Ο Αύγουστος Κορτώ, 35 χρονών σήμερα, είναι το νεότερο μέλος μιας πλειάδας συγγραφέων που έκαναν την είσοδό τους στην ελληνική πεζογραφία ανάμεσα στα τελευταία χρόνια του προηγούμενου αιώνα και τα πρώτα του τρέχοντος (το βραχύβιο περιοδικό «να ένα μήλο» προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να τους συσπειρώσει σε μια ομάδα με διακριτή φυσιογνωμία και παρεμβατικό ρόλο στα λογοτεχνικά μας πράγματα). Είναι, επίσης, ο μόνος από τους νεότερους συγγραφείς μας που καθιερώθηκε με ψευδώνυμο –σχεδόν κατόρθωμα σε μια εποχή που η διαφάνεια και ο επικοινωνιακός ντόρος γύρω από καινούργια πρόσωπα της δημόσιας σκηνής κάνουν τη διατήρηση της ψευδωνυμίας έτσι κι αλλιώς δυσεπίτευκτη, εκτός από ανεπιθύμητη.

Εχει και άλλες ιδιαιτερότητες ο Αύγουστος Κορτώ. Μία από τις εντυπωσιακότερες είναι ότι τα βιβλία που έχει δημοσιεύσει ώς τώρα είναι περισσότερα από τα δεκατέσσερα χρόνια της παρουσίας του στον εκδοτικό χώρο! Και δεν μιλάμε για μπροσούρες ή τομίδια αλλά για κανονικά βιβλία. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε, χαριεντιζόμενοι, το κουνέλι της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Στα βιβλία αυτά έχει δείξει αξιόλογες λογοτεχνικές ικανότητες, αλλά και χτυπητές, θα έλεγα μάλιστα προκλητικά επιδεικνυόμενες αδυναμίες: θεματικό πλούτο αλλά κι επιπολαιότητα, συναισθηματική πληθωρικότητα που ολισθαίνει συχνά προς το μελό, χιούμορ που ρέπει προς το καλαμπούρι, καλή γνώση της ξένης λογοτεχνίας (ιδίως της γαλλικής και της αγγλοσαξονικής) αλλά περισσότερο μιμητική παρά δημιουργική αξιοποίησή της. Θα προσθέσω, ως κάτι αρκετά παράδοξο έπειτα απ’ όσα μόλις είπα, ότι σε κάποια σκόρπια κείμενά του που έχει τύχει να διαβάσω προδίνει οξύ κριτικό ένστικτο, το οποίο καθώς φαίνεται δεν ενδιαφέρεται να καλλιεργήσει.

Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να έχει βγάλει έναν σκασμό βιβλία ο Αύγουστος Κορτώ, αλλά κανένα δεν είχε προσεχθεί ιδιαίτερα έξω από τους στενούς λογοτεχνικούς κύκλους. Κι έρχεται ξαφνικά «Το βιβλίο της Κατερίνας» για να μας ξαναθυμίσει, με την εκ πρώτης όψεως αναπάντεχη απήχησή του, ότι στην Ελλάδα οι προβληματισμοί της διανόησης (όταν υπάρχουν) δεν έχουν σχέση με τους καημούς των πολλών. Και ότι οι καημοί αυτοί δεν έχουν να κάνουν με τον επιούσιο ή την κατάσταση της χώρας ή την οποιαδήποτε ατομική, εσωτερική απελευθέρωση, αλλά με την οικογένεια, αυτόν τον σκληρό, πανίσχυρο, αδηφάγο πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας και μόνιμο πλαίσιο αναφοράς (αναφοράς σαν σε ανώτατη Αρχή) της ελληνικής πεζογραφίας, από τη βιομηχανία των ροζ μυθιστορημάτων μέχρι τις περίτεχνες κατασκευές μιας Μάρως Δούκα, κι ας μην είναι σ’ αυτές τις τελευταίες το άμεσο θέμα.

Θα μου πείτε, δεν είναι μόνον η ελληνική λογοτεχνία που ασχολείται τόσο πολύ με την οικογένεια. Το κάνουν κι ένα σωρό συγγραφείς στην Αγγλία, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, τη Σκανδιναβία, την Αμερική και αλλού. Εχουν γραφτεί κλασικά αριστουργήματα με τέτοιο θεματικό πλαίσιο –τα μυθιστορήματα της Τζέιν Οστεν, τα δράματα του Ιψεν, «Οι Μπούντενμπρουκς» του Τόμας Μαν, για να περιοριστώ σε λίγα παραδείγματα. Αλλά εκεί η οπτική είναι διαφορετική. Εκεί, κάποιος ή κάποια κατακτά την ατομικότητα και την εσωτερική αυτονομία του/της μέσα από μια τεταμένη διαπραγμάτευση με τις κοινωνικές συμβάσεις, όπως εκφράζονται από την οικογένειά του/της, για να τοποθετηθεί τελικά απέναντι σ’ αυτή την οικογένεια απορριπτικά ή αποδεκτικά, συχνά με κάποια ειρωνική συμπάθεια. Ενώ στα καθ’ ημάς η ατομικότητα μένει πάντοτε ένα καχεκτικό φύτρο, σ’ ένα περιβάλλον που δεν είναι η πυρηνική οικογένεια αλλά το σόι, αυτό το τρομερό πλέγμα σχέσεων που κρατάει το άτομο σε μια διαρκή εξάρτηση με χαρακτηριστικά αιχμαλωσίας, μιας αιχμαλωσίας που εκείνο ούτε την αποδέχεται ούτε θέλει πραγματικά να την αποτινάξει. Το αποτέλεσμα είναι, σε τέτοια μυθιστορήματά μας, συνεχείς άγονες αντιπαραθέσεις, αλλεπάλληλες κατηγόριες, μικροπρεπή γινάτια, ατέλειωτη γκρίνια, κλάψα και αυτολύπηση, συνειδησιακή ατροφία, κοντολογίς μια μόνιμη, μίζερη ανωριμότητα.

Πόσο μας πείθει η δήλωση του συγγραφέα ότι η Κατερίνα, η μητέρα του και μετά θάνατον αφηγήτρια της ιστορίας της, «μεγαλούργησε ταπεινά χάρη στην αγάπη»; Η Κατερίνα μεγάλωσε σε οικογένεια ευκατάστατη με το παραπάνω, αλλά χωρίς να δεχτεί και χωρίς να μπορεί να δώσει αγάπη, ώσπου, σε μια κίνηση μετατεθειμένου ναρκισσισμού, θα λέγαμε, βάλθηκε να κάνει με τις φροντίδες της όσο μπορούσε τελειότερο τον έτσι κι αλλιώς τέλειο, στα μάτια της, γιο της –με άσχημες συνέπειες για την ψυχική ισορροπία του, όπως θα περίμενε κανείς και όπως μπορεί να διακρίνει στις σελίδες του βιβλίου. Μας συγκινεί το μαρτύριο της ψυχασθένειας της Κατερίνας, στο οποίο η ίδια αποφάσισε να βάλει τέλος με την αυτοκτονία; Βεβαίως μας συγκινεί, όπως και οποιουδήποτε ανθρώπου. Αλλά δεν χρειαζόταν ολόκληρο μυθιστόρημα γι’ αυτό, δεν φτάνει για να συμπαθήσουμε την ηρωίδα του, ούτε ως δύστροπο πλουσιοκόριτσο ούτε ως υπεροπτική σύζυγο ούτε ως υπερπροστατευτική μητέρα.

Πολύς λόγος περί ψυχικών τραυμάτων και ψυχικών ασθενειών σ’ αυτό το βιβλίο, αλλά πραγματικό ψυχολογικό βάθος δεν υπάρχει. Ολα τα πρόσωπα τα γνωρίζουμε μόνο μέσα από τον μεροληπτικό, εγωκεντρικό μονόλογο της Κατερίνας –μία από εκείνες τις χαρακτηριστικές γυναικείες παρλάτες που στοιχειώνουν την ελληνική λογοτεχνία εδώ και μισό αιώνα –και σχεδόν όλα γίνονται στόχοι καταγγελιών, σαρκασμού, γελοιοποίησης, στην καλύτερη περίπτωση συγκαταβατικών σχολίων. Η γυναίκα που «μεγαλούργησε χάρη στην αγάπη» δεν βρίσκει ούτε πέρα από το μνήμα της έναν λόγο αγάπης ή (κάτι που θα μας ενδιέφερε περισσότερο) κατανόησης για κάποιον από τους δικούς της, μ’ εξαίρεση την απλοϊκή, στωική ψυχοκόρη της οικογένειας και προπαντός, φυσικά, τον γιο της και «καταγραφέα» της μεταθανάτιας εξομολόγησής της. Του οποίου την ομοφυλοφιλία αποδέχεται, αν και με βαριά καρδιά, παραδόξως όμως αποφεύγοντας να μας πει, αυτή η τόσο φιλοκατήγορη, πώς αντιμετώπιζαν το «σκάνδαλο» τα άλλα μέλη του υπερσυντηρητικού σογιού της. Λογοκριτική παράλειψη που ίσως υποδηλώνει εκείνο που είπα πιο πάνω: ότι παρά τα αμοιβαία μίση και την ψυχική φθορά το σόι πρέπει να μείνει πάση θυσία αρραγές.

«Το βιβλίο της Κατερίνας» έχει πάντως την αξία του. Αλλά πρόκειται για μια αξία που, παρά την ομολογουμένως σπιθάτη, προφορικής έντασης και ρυθμού γλώσσα του συγγραφέα, βρίσκεται κυρίως έξω από το πεδίο της λογοτεχνίας. Ερχεται το βιβλίο αυτό να προστεθεί στον ολοένα μακρότερο κατάλογο μυθιστορημάτων και κινηματογραφικών ταινιών που μαρτυρούν ότι το πρώτο και, όπως ακούμε συχνά, μόνο υγιές κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας, η οικογένεια, δεν είναι καθόλου υγιές. Κάτι θα ξέρουν κι εκείνοι ή εκείνες που σπεύδουν να ρουφήξουν τέτοια βιβλία.