Καθώς η Ελλάδα μαστίζεται από την πολύπλευρη κρίση και ταπεινώνεται διεθνώς, ένας συγγραφέας ταξιδεύει από γωνιά σε γωνιά της αναζητώντας λόγους για να είναι ακόμα και τώρα περήφανος ως Ελληνας

Είναι δυσάρεστο όταν οι λογοτέχνες μας βιάζονται να μιλήσουν στα βιβλία τους για το δράμα που ζει σήμερα η Ελλάδα, χωρίς να έχουν να πουν με τα μέσα της λογοτεχνίας κάτι περισσότερο ή διαφορετικό από το αυτονόητο και από αυτά που διαβάζουμε καθημερινά στον Τύπο. Ακόμα πιο δυσάρεστο είναι όταν σου κινούν την υποψία ότι η βιασύνη τους έχει να κάνει λιγότερο με την αγωνία να πάρουν θέση και περισσότερο με μια άλλη αγωνία, να προλάβουν δηλαδή το τακτικό ραντεβού τους με την εκδοτική δημοσιότητα. Εστω και αν η έμπνευση, όπως γράφει αυτοαναφορικά ο Ακρίβος στις σελίδες τούτου του βιβλίου, δεν λέει να τους έρθει.

Τον Ακρίβο τον εκτιμώ ως συγγραφέα. Εχει γράψει πολύ ωραία διηγήματα κι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, το προ τριετίας «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς». Εχει βγάλει και άλλα βιβλία, που μου φαίνονται γραμμένα πρόχειρα και με μια σοβαροφανή ελαφρότητα, κατάλληλη για ν’ αρέσει σ’ ένα κοινό που σκέφτεται με στερεότυπα κι εντυπωσιάζεται από ιδέες του συρμού. Νομίζω πως σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει το καινούργιο του βιβλίο, όπου βλέπω επιπλέον αποτυπωμένη τη διφυή αγωνία που είπα πιο πάνω, σε αναλογία φοβάμαι όχι ευνοϊκή για την αγνότερη συνιστώσα της.

Και πρώτα πρώτα, έχουμε τάχα να κάνουμε με μυθιστόρημα, όπως μας συστήνει το βιβλίο ο συγγραφέας (ή ο εκδότης του); Αρκεί άραγε μια αχνή μυθοπλαστική πινελιά «μυστηρίου», η οποία μάλιστα θ’ αποδειχτεί άσκοπη για τη λειτουργία της όλης κατασκευής, ώστε να γίνει μυθιστόρημα μια σύζευξη ημερολογίου της Κρίσης, λαογραφικής περιήγησης ανά την Ελλάδα και σκόρπιων σκέψεων του συγγραφέα; Για μια καταφατική απάντηση θα χρειαζόταν περισσότερη προσωπική ευμένεια προς τον Ακρίβο απ’ όση μπορώ να επιστρατεύσω.

Η αφήγηση ξεκινάει σ’ ένα χαμάμ της Αδριανούπολης, όπου ο τούρκος λουτράρης, μαθαίνοντας την εθνικότητα του παραδομένου στα χέρια του συγγραφέα, αντιδρά μ’ ένα μείγμα οίκτου και χαιρεκακίας («Μάι φρεντ… Γιουνανιστάν καπούτ, φαλιμέντο» κ.λπ.). Το θιγμένο εθνικό φιλότιμο του συγγραφέα τον οδηγεί στην απόφαση ν’ αρχίσει μια σειρά ταξίδια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας για να δει αν υπάρχει ακόμα, εν μέσω Κρίσης, κάτι που μπορεί να τον κάνει να νιώθει περήφανος ως Ελληνας. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Στην πορεία, βέβαια, θα διαπιστώσουμε ότι πολλά από αυτά τα ταξίδια δεν σχεδιάστηκαν στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος πατριδογνωστικής τόνωσης του ηθικού αλλά προκύπτουν από επαγγελματικές υποχρεώσεις (ομιλίες σε φιλολογικές εκδηλώσεις, σε σχολεία κ.λπ.), ενώ κάποια άλλα υπαγορεύονται από έναν ανώνυμο επιστολογράφο, που στέλνει στον συγγραφέα αινιγματικά μηνύματα (το μυθοπλαστικό τρικ που προανέφερα). Αυτό είναι όμως το λιγότερο. Πολύ σοβαρότερο είναι ότι ο ίδιος ο σκοπός αυτής της αναζήτησης εμποδίζει από την πρώτη στιγμή το κείμενο να κινηθεί ελεύθερα: του φορτώνει το καθήκον να δικαιολογήσει την εθνική υπερηφάνεια, εξαναγκάζοντας τη λογοτεχνία να παίξει, όπως ακόμα απαιτούν μερικά μπαγιάτικα μυαλά (στα οποία σίγουρα δεν ανήκει ο Ακρίβος), ρόλο όχι απλώς διδακτικό αλλά διδασκαλικό, για να μην πω δασκαλίστικο. Περήφανος δικαιούται κανείς να είναι μόνο για ό,τι πέτυχε ο ίδιος, όχι για κάτι που κληρονόμησε ή που του έτυχε να είναι. Με τη δέσμευσή του σ’ ένα ανόητο, αν και λαοφιλές αίτημα (να είμαστε περήφανοι επειδή είμαστε Ελληνες) ο Ακρίβος ακύρωσε εξαρχής τη λογοτεχνική ειλικρίνεια του βιβλίου του.

Οπως περιμέναμε, ο συγγραφέας βρίσκει αυτό που αναζητεί όχι στις πόλεις, όπου δεν εντοπίζει τίποτα το «αυθεντικά» και παρήγορα ελληνικό, αλλά στη βαθιά Ελλάδα της υπαίθρου. Δηλαδή στα ζώπυρα της λαϊκής παράδοσης. Δηλαδή στο παρελθόν, αφού οι ανθρώπινοι φορείς αυτής της παράδοσης, τους οποίους συναντάει, είναι σχεδόν όλοι γέροι ή ιδιόρρυθμοι αναχωρητές. Παρήγορο; Εμένα θα μου φαινόταν απελπιστικό.

Τα επιτόπια μαθήματα λαογραφίας συνοδεύονται από ένα εξαντλητικό χρονολόγιο των διαδοχικών σταθμών κι επεισοδίων της Κρίσης, το οποίο ο συγγραφέας μάς δίνει σαν τηλεθεατής που παρακολουθεί το δελτίο ειδήσεων και του ξεφεύγει κάθε τόσο ένα «πω πω» ή ένα «τς τς τς». Οι προβληματισμοί του στη διάρκεια των ταξιδιών του ή της ενδιάμεσης διαμονής στην έδρα του, τον Βόλο, συνοψίζονται σε λίγο-πολύ επιπόλαιες σκέψεις και αντιφατικές τοποθετήσεις (π.χ. επιδοκιμάζει την πράξη μιας νεαρής ταξιδιώτισσας να σηκώσει την μπάρα των διοδίων –δεν πληρώνω, δεν πληρώνω –αλλά κακίζει τον εστιάτορα που δεν κόβει αποδείξεις, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται τη συνάφεια ανάμεσα σε αυτές τις δύο συμπεριφορές). Για το σοβαρότερο τμήμα της πνευματικής τροφής του βιβλίου φροντίζουν τα άφθονα παραθέματα από άλλα βιβλία, που διαβάζει ο συγγραφέας (ο οποίος προσπαθεί επίσης ν’ αντλήσει διδάγματα κι έμπνευση από τις ταινίες που είδε ή τα τραγούδια που ακούει). Αλλά κι εδώ καραδοκεί το πνεύμα του κατηχητή. Διαβάζοντας π.χ. έναν πορτολάνο του 16ου αιώνα, ο συγγραφέας παρατηρεί ότι ο Ελληνας θα έπρεπε να είναι σήμερα όπως ήταν τότε, δηλαδή, με τα λόγια του παλιού βιβλίου, «πράγμα τέλειον, τίμιον και αξιωμένον»!

Στο τέλος του βιβλίου ο Ακρίβος, μ’ ένα tour de force, μας μεταφέρει στην Ελλάδα του 2019, η οποία δοκιμάζεται ακόμα από τις συνέπειες της Κρίσης και μάλιστα έχει ξαναγίνει (άδηλο πώς) μοναρχία. Μια ομάδα νέων, πρόσωπα που συνάντησε ο συγγραφέας στα ταξίδια του, εφαρμόζει με την προτροπή και την αρωγή του το σχέδιο που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει ο Αλφόνς Χόχαουζερ, ο (ιστορικά υπαρκτός) ήρωας του προηγούμενου μυθιστορήματος του Ακρίβου: μια πρότυπη επιχείρηση εναλλακτικού τουρισμού στο Πήλιο. Καλή και άγια πρωτοβουλία, που έχει μάλιστα μεγάλη επιτυχία. Αν όμως έτσι οραματίζεται ο Ακρίβος τη νέα επιχειρηματικότητα, τότε, αντίθετα με τον συμβολισμό του τίτλου του βιβλίου, το φίδι που είμαστε δεν μπορεί ν’ αλλάξει πουκάμισο: ο τουρισμός είναι και θα παραμείνει το όριο της παραγωγικής ανάταξης της χώρας μας.

Οσο για την αποκάλυψη του μυστηριώδους επιστολογράφου και, κατά κάποιον τρόπο, ρευματοδότη του συγγραφέα, με κάνει ν’ αναρωτηθώ μήπως οι εκδότες και οι επιμελητές διαθέτουν σήμερα περισσότερη έμπνευση από τους συγγραφείς μας.