Το έργο του ισραηλινού ιστορικού «Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι» αποτελεί έργο αναφοράς για το θέμα, από τις σημαντικότερες διεθνώς εκδόσεις των τελευταίων δεκαετιών (καθώς λαμβάνει υπόψη του και τα σοβιετικά αρχεία) και μακράν ό,τι αρτιότερο έχει μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα.

Τη Δευτέρα τιμήθηκαν, σε δέηση στην εβραϊκή συναγωγή της Αθήνας, οι έλληνες Εβραίοι, θύματα του ναζισμού –η 27η Ιανουαρίου έχει ορισθεί από το 2004 Ημέρα Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος.

Ο Σαούλ Φριντλέντερ έγραψε και γι’ αυτούς. Ο Σαούλ, που πρώτα λεγόταν Πάβελ και μετά Πολ-Ανρί. Και που αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνα για το Ολοκαύτωμα. Η προσωπική του ιστορία είναι αξιοσημείωτη. Στα 81 του χρόνια σήμερα, γεννήθηκε γερμανόφωνος Εβραίος στην Πράγα, σε οικογένεια μη θρησκευόμενη. Οταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Πράγα, το 1939, η οικογένειά του έφυγε για το Παρίσι. Το 1942 προσπάθησαν να καταφύγουν στην Ελβετία που τότε ήταν ουδέτερη, αλλά οι γονείς του έκαναν ένα λάθος: έκρυψαν πρώτα τον μικρό Πάβελ σε καθολικό σχολείο κοντά στα γαλλοελβετικά σύνορα, δίνοντας την άδεια μάλιστα στους κληρικούς να βαφτίσουν τον γιο τους καθολικό με το όνομα Πολ-Ανρί. Αν τον είχαν πάρει μαζί τους, θα μπορούσε να είχαν περάσει τα σύνορα (η Ελβετία δεχόταν οικογένειες αν είχαν παιδιά κάτω των 10 ετών) και θα είχαν σωθεί και οι ίδιοι. Αντί γι’ αυτό εστάλησαν πίσω στο Παρίσι, εκτοπίστηκαν και θανατώθηκαν. Ο Πολ-Ανρί έμαθε καθυστερημένα τον θάνατό τους, ασπάστηκε την εβραϊκή θρησκεία και έφυγε στα 16 του για την Παλαιστίνη. Εκεί του είπαν ότι πρέπει να έχει εβραϊκό όνομα και διάλεξε το «Σαούλ», το όνομα που είχε αφήσει πίσω ο Απόστολος Παύλος για να βαφτιστεί χριστιανός, το όνομα που είχε ο ίδιος πριν (Πάβελ ή Πολ). Ο Σαούλ Φριντλέντερ έμεινε σε κιμπούτς, μετά σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Γενεύη, έγινε εκεί καθηγητής, δίδαξε και στο Ισραήλ και από το 1988 έγινε καθηγητής Ιστορίας στην Καλιφόρνια (στο UCLA). Το 2007 τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης στην Εκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης και το 2008 πήρε το βραβείο Πούλιτζερ για το βιβλίο του «Τα χρόνια της Εξόντωσης», δεύτερο τόμο του έργου του «Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι». Εργο μνημειώδες που τώρα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (από τις εκδόσεις Πόλις) σε έναν ενιαίο τόμο 1.400 σελίδων (ο πρώτος αφορά «Τα χρόνια των διώξεων 1933-1945») ο οποίος, παρά το λεπτό χαρτί είναι αρκούντως ογκώδης.

Πρόκειται για έργο-επίτευγμα, στο οποίο αναλύονται τα γεγονότα και οι λόγοι που οδήγησαν στο πρωτοφανές και αδιανόητο αυτό έγκλημα. Αναλύει γενικά τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό, αλλά και τις ιδιαιτερότητες του γερμανικού. Οπως και το γεγονός ότι το μίσος για τους Εβραίους ήταν στον πυρήνα της ναζιστικής ιδεολογίας, αν και εκτιμά ότι η απόφαση για την Τελική Λύση δεν πάρθηκε πριν από το 1941.

Στα της Ελλάδας, χωρίς να κομίζει κάτι ιδιαίτερα καινούργιο, συνοψίζει με ενάργεια σε λίγες πυκνογραμμένες σελίδες τα γεγονότα. Γράφει ότι τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1943 η Βουλγαρία, ως χώρα κατοχής, «είχε προσφέρει κάθε απαραίτητη συνδρομή στον Ντάνεκερ και τους άνδρες του για την εκτόπιση στην Τρεμπλίνκα των Εβραίων της κατεχόμενης Θράκης και της Μακεδονίας». Ο βασιλιάς Μπόρις δεν τήρησε όμως την ίδια στάση για τους Εβραίους της Βουλγαρίας γιατί αντιμετώπισε αντιδράσεις –μεταξύ άλλων και της βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Ρίμπεντροπ του είπε, σύμφωνα με το πρωτόκολλο της συζήτησης: «Κατά την άποψή μας, για το Εβραϊκό Ζήτημα, η ριζική λύση είναι η μόνη ορθή».

Αυτή η «ριζική λύση» εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Σε κάποιες ακόμη χώρες (όπως η Σλοβακία και η Ουγγαρία) υπήρξαν αντιστάσεις ώς έναν βαθμό. Σε άλλες, όπως η Κροατία, οι Εβραίοι υπέστησαν μόνο διώξεις.

Η ταχύτητα της Θεσσαλονίκης

Στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα εξελίχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα: «Στις αρχές του 1943, ίσως από τα τέλη του 1942, ο Ρολφ Γκούντερ έφτασε στην Ελλάδα, με σκοπό να συντονίσει τις εκτοπίσεις από τη Θεσσαλονίκη. Τον ακολούθησαν στις αρχές Φεβρουαρίου οι Ντίτερ Βισλιτσένι και Αλόις Μπρούνερ. Μέσα σε έναν μήνα όλα ήταν έτοιμα. Το πρώτο τρένο, που μετέφερε περίπου 2.800 Εβραίους, αναχώρησε από την ελληνική πόλη με προορισμό το Αουσβιτς στις 15 Μαρτίου 1943. Το δεύτερο τρένο αναχώρησε μόλις δύο ημέρες αργότερα. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, από τους περίπου 50.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης είχαν εκτοπιστεί οι 45.000. Οι περισσότεροι από αυτούς θανατώθηκαν αμέσως μόλις έφτασαν στο Αουσβιτς». Ο Φριντλέντερ αναρωτιέται: «Γιατί τα σχέδια των Γερμανών εναντίον των Εβραίων της Θεσσαλονίκης εκτελέστηκαν με τέτοια επιτυχία, ενώ, έναν χρόνο αργότερα, η ίδια επιχείρηση συνάντησε τόσα εμπόδια στην Αθήνα;».

Ως δύο βασικούς παράγοντες ο συγγραφέας προτάσσει «την άφιξη στη Θεσσαλονίκη των καλύτερων ανδρών του Αϊχμαν» και την «πρόθυμη συνεργασία του Βασιλείου Σιμωνίδη, τον οποίον οι Γερμανοί είχαν διορίσει γενικό διοικητή Μακεδονίας», αλλά και την «“αποφασιστικότητα” του Γκούντερ Αλτενμπουργκ, απεσταλμένου του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών στην Ελλάδα».

Αυτές είναι σύμφωνα με τη γνώμη του οι βασικές αιτίες, που ενισχύθηκαν όμως και από παράγοντες όπως: οι εντάσεις μεταξύ εβραίων και ελλήνων μικρασιατών προσφύγων («δεν υπήρχε έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ του πληθυσμού»), η «άμεση συμμόρφωση του πνευματικού ηγέτη της κοινότητας, αρχιραβίνου Ζβι Κόρετς, με όλες τις διαταγές των Γερμανών». Σημειώνει επίσης «ότι οι Εβραίοι της πόλης δεν διέθεταν καμιά απολύτως πληροφορία για την τύχη που τους περίμενε μετά την επιβίβασή τους στα τρένα, καθώς και την απουσία ενός ελληνικού αντιστασιακού κινήματος, το οποίο θα διαδραμάτιζε μείζονα ρόλο έναν χρόνο αργότερα, κατά την εκτόπιση των υπόλοιπων Εβραίων της χώρας».