Μελετώντας τους καταλόγους των πιο ευπώλητων βιβλίων ελληνικής πεζογραφίας του 2007, ας πούμε αυτών που πούλησαν πάνω από 10.000 αντίτυπα, δεν θα βρούμε ούτε ένα που να αντέχει σε σοβαρή αντιμετώπιση ως λογοτεχνικό κείμενο, και πράγματι κανένα τους δεν έδρεψε κάτι περισσότερο από την αδιαφορία ή κάτι καλύτερο από την ειρωνεία της κριτικής. Το φαινόμενο έχει πάψει από καιρό να μας εκπλήσσει, έστω και αν τη χρονιά που πέρασε εμφανίστηκε με την πιο ακραία μορφή του. Η ελληνική πεζογραφία μοιάζει πια να ορίζεται ως προσοδοφόρα απασχόληση για συγγραφείς-διασκεδαστές και ως μηχανισμός αυτοεπιβεβαίωσης για ένα κοινό (κατ΄ εξοχήν γυναικείο) που ακόμα και τα πιο τολμηρά όνειρά του περιστρέφονται γύρω από τον ιδιωτικό του μικρόκοσμο· να διαμορφώνεται ως ένας θεσμός που αφορά περισσότερο τον κοινωνιολόγο, τον οικονομικό αναλυτή και τον ιστορικό των ηθών παρά τον κριτικό λογοτεχνίας.

Ούτε συζήτηση: οι καιροί είναι χαλεποί για εκείνους τους ονειροπόλους που έχουν άλλες προσδοκίες από τη λογοτεχνία και τη θέλουν ανήσυχη, απορηματική, διερευνητική, αιρετική. Διότι το κατάπλασμα του εφησυχασμού δεν απλώνεται μόνο πάνω στο τροφαντό σώμα του μπεστσελερισμού, μα και σ΄ εκείνα τα δείγματα “ποιοτικής” λογοτεχνίας που ακολουθούν με επιτηδευμένα κομψό βήμα την πεπατημένη- μια οδό σημασμένη με περίτεχνες πινακίδες και υποβλητικές επιγραφές, αλλά που λίγες συγκινήσεις και ακόμα λιγότερες ανακαλύψεις έχει πια να προσφέρει.

Στριμωγμένος ολοένα περισσότερο ανάμεσα στη συμβατική λογική του “καλού” βιβλίου και την κυνική λογική του πετυχημένου προϊόντος, παράτολμα πιστός επιπλέον στην ιδέα ότι η λογοτεχνία είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να αφορά μόνο τους εστέτ, ο αθεράπευτα ρομαντικός κριτικός δεν μπορεί παρά να απογοητεύσει εκείνους που του ζητούν πλήρεις χάρτες του ενιαύσιου λογοτεχνικού τοπίου και πίνακες βαθμολογίας των βιβλίων που εμφανίστηκαν μέσα στη χρονιά. Γι΄ αυτόν- και, θέλει να ελπίζει, για αρκετούς άλλους ακόμη- ο απολογισμός της ετήσιας λογοτεχνικής παραγωγής έχει νόημα μόνον ως απογραφή του διαφορετικού, έστω και αβέβαιου, του φιλόδοξου, έστω και ανολοκλήρωτου, του εμπνευσμένου, έστω και ακατέργαστου, εκείνων των στοιχείων, δηλαδή, που κρατούν τη λογοτεχνία ζωντανή και ζωτική, όσο σποραδικά και αν εντοπίζονται. Και, επίσης, έχει νόημα αυτός ο απολογισμός ως επισήμανση αντινομιών, παραδόξων, ασυνήθιστων ωσμώσεων, που υποδεικνύουν μια δυναμική προοπτική του λογοτεχνικού τοπίου, σε αντίθεση με τη στατική εικόνα της καταλογάδην περιγραφής. Το πιο ενδιαφέρον, το πιο ζωντανό ελληνικό μυθιστόρημα που διάβασα μέσα στο 2007 ήταν ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε από “καθαρόαιμο” λογοτέχνη και που, αν κριθεί από αυστηρά τεχνική άποψη ως μυθιστόρημα, έχει χτυπητές αδυναμίες. Νά ένα πρώτο παράδοξο, που βάζει σε σκέψεις. Διότι, παρά τα εγγενή προβλήματα της δομής και της γλώσσας του, Ο Μεγάλος Αμπάι του μηχανικού, γεωγράφου και περιβαλλοντολόγου Μιχάλη Μοδινού αρδεύεται από τόσο πλούσια βιωματικά ρεύματα και δονείται από τόσο γνήσια συγκίνηση ώστε τελικά δεν αδικεί το μεγάλο θέμα του: την αντιπαράθεση ανάμεσα στον δυναμικό, επεμβατικό δυτικό πολιτισμό και τις αρχέγονες κουλτούρες, με την αποδεκτική, αλλά και παθητική σοφία τους, στο πλαίσιο μιας παλλόμενης από ζωή αφρικανικής φύσης, που είναι όχι τόσο το σκηνικό όσο ο κριτής της αναμέτρησης και ο αληθινός πρωταγωνιστής του βιβλίου. Ένα μεγάλο μυθιστόρημα προϋποθέτει ένα μεγάλο θέμα, έχει πει ο Χέρμαν Μέλβιλ. Ξέρω αρκετούς συγγραφείς μας που θα αντέτειναν, χαμογελώντας συγκαταβατικά, ότι το μεγάλο θέμα είναι ένα ξεπερασμένο πρόταγμα και ότι σήμερα μεγάλα θέματα είναι τα μικρά θέματα, δηλαδή τα ατομικά ψυχοδράματα της καθημερινής ζωής μας. Ας κοιτάξουν, όμως, πώς πορεύεται σήμερα το μυθιστόρημα σε άλλες χώρες και πώς, όπου αδρανεί, το υποκαθιστά η “λογοτεχνία της μαρτυρίας”, η οποία βρίσκει τη μεγαλύτερη απήχησή της στο κοινό ακριβώς όταν τροφοδοτείται από μεγάλα θέματα.

Δεν έλειψαν το 2007 και άλλες φιλόδοξες, θεματολογικά, προσπάθειες, που παρακολουθούνται με ενδιαφέρον. Ο Κώστας Ακρίβος, για παράδειγμα, καταπιάστηκε στο ΠανΔαιμόνιο με ένα πραγματικά μεγάλο θέμα: τη σύγκρουση της θρησκευτικής πίστης, όταν μάλιστα έχει αποκτήσει φονταμενταλιστικά χαρακτηριστικά, με την ανθρώπινη υπόσταση του πιστού και τις εκπλήξεις της ζωής. Διεξήλθε το θέμα του εύστροφα, αλλά το υπεραπλούστευσε, ενδεχομένως εσκεμμένα. Ο νεαρός, αλλά πολυγραφότατος και πολυμήχανος Αύγουστος Κορτώ προσέγγισε, στο Ο δαιμονιστής, το επίσης μεγάλο θέμα της δισυπόστατης επιθυμίας για ένωση με τον Άλλο και εκμηδένισή του, καταπλακώθηκε όμως, ως συνήθως, από την υπερβολή και την εντυπωσιοθηρία του. Ο Λευτέρης Μαυρόπουλος, από τις νέες φωνές και αυτός, έδωσε ένα αξιοπρόσεκτο μυθιστόρημα, Το άλλο μισό μου πορτοκάλι, όπου επιχειρεί να ανιχνεύσει, με οδηγό μια παραδειγματική (;) περίπτωση, την κοινωνική, πολιτική, ψυχολογική και (εδώ αρχίζουμε να τσινάμε) βιολογική γενεαλογία της ελληνικής τρομοκρατίας, φτάνοντας πολύ πίσω, ώς τη δεκαετία του 1930. Περιέργως για νέο συγγραφέα, περιγράφει την προπολεμική Ελλάδα πολύ ζωντανότερα από ό, τι τη νεότερη.

Η τάση για σύντηξη μυθοπλασίας και δοκιμίου είναι ένα ευοίωνο φαινόμενο, γιατί μπορεί να κάνει το μυθιστόρημα πιο ευέλικτο και να του δώσει μεγαλύτερη πνοή, όταν βέβαια ο συγγραφέας έχει να πει σημαντικά πράγματα. Με Το βιβλίο του έργου και του χρόνου ο Γιάννης Κιουρτσάκης έκλεισε την τριλογία του, στην οποία ένας εξομολογητικός λόγος συνυφαίνει αυτοβιογραφία, μυθιστόρημα και δοκίμιο γύρω από το πνευματικό κλίμα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Το πρόσθετο στοιχείο σ΄ αυτό το τρίτο μέρος είναι η ιστορία της γένεσης της ίδιας της τριλογίας. Μεγαλόπνοο και έντιμα διεκπεραιωμένο έργο, θα χρειαζόταν όμως μια λιγότερο μονοφωνική ανάπτυξη για να έχει την εμβέλεια και τη σφαιρικότητα που διεκδικεί. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος χειρίζεται αυτή τη μεικτή μορφή μυθιστορήματος με περισσότερη άνεση, έχοντας εδώ και καιρό εγκατασταθεί μόνιμα στο πεδίο της σχέσης αρχαιότητας- νεωτερικότητας. Όπως ίσως δείχνει το τελευταίο βιβλίο του, Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης, μέρος αυτής της άνεσης είναι να ξέρεις, όταν χρειάζεται, να φαίνεσαι πιο βαθυστόχαστος από όσο είσαι.

Το καινούργιο μυθιστόρημα του Βορειοηπειρώτη Τηλέμαχου Κώτσια, το Τεκμήριο αθωότητας , δεν είναι τόσο στεγνό όσο δείχνει, συνθλίβεται όμως από μια αντίθεση που, όπως πιστεύω, αντανακλά τις δυσκολίες μετεγκλιματισμού αυτού του συγγραφέα: από τη μια το μούδιασμα που προκαλούν ο αμοραλισμός της ελληνικής κοινωνίας και ο κυνισμός των ανθρώπινων σχέσεών της σε κάποιον φερμένο από πολύ διαφορετικές συνθήκες, από την άλλη η πίεση για αποδοχή και συμμετοχή σ΄ αυτή την πραγματικότητα.

Γενικά, η παραγωγή του 2007 επιβεβαιώνει εμφατικά το- άκρως πρωτότυπο!- συμπέρασμα ότι το μυθιστόρημα παραμένει η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής λογοτεχνίας (τη στιγμή που, ως οικονομικό μέγεθος, είναι ο ηράκλειος κορμός της). Μολονότι οι νεότερες συγγραφικές γενιές επιδίδονται με ιδιαίτερο ενθουσιασμό σ΄ αυτό το είδος και, ομολογουμένως, του έχουν προσδώσει μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα μορφική και θεματική ποικιλία, είναι αισθητές οι ελλείψεις σε συνθετική ικανότητα και στοχαστικό βάθος. Από τις φρέσκες προσπάθειες αυτών των ηλικιακών κατηγοριών συγκρατώ, εκτός από τα μυθιστορήματα του Κορτώ και του Μαυρόπουλου, το Ο άνθρωπος καλαμπόκι του Δημήτρη Σωτάκη, κυρίως επειδή φαίνεται να προοιωνίζεται την έξοδο, επιτέλους, αυτού του συγγραφέα από το εύκολο παιχνίδι με γκροτέσκες ιστορίες έμμονων ιδεών, και το Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα του Δημήτρη Μαμαλούκα, ο οποίος δείχνει να έχει την παιδεία και το ταλέντο για να πετύχει κάτι περισσότερο από αστυνομικά μυθιστορήματα με εντυπωσιακή πλοκή.

Το βιβλίο του Μαμαλούκα διαβάστηκε και σχολιάστηκε αρκετά. Αλλά ο αγαπημένος συγγραφέας του κοινού υπήρξε αποδεδειγμένα ο “δύσκολος” Ανδρέας Μήτσου, με τη νουβέλα του Ο κύριος Επισκοπάκης – μια έκπληξη για την οποία ευχαριστούμε την κριτική επιτροπή του Βραβείου Αναγνωστών. Συνεπής μοντερνιστής πεζογράφος ο Μήτσου, αφηγείται μια μάλλον κοινότοπη ιστορία ερωτικού πάθους δίνοντας έμφαση στη θραυσματική και διαθλασμένη μορφή με την οποία παρουσιάζεται εκ των υστέρων στην αποδιοργανωμένη συνείδηση του πρωταγωνιστή της.

Αν το μυθιστόρημα εμφανίστηκε τη χρονιά που πέρασε χλομότερο από ό, τι άλλες φορές, το διήγημα εμφανίστηκε σφριγηλότερο. Στο διήγημα, και γενικά στη μικρή φόρμα, βρίσκουμε συνήθως τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό, βέβαια, δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά η σοδειά του 2007 υπήρξε ιδιαίτερα καλή, όχι μόνο σε ποιότητα, μα περιέργως και σε ποσότητα (το περίεργο του πράγματος αφορά, φυσικά, το γεγονός ότι οι συλλογές διηγημάτων είναι διαβόητα αντιεμπορικές). Και μάλιστα, οι περισσότερες συλλογές δεν ήταν συναγωγές κειμένων δημοσιευμένων κατά καιρούς εδώ κι εκεί, μα παρουσίασαν πρωτογενές υλικό. Συγκυριακό φαινόμενο ή μήπως πράξη αυτογνωσίας των συγγραφέων και πρώτη αντίδρασή τους στο άγχος της εμπορικότητας; Το μέλλον θα δείξει. Όπως και αν έχει, πρόκειται για μια φωτεινή ζώνη στο λογοτεχνικό μας τοπίο του 2007.

Το πιο ευχάριστο ήταν η ισχυρή παρουσία νέων συγγραφέων ανάμεσα στις πολλές αξιοπρόσεκτες συλλογές της χρονιάς. Η ευκίνητη και αφτιασίδωτη γραφή, η ζωηρή φαντασία, η προσοχή στο φευγαλέο, αλλά φορτισμένο με σημασία (πολλές φορές ακαθόριστη), η καλειδοσκοπική αίσθηση του κόσμου, η γλυκόπικρη βίωσή του είναι μερικά στοιχεία που τους ξεχωρίζουν από την παλιότερη διηγηματογραφία μας. Στο Λούπα ο Φώτης Θαλασσινός αποστάζει από τον σκοτεινό κόσμο των περιθωριακών, των απροσάρμοστων, των παραβατικών ένα άρωμα αγάπης και ανθρωπιάς. Στο Η άδεια καρέκλα ο Μιχάλης Μακρόπουλος στέκεται σε σκηνές που ρυτιδώνουν ανεπαίσθητα, αλλά σημαδιακά τη λεία επιφάνεια της αστικής ζωής. Στο Μικρός δακτύλιος ο Κώστας Κατσουλάρης υφαίνει με τη νοσταλγία και ξηλώνει με τον σαρκασμό μια σύγχρονη μυθολογία του κέντρου της Αθήνας. Στο Επαφές η Μαρία Κωτίδου μιλάει για τα ανέκφραστα συναισθήματα που γεννούν οι εφήμερες συναντήσεις ανθρώπων σε διάφορες γωνιές του κόσμου. Στο Ντράιβ ιν η πρωτοεμφανιζόμενη Μαρία Μαρκουλή διηγείται με μπρίο και χιούμορ (συχνά μαύρο) παράξενες ιστορίες που έχουν κοινό μοτίβο το αυτοκίνητο.

Από τους παλιότερους, ο Δημήτρης Πετσετίδης , καθαυτό διηγηματογράφος, επανέρχεται με το Λυσσασμένες αλεπούδες στο ζοφερό κλίμα της Κατοχής και του Εμφυλίου, όπου ήταν τοποθετημένα τα πρώτα διηγήματά του, και μας πείθει ότι το θέμα αυτό δεν έχει εξαντληθεί, αρκεί ο συγγραφέας να ξέρει να επιλέγει μια κατάλληλη (σήμερα) οπτική γωνία. Στο Χάρτες του Θεόδωρου Γρηγοριάδη εβδομήντα σύντομες ιστορίες, που μια παρέα φίλων ακούει, διηγείται ή ζει ταξιδεύοντας σε πόλεις και στην ύπαιθρο, σε ξένες χώρες και σε φανταστικούς κόσμους, συνθέτουν ένα πανόραμα ανθρώπινων παθών και στομωμένων επιθυμιών. Από τη συλλογή του Μάνου Ελευθερίου Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ συγκρατώ προπαντός το εξαίρετο ομότιτλο διήγημα, όπου η τελική διάψευση της ρομαντικής φαντασίας του αφηγητή εκλύει περισσότερη συγκίνηση από όση τα σενάριά της. Ο Αργύρης Χιόνης, με ποιητικές καταβολές όπως ο Μάνος Ελευθερίου, συνεχίζει με το Περί αγγέλων και δαιμόνων στη γραμμή που χάραξε με το προηγούμενο βιβλίο του ΄Οντα και μη όντα: αφηγήματα με ανάλαφρη, παιγνιώδη γραφή, αλλά βαθύ υπαρξιακό προβληματισμό γύρω από τον θάνατο, την απώλεια, τη δημιουργία, τη ματαιότητα. Στα αξιοσημείωτα της χρονιάς Η στροφή της Κλεοπάτρας, κύκνειο άσμα του Στέφανου Σταμάτη, ενός παραγνωρισμένου πεζογράφου της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.

Η μικρή φόρμα δεν περιλαμβάνει μόνο το διήγημα και τη νουβέλα. Ένα από τα πιο πρωτότυπα βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2007 ήταν το ΥποΚριτικά κείμενα του σατιρικού συγγραφέα Νίκου Κουνενή , που μιμείται απολαυστικά και συγχρόνως υπονομεύει μια σειρά τρέχοντα είδη λόγου της πολιτισμικής μας ζωής. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί και το Ουαλικό λεξικό του σεξ του Νίκου Δ.Πλατή, ο οποίος έχει βρει τον τρόπο, με τα “μεταμοντέρνα” λεξικά του, να διασπά ένα θέμα σε πολλά μικρά λήμματα, που απορροφούν άλλα θέματα.

Ξανακοιτάζω αυτό τον απολογισμό και παρατηρώ την ισχνότατη παρουσία γυναικών συγγραφέων. Ορκίζομαι πως δεν το έκανα επίτηδες, αν και ξέρω ότι αυτό δεν θα με σώσει από τον Καιάδα για τους φαλλοκράτες. Πριν ριχτώ εκεί, παρακαλώ να γραφτεί στα πρακτικά ότι δεν βρήκα πολύ ευνοϊκότερη ποσόστωση σε ανάλογες ανασκοπήσεις που υπογράφονται από γυναίκες με φεμινιστικά εύσημα. Έχω μια εξήγηση γι΄ αυτό, αλλά, φευ, ποιος να την ακούσει: ολοένα περισσότερες γυναίκες συγγραφείς, βλέποντας τις ευκαιρίες που τους προσφέρει η σύνθεση του αναγνωστικού κοινού, στρέφονται προς ένα είδος λογοτεχνίας που δεν συγκινεί εμάς τους “κουλτουριάρηδες” κριτικούς, ούτε έχουν άλλωστε την ανάγκη μας- ζωή να ΄χουν.