυρίως στην Ευρώπη μαζί με τον Χιου. Μισό χρόνο στο Παρίσι και μισό στο Λονδίνο. Στο νέο του βιβλίο περιγράφει λ.χ. το γαλλικό σύστημα υγείας (στο διήγημα: «Οδοντίατροι χωρίς σύνορα») ή το πώς οι Γάλλοι αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι οι Αμερικανοί (που τους θεωρούν ρατσιστές) θα μπορούσαν να ψηφίσουν έναν μαύρο (στο διήγημα «Ομπάμα»). Ενώ στο διήγημα «Γέλα κουκαμπούρα» περιγράφει τον έλληνα πατέρα του και πώς αντιδρούσε στις αταξίες του όταν ήταν παιδί. Ο μικρός Ντέιβιντ είχε μια δασκάλα παθιασμένη με την Αυστραλία και τους μάθαινε τραγούδια από εκεί. Το ένα λεγόταν «Κουκαμπούρα» (είναι πουλί). Ενα βράδυ πήγε στο κρεβάτι της αδελφής του, της το έμαθε και το τραγουδούσαν μισή ώρα κάνοντας μεγάλη φασαρία. Η συνέχεια είναι κάπως έτσι:

«Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. «Τι στο διάολο γίνεται εδώ πέρα;». Ηταν ο πατέρας μας, με το ένα χέρι να ακουμπάει σαν λαβή τσαγερού στον γοφό του και το άλλο –που θα ήταν το στόμιο –να σχηματίζει γροθιά. Φορούσε την ενδυμασία που συνήθιζε στο σπίτι, δηλαδή το σώβρακό του. Ο,τι εποχή του χρόνου και να ήταν φορούσε το σώβρακο, χωρίς πουκάμισο ή κάλτσες, σαν νήπιο που τριγυρίζει με την πάνα. Από τότε που μπορούσε να θυμηθεί οποιοσδήποτε από μας, η διαδικασία ήταν η ακόλουθη: Επέστρεφε στο σπίτι από τη δουλειά και έβγαζε το παντελόνι του, αναστενάζοντας με ανακούφιση σαν να ήταν κάτι καταπιεστικό, όπως τα ψηλά τακούνια. Πάντως του πατέρα μου του πήγαινε το σώβρακο. Ετσι όπως διαγραφόταν το σχήμα του μπροστά στην πόρτα, θύμιζε παλαιστή. Ισως κάποιον που δεν είχε άριστη φυσική κατάσταση, αλλά και πάλι περισσότερο από τους άλλους μπαμπάδες στη γειτονιά μας. «Είναι μία το πρωί, για όνομα του Θεού. Ντέιβιντ, πήγαινε στο δωμάτιό σου».

Ηξερα πως ήταν το πολύ δέκα και μισή. Παρ’ όλα αυτά δεν είχε νόημα να διαμαρτυρηθώ. Κάτω στο υπόγειο, εγώ πήγα στο δωμάτιό μου κι εκείνος ξανάπιασε τη θέση του μπροστά στην τηλεόραση. Υστερα από μερικά λεπτά ροχάλιζε και γλίστρησα πάλι επάνω στα κρυφά και τραγουδήσαμε με την Εϊμι άλλες είκοσι φορές».

Την τρίτη φορά που ήρθε ήταν έξαλλος.

«Ακόμη χειρότερα, είχε φέρει και ενισχύσεις, το τρομερό κουπί της αδελφότητας. Εμοιαζε με ουρά κάστορα φτιαγμένη από ξύλο. Οπως το θυμάμαι, είχε ελληνικά γράμματα χαραγμένα στη μία πλευρά και στριμωγμένες ανάμεσά τους ήταν οι υπογραφές άλλων μελών της αδελφότητας Βήτα Εψιλον, αντρών που δεν είχαμε ποτέ γνωρίσει, με παλιομοδίτικα παρατσούκλια όπως Κουμπάκιας και Μόρτης –ονόματα που ήταν για μένα εξίσου συνώνυμα με την ατυχία όσο και το Smith & Wesson. Ο πατέρας μας δεν εμφάνιζε συχνά το κουπί, αλλά όποτε το έκανε, πάντα το χρησιμοποιούσε.

«Εντάξει λοιπόν, ας τελειώνουμε». Η Εϊμι ήξερε ότι δεν είχε να ανησυχεί για τίποτα. Εμένα ήθελε, τον υποκινητή, κι έτσι εκείνη κάθησε με την πλάτη κολλημένη στα μαξιλάρια και μάζεψε τα πόδια της, ενώ εγώ έτρεξα από την άλλη πλευρά του κρεβατιού και στάθηκα εκεί, χοροπηδώντας πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι. Ηταν η χειρότερη δυνατή στρατηγική, μια που όσο προσπαθούσες να τον αποφύγεις τόσο πιο πολύ θύμωνε. Και πάλι όμως, ποιος λογικός άνθρωπος θα παραδινόταν σε τέτοια τιμωρία; Με έπιασε τελικά και τα πρώτα χτυπήματα με βρήκαν ακριβώς κάτω από τα γόνατα. Τότε έπεσα κάτω και άρχισε να με χτυπάει στο μηρό. Φαπ. Φαπ, φαπ.

Και παρ’ όλο που βέβαια πονούσε, οφείλω να πω ότι δεν το παράκανε. Ποτέ δεν το παράκανε. Τον ρώτησα σχετικά μία φορά, όταν ήμουν γύρω στα δεκατέσσερα, και το απέδωσε σε έναν συνδυασμό κοινής λογικής και αξιοθαύμαστης αυτοκυριαρχίας. «Ξέρω πως αν δεν συγκρατηθώ από την αρχή, θα σε σκοτώσω» είπε».