Πέρασε διά πυρός και σιδήρου, από την πολιτική και τη δημοσιογραφία. Γνώρισε μερικούς από τους μεγαλύτερους ηγέτες του 20ού αιώνα και συμπορεύτηκε με πλήθος πνευματικών ανθρώπων που καθόρισαν τις εξελίξεις των ιδεών, της τέχνης, των γραμμάτων στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Παθιασμένος με τη δημοσιογραφία, μαχητικός, επίμονος, ο Ριχάρδος Σωμερίτης περιγράφει, σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο που πρόσφατα κυκλοφόρησε, την περιπετειώδη διαδρομή του. Τη διαδρομή μιας ζωής γεμάτης λέξεις και μάχες.

Κάθε ειλικρινής αυτοβιογραφική αφήγηση οφείλει να περιγράφει όχι μόνο την εξέλιξη και τη διαδρομή, όχι μόνο τα σουξέ αλλά και τις αποτυχίες. Δεν υπάρχει αυτοβιογραφικό κείμενο που να αξίζει τον κόπο χωρίς μεγάλες δόσεις αυτοσαρκασμού. Ο δημοσιογράφος Ριχάρδος Σωμερίτης, αυτοβιογραφούμενος, στο χρονικό του μακρού περάσματός του από ένα επάγγελμα που επιφυλάσσει περιπέτεια, ταξίδια, υψηλές γνωριμίες και ακριβές πληροφορίες, γνωρίζει την αξία της αποδόμησης του σπουδαίου εαυτού. Γι’ αυτό, άλλωστε, παρεμβάλλει στην περιγραφή της μακράς διαδρομής του, συχνά, περιστατικά επαγγελματικού άγχους και ανασφάλειας, συγκρούσεις, χωρισμούς, διαφωνίες…

Αλλά μήπως η ζωή του Σωμερίτη, όπως ανάγλυφα καταγράφεται στο ειλικρινές κείμενό του, δεν συγκροτείται κυρίως από περιστατικά άγχους και ανασφάλειας, από συγκρούσεις, χωρισμούς, διαφωνίες; Μήπως, στην πραγματικότητα, όλα αυτά δεν είναι ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής ακόμα και ενός πετυχημένου δημοσιογράφου; Και μήπως, σε συνδυασμό με τα γεγονότα, τη συγκρότηση, τη γνώση των πραγμάτων αλλά και τη γνώση των μέσων, αυτό που μένει δεν είναι ελάχιστος χρόνος για προσωπική ζωή;

Ολα αυτά θίγονται ουσιαστικά από τον Ριχάρδο Σωμερίτη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Οι λέξεις και οι μάχες» που πρόσφατα κυκλοφόρησε. Από τα παιδικά του χρόνια στην Αθήνα μέχρι την κατάκτηση της δημοσιογραφίας στο Παρίσι, και από τη διευθυντική θέση του στην κρατική ελληνική τηλεόραση μέχρι τη δουλειά του στην «Καθημερινή» και για πολλά χρόνια στο «Βήμα», από όπου και συνταξιοδοτήθηκε, η διαδρομή του Σωμερίτη είναι μια Οδύσσεια μέσα από τα μεγάλα γεγονότα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα στην Ελλάδα και στη Γαλλία, αλλά και μέσα από τις ιδέες, τις πολιτικές συγκρούσεις, το πάθος για τη χειραφέτηση, τη στράτευση στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην ιδέα της Ευρώπης, στη διεκδίκηση της ελευθερίας στην έκφραση…

ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΣΙΝΑ 62. «Γεννήθηκα τον Γενάρη του 1931 […] στην Αθήνα, Σίνα 62, απέναντι από τη Γαλλική Ακαδημία» αρχίζει την αφήγησή του ο Ριχάρδος Σωμερίτης. Είναι γόνος τυπικής οικογένειας της ελληνικής μεσαίας τάξης. Ο πατέρας του Στράτης Σωμερίτης ήταν δικηγόρος αλλά και ιδεολόγος Σοσιαλιστής, γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος με μεγάλη δραστηριότητα σε όλη τη ζωή του: στην Κατοχή ιδρυτικό στέλεχος της ΕΛΔ (Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας) και του ΕΑΜ, υπεύθυνος της παράνομης εφημερίδας «Μάχη», μαχητικός και μετά την Κατοχή διεκδικητής κοινωνικής δικαιοσύνης, δικαιωμάτων και δημοκρατίας. Η μητέρα του, εξαιρετική πιανίστα –μεταξύ των άλλων, εργάστηκε και ως μουσικοκριτικός.

Ο μικρός Ριχάρδος μεγάλωσε απότομα μέσα στην Κατοχή, με τον πατέρα του κυνηγημένο και τη μητέρα του, αφού πέρασε από κατοχικό στρατοδικείο, επί μήνες στις φυλακές των κατακτητών. Ο ίδιος από το 1943, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, σαν προέκταση του παιχνιδιού, βρέθηκε στην αντιστασιακή δράση. Μέλος της ΕΠΟΝ, έγραφε συνθήματα στους τοίχους, μετέφερε κρυφά όπλα, μιλούσε στο «χωνί», απήγγελλε δηλαδή τη «γραμμή» με τον τηλεβόα. Το 1944 τραυματίστηκε κιόλας στο πόδι.

Ολα εκείνα τα ταραγμένα χρόνια, όμως, ένα πράγμα ήθελε πολύ. Να γίνει δημοσιογράφος. «Στο τέλος, ο πατέρας μου υπέκυψε» αφηγείται. Και κάπως έτσι βρέθηκε μαθητευόμενος στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Μάχη». Κοντά σε σπουδαίους δημοσιογράφους, όπως ο διευθυντής σύνταξης Γιώργος Καράντζας, ο Γιάννης Μαρής, ο διπλωματικός συντάκτης Μανούσος Πλουμίδης και ο ρεπόρτερ Σπύρος Μαρκόπουλος («που κάπνιζε αντί να ανασαίνει»), υπό την καθοδήγηση του οποίου έκανε το πρώτο του ρεπορτάζ: μια επίσκεψη στο φοβερό Δρομοκαΐτειο, σε μια εποχή όπου η ψυχική ασθένεια σήμαινε βίαιο εγκλεισμό… Μετά το 1949, όταν η εφημερίδα επανεκδόθηκε ως ημερήσια, ο Σωμερίτης πήρε και τα πρώτα ουσιαστικά μαθήματα δημοσιογραφίας, από τα οποία του έμειναν ανεξίτηλες εικόνες: αναμνήσεις μικρών τροπαίων και μικρών αποτυχιών. Ανάμεσα από όλες αυτές, ωστόσο, δέσποζε ο «πρωτομάστορας Καράντζας» που, χωρίς σημειώσεις ή προσχέδιο («τα είχε όλα μέσα στο κεφάλι του»), έκλεινε κάθε βράδυ την πρώτη σελίδα. Περιγράφει ο Σωμερίτης:

«Ορθιος, συχνά πυκνά με κάποιο μελαχρινό μανούλι δίπλα του, έδινε τις οδηγίες του στον αρχιεργάτη με την παραμικρή λεπτομέρεια: τους τίτλους, τους υπότιτλους, τη θέση τους, το μέγεθος των στοιχείων, το πόσες αράδες θα έμπαιναν από κάτω και με «γύρισμα» σε ποια σελίδα…».

ΕΝΑ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ. «Τον Οκτώβρη του 1950 έφυγα για τη Γαλλία και έφτασα στο Παρίσι στις 5 του μηνός εκείνου. […] Ταξίδεψα με το «Κορινθία». Από τον Πειραιά φυσικά. Οι γονείς μου, η αδελφή μου και λίγοι φίλοι ήταν εκεί, στην προκυμαία…».

Η αναχώρηση του νεαρού Ριχάρδου Σωμερίτη από την Ελλάδα για τη Γαλλία, ήταν μια «έξοδος» που θα διαρκούσε σαράντα χρόνια. Εγγραφή στη Νομική Σχολή, πρώτες δημοσιογραφικές δουλειές, χρέη ανταποκριτή στην εφημερίδα «Ελευθερία», γάμος με τη Ζανίν και γέννηση δύο παιδιών, πτυχίο, δουλειά σε περιοδικά και, από το 1957, το βάπτισμα του πυρός στο ελληνικό πρόγραμμα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Χρόνια δύσκολα, φτωχικά, και όχι πάντα θεμιτούς επαγγελματικούς ανταγωνισμούς. Ταυτόχρονα, οι ενοχλήσεις από τους εκπροσώπους του ελληνικού κράτους, που έγιναν απειλές μετά την εγκαθίδρυση στη χώρα της στρατιωτικής δικτατορίας.

Κι όμως. Λίγο πριν ο Ριχάρδος Σωμερίτης κερδηθεί οριστικά από τη δημοσιογραφία, έφτασε στα πρόθυρα της εγκατάλειψής της. Οικογένεια χωρίς πόρους, με ένα παιδί και με τη Ζανίν να αναμένει το δεύτερο, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ή με απλήρωτη δουλειά. «Είχα πάρει έτσι τη μεγάλη απόφαση» εξομολογείται. «Θα πήγαινα εργάτης στα ανθρακωρυχεία της Βόρειας Γαλλίας. Ηταν έτοιμη η αίτησή μου και είχε καθοριστεί η ιατρική εξέταση».

Και τότε ήρθε ο από μηχανής θεός της δημοσιογραφίας, διά του Ανρί Ζιρονελά, γενικού γραμματέα της Σοσιαλιστικής Κίνησης για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης και διευθυντής της μηνιαίας επιθεώρησης «Gauche Europeenne», o οποίος του πρότεινε να εργαστεί στο περιοδικό. Ξεκίνησε ως το παιδί για όλες τις δουλειές και σχεδόν αμέσως μετατράπηκε σε αρχισυντάκτη του. Τα κέρδη; Κατάκτηση της τεχνικής, της κατάρτισης και του στυλ που κάνουν τις ιδεολογικές διαμάχες ενδιαφέρουσα άσκηση, γνωριμία με προσωπικότητες της πολιτικής και των ιδεών. Η φήμη που γρήγορα κέρδισε τον οδήγησε εκ νέου στη ραδιοφωνία, του έδωσε τη δυνατότητα μιας τακτικής συνεργασίας με τη «Μοντ», ενώ αργότερα κατέκτησε αρχισυντακτική θέση στο δεύτερο κανάλι της κρατικής γαλλικής τηλεόρασης.

Κάπως έτσι έχτισε ο Ριχάρδος Σωμερίτης μια ζωή γεμάτη μάχες με λέξεις. Με ένταση που κορυφώθηκε την περίοδο της δικτατορίας, όταν εξέδιδε το εβδομαδιαίο πληροφοριακό αντιδικτατορικό δελτίο «Athenes – Presse Libre».