Εμειναν στην Ιστορία. Αρχικά θεωρήθηκαν απλά ατυχήματα, αλλά στην πορεία και έπειτα από συμπτώσεις ή τυχαία γεγονότα αποδείχθηκε πως ήταν πολιτικές δολοφονίες. Είχαν επίσης κοινό στοιχείο ότι έγιναν όλες στη Θεσσαλονίκη και τώρα μια έρευνα τις φωτίζει εκ νέου

Το 1988 ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης ζούσε μόνος και ξεχασμένος σε ένα διαμέρισμα στην περιοχή της Σχολής Τυφλών στη Θεσσαλονίκη. Λίγο νωρίτερα είχε κατηγορηθεί για επιχείρηση αποπλάνησης ανηλίκου σε ασανσέρ πολυκατοικίας. Υπήρχε όμως κάτι βαθύτερο, κάτι πιο φρικιαστικό που έριχνε σκιά πάνω του. Η ενεργή συμμετοχή του το 1963 στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, βουλευτή της ΕΔΑ.

Ο φτωχοδιάβολος παιδεραστής, βγαλμένος λες από «Τα παιδιά της ζωής» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, υπήρξε εξάλλου στη δεκαετία του ‘60 ένα από εκείνα τα λούμπεν στοιχεία που συγκροτούσαν τον παρακρατικό μηχανισμό στη Θεσσαλονίκη.

Ενα από εκείνα τα πρόσωπα που παράλληλα με την ακροβασία τους πάνω από δεκάδες ποινικά παραπτώματα είχαν και μια πολιτική ανάμειξη εμφορούμενη από έναν βαθύ μετεμφυλιακό αντικομμουνισμό (μια γλαφυρή αποτύπωση του σαλονικιώτικου παρακράτους του ‘60 είναι το μυθιστόρημα «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη).

Και την ημέρα που ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Σπύρος Κουζινόπουλος τον επισκέφθηκε για συνέντευξη, ο Εμμανουηλίδης επέμενε πως δεν σκότωσε εκείνος τον Λαμπράκη: «Αν τον είχα πράγματι σκοτώσει εγώ, σήμερα θα ήμουνα με περιουσία, θα τα κονόμαγα και δεν θα έψαχνα δεξιά και αριστερά για ένα πακέτο τσιγάρα. Αν ήμουνα ο δολοφόνος, σήμερα θα ζούσα άνετα. Αντίθετα με μένα, όλοι όσοι μπλέχτηκαν στην υπόθεση Λαμπράκη, από τους αστυνομικούς και τους ανθρώπους του παρακράτους, σήμερα είναι με βίλες, με περιουσίες και πολλά λεφτά. Οποιος ανακατεύθηκε με αυτή την ιστορία και γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, τον βοήθησαν για να του κλείσουνε το στόμα. Αντίθετα, όσοι δεν γνώριζαν και τυχαία μπλέχτηκαν, όπως εγώ, δεν γύρισαν να μας δουν. Σπόρια πουλούσα στην παραλία και με κυνηγούσαν».

Και σήμερα, που ο Σπύρος Κουζινόπουλος επανέρχεται με ένα βιβλίο για τις μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ού αιώνα, η δική του πολυετής έρευνα – στην οποία περιλαμβάνονται και μαρτυρίες σαν την παραπάνω – εκβάλλει πια σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Ποια όμως είναι τα πρόσωπα των οποίων τις δολοφονίες ο έμπειρος συγγραφέας και για χρόνια ρεπόρτερ στη Θεσσαλονίκη επέλεξε να φωτίσει μέσα και από έρευνα σε δικαστικούς φακέλους; Ο βασιλιάς ΓεώργιοςA’, ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Γιάννης Ζεύγος, οι βουλευτές της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης και Γιώργος Τσαρουχάς και ο νεoλαίοςΓιάννης Χαλκίδης.

Εδώ χρειάζεται μια εξήγηση: Γιατί η Θεσσαλονίκη μέσα στη ροή του ιστορικού χρόνου υπήρξε με μοιραίο και επαναλαμβανόμενο τρόπο ο χώρος τόσων πολιτικών εγκλημάτων; Είναι ενδεχομένως η συγκεκριμένη ιστορική ταυτότητα της (διεκδικούμενης και απειλούμενης) πόλης, κάτι που ενισχύεται από το εξής: οι μεταμορφώσεις και παραμορφώσεις της, η μετεξέλιξή της από πολυεθνική σε πρωτεύουσα των προσφύγων και βέβαια για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο «από Βορράν κίνδυνος» διογκωμένος από μια εθνικοφροσύνη που υπήρξε ο βασικός τροφοδότης του φόβου και του φανατισμού.

Αυτό βεβαίως δεν ισχύει για τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’. Υπάρχει όμως κάτι που συνδέει και εκείνο το περιστατικό με τα μεταγενέστερα, όπως επισημαίνει ο Σπύρος Κουζινόπουλος με την έρευνά του (να σημειωθεί πως τούτη η έρευνα είχε αρχικώς τη μορφή μια σειράς ραδιοφωνικών εκπομπών που ο ίδιος οργάνωσε και παρουσίασε από τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΕΡΤ το 2012). «Σε όλες τις δολοφονίες, ένα πλήθος απίθανων συμπτώσεων και απίστευτων περιστατικών οδήγησαν στον εντοπισμό των δολοφόνων. Και χωρίς εκείνες τις συμπτώσεις μπορεί ακόμη και σήμερα να μην ξέραμε τους αληθινούς δράστες». Θα προσθέταμε πως μελετώντας τη γλαφυρή αφήγηση του Κουζινόπουλου (που διανθίζεται από πλούσιες φωτογραφίες του αρχείου του) στη μεταβλητή των έξι πολιτικών δολοφονιών στη Θεσσαλονίκη βασικός συντελεστής υπήρξε η ανθρώπινη παρέμβαση και αυτενέργεια· και, ομολογουμένως, το τυχαίο –σημειώστε, ας πούμε, πως για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της μυστηριώδους δολοφονίας του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ αρκούσε να ξεβραστεί τυχαία το πτώμα του στις 16 Μαΐου 1948 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αφού, αν και ο ίδιος ήταν δεμένος πισθάγκωνα με καραβόσκοινο, το σκοινί χαλάρωσε από το νερό και ύστερα από μία εβδομάδα παραμονής στον πάτο του Θερμαϊκού βγήκε στην επιφάνεια.

Για παράδειγμα, ας δούμε τη δολοφονία του στελέχους του ΚΚΕ Γιάννη Ζεύγου στις 20 Μαρτίου 1947.

Στο ταραγμένο εμφυλιακό φόντο, ο διανοούμενος κομμουνιστής –με την παροιμιώδη μετριοπάθεια στις πολιτικές του θέσεις –έφτασε στη συμπρωτεύουσα για να παρακολουθήσει εκ μέρους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ τις εργασίες της Ερευνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ και να καταθέσει σ’ αυτή στοιχεία για τη δράση των παρακρατικών συμμοριών. Ηταν λίγο πριν από το μεσημέρι και ο Ζεύγος κατέβαινε στην οδό Αγίας Σοφίας για να μεταβεί στο ξενοδοχείο Αστόρια στη γωνία Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας, όπου και έμενε, όπως αλιεύουμε από την έρευνα του Σπύρου Κουζινόπουλου. Μόλις πέρασε την οδό Γεωργίου Σταύρου, τον πλησίασε ένας κοντόσωμος τύπος και τον πυροβόλησε τρεις φορές πισώπλατα. Μάλιστα, τον αποτελείωσε με μία ακόμη σφαίρα και επιχείρησε να διαφύγει. Και εδώ έρχεται το τυχαίο, όπως προαναφέραμε. Λίγα μέτρα πιο ‘κεί από το συμβάν, ο νεαρός ναυτικός Γιώργος Μπέζας χάζευε τα καινούργια ραδιόφωνα στη βιτρίνα του καταστήματος ηλεκτρικών ειδών Διλμπέρη. Μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς, καταδίωξε τον δράστη –που ήταν ο σερραίος κρεοπώλης Χρήστος Βλάχος –και τον ακινητοποίησε με τη βοήθεια ενός αστυνομικού που επίσης τυχαία περνούσε από εκείνο το σημείο. Η έρευνα του Κουζινόπουλου, επίσης, δείχνει έπειτα από χρόνια πως το χέρι του Βλάχου όπλισε ο πολιτικός φανατισμός της εποχής, ενώ ο ίδιος αποκάλυψε σε μεταγενέστερη συνέντευξή του πως εκτέλεσε εντολές των ανωτέρων του. Την έννοια του τυχαίου συναντάμε και στην υπόθεση Λαμπράκη, αφού μετά το δολοφονικό χτύπημα ήταν δύο νέοι εκείνοι που καταδίωξαν το τρίκυκλο των Κοτζαμάνη – Εμμανουηλίδη: ο ελαιοχρωματιστής Βασίλης Πολάτογλου και ο επισκευαστής ποδηλάτων Μανώλης Χατζηαποστόλου. Ο τελευταίος, επονομαζόμενος και Τίγρης, ήταν εκείνος που με ένα κινηματογραφικό σάλτο έπιασε τους δολοφόνους. Και βέβαια εδώ το τυχαίο το βρίσκουμε και στην εξέλιξη της ιστορίας, αφού ο αστυνομικός που συλλαμβάνει τον Τίγρη και τον –έναν εκ των δολοφόνων του Λαμπράκη –Γκοτζαμάνη στη συμβολή των οδών Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ το πράττει απλώς γιατί οι δύο άνδρες συμπλέκονται και άρα έχουν προβεί σε τροχαία παράβαση.

Η πολιτική δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη από μια συμμορία παρακρατικών και κρατικών οργάνων τον Μάιο του 1963 καταχωρίσθηκε ως «τροχαίο ατύχημα». Για να ακολουθήσει ένα ρεσιτάλ πολιτικών, αστυνομικών, δικαστικών και άλλων παρεμβάσεων ώστε να μείνουν στο απυρόβλητο οι ένοχοι.

Τις συμπτώσεις και το τυχαίο τα βρίσκουμε και στην υπόθεση δολοφονίας στις 9 Μαΐου του 1968 του τέως βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργου Τσαρουχά, επικεφαλής του αντιδικτατορικού αγώνα στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, αν στις προηγούμενες δολοφονίες αρκούσε ένα οπλισμένο χέρι (βασιλιά Γεωργίου Α’, Ζεύγου, Τζορτζ Πολκ, Γιάννη Χαλκίδη), στην υπόθεση Λαμπράκη προστέθηκαν ένα τρίκυκλο και το παρακράτος, ενώ στην υπόθεση Τσαρουχά είχαμε την εξόντωσή του με φριχτά βασανιστήρια. Και κάτι ακόμη: θα ίσχυε ίσως ακόμη μέχρι τις ημέρες μας το σενάριο των Αρχών της δικτατορίας περί «τυχαίου θανάτου εκ καρδιακής προσβολής». Είχε μάλιστα κινηθεί όλος ο μηχανισμός της χούντας στη Βόρεια Ελλάδα με απανωτές πιέσεις και ανοιχτή παρέμβαση στις δικαστικές Αρχές για να αποσιωπηθούν οι πραγματικές συνθήκες θανάτου και οι δράστες της δολοφονίας του Τσαρουχά, όπως μας πληροφορεί ο Σπύρος Κουζινόπουλος. Το στόρι όμως είχε ως εξής: την Παρασκευή 10 Μαΐου του 1968 όλες οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν με την είδηση πως συνελήφθησαν ηγετικά στελέχη παράνομου κλιμακίου του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη και ένα από αυτά (ο Τσαρουχάς) άφησε την τελευταία του πνοή αφού υπέστη καρδιακή προσβολή. Παρά τις αντιδράσεις της Αριστεράς που θεωρούσε τον θάνατο δολοφονία, πέρασαν αρκετά χρόνια με την υπόθεση να παραμένει θαμμένη. Αμέσως μετά την πτώση της χούντας η οικογένεια του Τσαρουχά ανακίνησε το θέμα, καταθέτοντας μήνυση κατά αγνώστων και εδώ η παρουσία ενός ευσυνείδητου ανακριτή, του Χρήστου Ηλιάδη, θα είναι καθοριστική. Ο ίδιος στα γραφεία της Σήμανσης θα βρει σε ένα συρτάρι τυχαία έναν φάκελο με το όνομα Τσαρουχάς και μέσα ένα ξεχασμένο φιλμ που δεν είχε εμφανιστεί. Μόλις το εμφάνισε έμεινε εμβρόντητος, αφού οι φωτογραφίες έδειχναν τα σημάδια των βασανιστηρίων στο σώμα του δολοφονημένου αγωνιστή. Συμπτώσεις και τυχαία περιστατικά που αθροίζοντάς τα στην ανθρώπινη αυτενέργεια (μήπως η επιμονή ευσυνείδητων δημοσιογράφων, όπως ο Γιάννης Βούλτεψης, ο Γιώργος Μπέρτσος ή ο Γιώργος Ρωμαίος, δεν συνέβαλε στη διαλεύκανση της δολοφονίας Λαμπράκη;) φτιάχνουν σήμερα ένα απολαυστικό αλλά και τραγικό ιστορικό αφήγημα με φόντο τη Θεσσαλονίκη.