Δύο πλουσιόπαιδα σκοτώνουν μια άστεγη. Στη σύγκρουση των γονιών τους που ακολουθεί, αντιπαρατίθεται η πολιτική ορθότητα με τη δαρβινική βία. Οσο για τον Διαφωτισμό… μάλλον πάει περίπατο.

Δύο ευκατάστατα ζευγάρια βγαίνουν μια καλοκαιρινή βραδιά για δείπνο σε ένα παράλογα ακριβό εστιατόριο. Οι άνδρες τυχαίνει να είναι αδέλφια. Αρχικά η βραδιά κυλά αμήχανα έως αδιάφορα. Σταδιακά η ένταση κορυφώνεται καθώς αποκαλύπτεται ότι οι δεκαεξάχρονοι γιοι τους έχουν δολοφονήσει μια άστεγη σ’ ένα ΑΤΜ και οι γονείς καλούνται να πάρουν δραστικές αποφάσεις. Ο αφηγητής, καθηγητής Ιστορίας, σε διαθεσιμότητα για τις μάλλον ανορθόδοξες πολιτικές απόψεις του και το πάθος του με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ο αδελφός του, ανερχόμενος πολιτικός αστέρας με φιλοδοξίες για την πρωθυπουργία στις επερχόμενες εκλογές, συνιστούν –κι αυτό γίνεται αμέσως εμφανές –δύο αντιτιθέμενους πόλους.

Ειδικά στο πρώτο τρίτο του βιβλίου, όπου το κυνικό χιούμορ του αφηγητή είναι καταιγιστικό, στο πρόσωπο του πολιτικού συμπυκνώνεται η σικάτη Νέα Αριστερά. Διαρκώς χαμογελαστός, όπως απαιτούν οι καιροί, ο πιθανότατα επόμενος πρωθυπουργός της Ολλανδίας επιδεικνύει ανεκτικότητα δίπλα στα όψιμα ακριβά του γούστα, οικολογικές ευαισθησίες με την επιλογή ενός μοδάτου ρεστοράν όπου το κρέας είναι βεβαίως αναγκαστικά από «ζώα που πάντως πέθαναν ευτυχισμένα», όπως σημειώνει ο μετρ, διαπολιτισμική παιδεία, ικανότητα να αποδεικνύει μπροστά στην κάμερα ότι δεν είναι παρά ένας απλός άνθρωπος και τριτοκοσμικές ευαισθησίες καθώς, παρά το ότι είναι πατέρας δύο παιδιών, έχει υιοθετήσει και ένα μαυράκι από την Μπουρκίνα Φάσο ως πολιτικά χρήσιμο αξεσουάρ. Από την άλλη, ο αφηγητής, έξαλλος με τα όψιμα ακριβά γούστα, την οινογνωστική τελετουργία και τις πόζες του αδελφού του, ζει –και διόλου άσχημα –από το υπεραναπτυγμένο κοινωνικό κράτος, ενώ βγάζει διαρκώς από την ιδεολογική του φαρέτρα μισάνθρωπα βέλη κατά της ανεκτικότητας, υπέρ μιας δίκαιης αλλά σκληρής αντιμετώπισης των μειονεκτούντων ατόμων, κατά του υπερπληθυσμού και υπέρ της θανατικής ποινής, ενώ οραματίζεται ότι σπάζει τα μούτρα διάφορων πρεσβευτών της πολιτικής ορθότητας και του κράτους δικαίου. Μάλιστα έχει και στην πραγματικότητα ασκήσει σωματική βία δίνοντας το παράδειγμα στον γιο του, που έχει απειληθεί με αποβολή από το σχολείο για απόψεις παρεμφερείς μ’ αυτές του πατέρα.

Λογικό είναι, προϊούσης της βραδιάς, να αποκαλυφθεί ότι υπάρχουν δυο ολότελα αποκλίνουσες στρατηγικές για την αντιμετώπιση της οικογενειακής κρίσης. Ο αφηγητής και η πανέξυπνη σύζυγός του θέλουν πάση θυσία να προστατεύσουν τον γιο τους, θεωρώντας ότι η δολοφονία από δυο μισομεθυσμένα παιδιά, εν είδει αστείου, μιας άστεγης που βρώμαγε και καταλάμβανε τον δημόσιο χώρο δεν είναι δα και τόσο μεγάλο αδίκημα ώστε να καταστραφούν οι ζωές τους. Μάλιστα, είναι έτοιμοι να συμπράξουν με τον γιο τους για την εξαφάνιση στοιχείων και μαρτύρων –κυρίως του υιοθετημένου μαύρου από την Μπουρκίνα που τους εκβιάζει. Από την άλλη, ο επίδοξος πρωθυπουργός ακολουθεί την οδό της πολιτικής ορθότητας. Οφείλει να αποκαλύψει ο ίδιος την ταυτότητα των ενόχων και ταυτόχρονα να αποσύρει την υποφηφιότητά του. Σκοπεύει να το κάνει σε συνέντευξη Τύπου το επόμενο πρωί, αδιαφορώντας για το στίγμα που θα παρακολουθεί εσαεί τα παιδιά, μια και κατά την άποψή του ο γιος του δεν μπορεί να ζει με το βάρος της ενοχής και μόνο μετά την ποινή θα συνεχίσει καθαρμένος τη ζωή του.

Τη λύση θα τη δώσει φυσικά η βία. Αλλά για τι είδους λύση πρόκειται; Πιθανώς, στο μυαλό του συγγραφέα βρίσκεται μια αμερικανικής προέλευσης αποθέωση των οικογενειακών αξιών, διακοσμημένη μάλιστα με ευφυή επιχειρήματα από τη φαρέτρα του κοινωνικού δαρβινισμού. Η κληρονομικότητα, μας λέει, είναι η μόνη σταθερά σε έναν a priori απειλητικό κόσμο. Μάλιστα, είναι τόσο ισχυρή παράμετρος, ώστε οι θεωρίες που προασπίζονται τη σημασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος στη βελτίωση του ανθρώπινου χαρακτήρα γίνονται θρύψαλα: ο νεαρός μαύρος από την Μπουρκίνα δεν θα αποβάλει τα κληρονομημένα χαρακτηριστικά του και θα αποδειχθεί κοινός εκβιαστής, γι’ αυτό άλλωστε του αξίζει να πεθάνει. Στον αντίποδα, η βία του νεαρού γόνου του αφηγητή, με τον οποίο ο συγγραφέας μάλλον ταυτίζεται, αιτιολογείται γονιδιακά υπό το φως μιας μυστηριώδους πάθησης του πατέρα. Η κοινωνιοβιολογική αυτή αιτιολόγηση των ανθρώπινων κινήτρων και πράξεων προτείνεται εδώ ως μια κάποια λύση στις προ πολλού απαξιωμένες αρχές του Διαφωτισμού. Ακόμη και για τα θύματα του πολέμου, λέει ο αφηγητής, δεν είναι δα απαραίτητο να θρηνούμε, μια και ανάμεσά τους σίγουρα βρίσκονταν ένας σωρός καθάρματα. Ζήτημα στατιστικής είναι όλα.