Ο Κώστας Κουτσουρέλης βάζει ως προμετωπίδα του εικονοκλαστικού δοκιμίου του για τον Καβάφη μια ρήση του Νίτσε: «Im Lobe ist mehr Zudringlichkeit als im Tadel». Δεν τη μεταφράζει, ίσως για να μην προδιαθέσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη (αλλά τότε τι τη θέλει;). Εγώ λέω ν’ ακολουθήσω την αντίστροφη τακτική και να μαρτυρήσω εξαρχής τη σημασία της. Η φράση, λοιπόν, σημαίνει «Ο έπαινος έχει κάτι το πιο φορτικό από τον ψόγο». Πράγμα που συχνά αληθεύει. Και θα μπορούσε να είναι ένα (θεμιτό) κίνητρο για μια κριτική αναθεώρηση του Αλεξανδρινού, ιδιαίτερα φέτος, στην 150ή επέτειο της γέννησής του και την 80ή του θανάτου του, όπου πολλαπλασιάζονται οι πάνδημες και από καιρό μονότονες, εδώ που τα λέμε, δοξολογίες γι’ αυτόν. Ο Καβάφης ως ποιητικό τοτέμ, ο Καβάφης ως πασπαρτού, ο Καβάφης ως παραφουσκωμένο ψυχολογικό αναπλήρωμα για τη φτωχή συμβολή της νεότερης Ελλάδας στον παγκόσμιο πολιτισμό, ο Καβάφης ακόμη και ως gay icon, όλα αυτά ενοχλούν και θαυμαστές της ποιητικής του, στους οποίους συγκαταλέγω τον εαυτό μου.

Ο Κουτσουρέλης δεν ανήκει στους θαυμαστές του Καβάφη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι του αρνείται οποιαδήποτε ποιητική αξία. Θα προσπαθήσω να συνοψίσω την επιχειρηματολογία του. Σύμφωνα με αυτόν, λοιπόν, ο Καβάφης ήταν κατά βάθος ένας αισθηματίας, όπως μαρτυρούν τα πρώιμα, αποκηρυγμένα ποιήματά του. Αντιλαμβανόμενος όμως έγκαιρα ότι η ποιητική φωνή του υστερούσε απελπιστικά ως έκφραση προσωπικών αισθημάτων, έκανε στροφή προς την ιστορική ποίηση (δεν αντέχω εδώ στον πειρασμό να σημειώσω την απορία μου για το πώς γίνεται ν’ αποφασίσει ένας ποιητής τη μεταστροφή του με τέτοιους όρους). Στο νέο αυτό πεδίο, δανείστηκε στοιχεία από την επιθεώρηση, που άκμαζε ήδη στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα, κι έγινε μάστορας της ιστορικής δραματοποίησης, δηλαδή της σκηνοθετικής απόδοσης ιστορικών ή οιονεί ιστορικών συμβάντων, χρησιμοποιώντας την επιθεωρησιακή πόζα και την ατάκα για να σχολιάσει, με τη γνωστή πλάγια, ειρωνική ματιά του, χαρακτήρες και καταστάσεις. Εδώ έγραψε πράγματι εξαιρετικά ποιήματα, αν και δεν είναι όλα τα ποιήματά του αυτής της κατηγορίας καλά. Οπου όμως δεν καταφέρνει να ελέγξει τον αισθηματισμό του, το αποτέλεσμα είναι αδέξιο ως μορφή και ρηχό ως περιεχόμενο.

Τι μπορούμε ν’ απαντήσουμε σε όλα αυτά; Είναι αλήθεια, κατ’ αρχάς, ότι το λεξιλόγιο του Καβάφη, όπως επισημαίνει ο Κουτσουρέλης, είναι σχετικά φτωχό και οι λέξεις του δεν έχουν καθ’ εαυτές ισχυρό ποιητικό φορτίο. Αλλά η αντίληψη ότι η αξία ενός λογοτεχνικού κειμένου, έστω και όταν πρόκειται για ποίηση, εξαρτάται από τον λεξιλογικό πλούτο και την εκρηκτικότητα ή την πρωτοτυπία των λέξεων είναι πολύ στενή κι εξίσου πεπερασμένη ιστορικά (για να μην πω ξεπερασμένη) όσο είναι κατά τον Κουτσουρέλη η ποίηση του Καβάφη. Ο Μπόρχες, που μοιάζει και σε άλλα με τον Καβάφη, δεν έχει πιο πλούσιο ούτε πιο πρωτότυπο λεξιλόγιο, για να μη μιλήσουμε για τον Σεφέρη. Η συγκίνηση που παράγει ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι και ζήτημα τρόπου χρήσης των λέξεων (π.χ. κοινόχρηστες λέξεις μπορεί ν’ αποκτήσουν ασυνήθιστες νοηματικές αντηχήσεις), οπτικής, εικονοποιίας κ.λπ. Είχε δίκιο ο Ελύτης στην παρατήρησή του ότι οι στίχοι του Καβάφη, αποσπασμένοι από τα συμφραζόμενά τους, θυμίζουν «κουβέντες του δρόμου», αλλά είχε άδικο στην αξιολόγησή της. Ακριβώς τα συμφραζόμενα δίνουν υπόσταση και προοπτική στις λέξεις. Ως προς τα επιθεωρησιακά δάνεια του Καβάφη, ο Κουτσουρέλης μού φαίνεται πειστικός. Αλλά την έμμεσα εκφρασμένη υποτιμητική στάση του απέναντι στο είδος και τις τεχνικές του δεν τη συμμερίζομαι καθόλου. Η επιθεώρηση, όπως και κάθε καλλιτεχνικό είδος, μπορεί να δώσει από μπαγκατέλες μέχρι αριστουργήματα, ανάλογα με τον δημιουργό. Η επιθεώρηση π.χ. του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», από το 1973, περιέχει μερικά κομμάτια ύψιστης καλλιτεχνικής αξίας (και μεγάλου νοηματικού βάθους). Εκτός από αυτό, ο Κουτσουρέλης υπερβάλλει την έκταση της χρήσης τέτοιων στοιχείων από τον Καβάφη. Λίγα από τα καλύτερα ιστορικά ποιήματά του (γιατί συμφωνώ ότι δεν είναι όλα καλά) απηχούν το πνεύμα της επιθεώρησης.

Για τον αισθηματικό (ερωτικό ή ελεγειακό) Καβάφη δεν μπορώ παρά να δώσω δίκιο στον Κουτσουρέλη. Τα επίθετα που χρησιμοποιεί ο Αλεξανδρινός στις περιγραφές των προσώπων που τον συγκινούν ερωτικά είναι πράγματι στερεοτυπικά και μάλλον αόριστα, κάτι που υποδηλώνει ρηχότητα του ερωτικού αισθήματος. Η στάση του απέναντι στην ηδονή κυμαίνεται ανάμεσα στην ενοχή ή την προκαταβολική παραίτηση και (αργότερα) την ιδεολογική εξιδανίκευση της σεξουαλικής ιδιαιτερότητάς του. Οι θρηνολογίες του για την παρακμή του σωματικού κάλλους και το έρεβος του γήρατος είναι κοινότοπες και αφιλοσόφητες. Τι να κάνουμε, ο Καβάφης δεν ήταν πλασμένος για να δρέπει δάφνες σε όλους τους ποιητικούς στίβους. Ο ίδιος, άλλωστε, περιέγραφε τον εαυτό του ως «ιστορικό ποιητή».

Ο Κουτσουρέλης εγείρει δύο ερωτήματα: αν ο Καβάφης είναι μείζων ποιητής (δεν είναι, απαντάει συμπερασματικά) και αν υπάρχουν εξωτερικοί λόγοι για τη σημερινή παγκόσμια απήχησή του. Το πρώτο ερώτημα μου φαίνεται σχολαστικό, και τα πέντε κριτήρια του Οντεν για τον μείζονα ποιητή, τα οποία επικαλείται ο δοκιμιογράφος, μάλλον μου δίνουν δίκιο. Το δεύτερο ερώτημα είναι πιο ενδιαφέρον. Ανάμεσα στους λόγους που απαριθμεί ο Κουτσουρέλης για την καθολική αποδοχή της καβαφικής ποίησης, ο πιο βαρύνων αφορά τη σχέση της με τη διάθεση της εποχής μας. Ηδη από συγχρόνους του Καβάφη (Καζαντζάκη, Σεφέρη, Θεοτοκά κ.ά.) η ποίησή του είχε χαρακτηριστεί ένα τέλος μάλλον παρά μια αρχή. Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε, με την ύστερη γνώση των ογδόντα ή ενενήντα χρόνων που μεσολάβησαν, πόσο μακριά μάς οδήγησε ό,τι θεωρήθηκε τότε, εξ αντιθέτου, ως καινούργια αρχή στην ποίησή μας. Ας μην επιμείνουμε όμως σ’ αυτό. Ας δούμε τη μομφή του ίδιου του Κουτσουρέλη ότι στους στίχους του Καβάφη ξετυλίγεται μια παθολογία της παρακμής από κάποιον που κοιτάζει αναδρομικά, στο φως μιας μοίρας που φαίνεται σήμερα προδιαγεγραμμένη, την ελληνιστική και την υστερορρωμαϊκή περίοδο, ότι από την ποίησή του λείπει η προσδοκία μιας ουτοπίας και ότι αυτό την κάνει σύμμορφη με το πνεύμα της δικής μας εποχής, αλλά δεν της δίνει διαπιστευτήρια διαχρονικής αναγνώρισης.

Είναι γεγονός ότι η ποίηση του Καβάφη, μια ποίηση αναστοχασμού της συντελεσμένης ιστορίας, είναι ιδιαίτερα ταιριαστή σ’ έναν κόσμο διάψευσης των μεσσιανικών οραμάτων, περισυλλογής και σκεπτικισμού, όπως είναι ο δικός μας. Αν όμως είναι πιθανό ότι αυτό θα μειώσει μακροπρόθεσμα τη δύναμή της να συγκινεί, το ίδιο μπορούμε να πούμε, με βάση και την ιστορική εμπειρία, για μια ποίηση αντίθετης φοράς, μια υψίφωνη ποίηση ουτοπικού οίστρου, που φαίνεται να προτιμά ο Κουτσουρέλης. Με τέτοιους συλλογισμούς δεν πετυχαίνουμε πολλά, όταν κρίνουμε ένα λογοτεχνικό έργο. Το σημαντικό είναι ότι ο Καβάφης, αντί ν’ ανατέμνει ένα ιστορικό πτώμα, όπως πιστεύει ο δοκιμιογράφος, χρησιμοποιεί ως καμβά ένα ιστορικό παρελθόν μακρινό, αλλά συναισθηματικά και πολιτισμικά οικείο γι’ αυτόν, για να ξεδιπλώσει μια χαρακτηρολογία του ανθρώπινου δράματος μέσα στον ελικοειδή ρου της Ιστορίας, με τα πάθη, τις ψευδαισθήσεις, τις αντιφατικές παρορμήσεις, τα διλήμματα, τους καταναγκασμούς, τα θνησιγενή σκιρτήματα, τα υπαρξιακά αδιέξοδα ανθρώπων με μετέωρη, αβέβαιη ή ιστορικά ακυρωμένη ταυτότητα. Και μια τέτοια σύλληψη υπερβαίνει τον ορίζοντα μιας εποχής.

Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις μου, πάντως, βρίσκω την πολεμική του Κουτσουρέλη απείρως πιο ενδιαφέρουσα από τον πληκτικό συρμό της καβαφολατρίας.