Το είδος αυτό δημοσιογραφικού κειμένου, που υπηρετεί η συγγραφέας του τόμου, στα χνάρια μεγάλων παλιότερων υπογραφών, είναι και το μόνο που δεν κρίνεται τόσο από τους ειδικούς όσο από την αδημονία του αναγνώστη τους να το διαβάσει

Μια συλλογή διακοσίων χρονογραφημάτων που έχουν γραφεί από το 2002 ώς το 2012 είναι το βιβλίο της Ρούλας Γεωργακοπούλου «Γυναίκα μετρίου αναστήματος». Διακόσια χρονογραφήματα μέσα σε δέκα χρόνια σημαίνει περίπου δύο χρονογραφήματα τον μήνα. Αν υπολογίσουμε όμως ότι η συγγραφέας μας γράφει το λιγότερο είκοσι τον μήνα, δηλαδή διακόσια σαράντα τον χρόνο, φτάνουμε μέσα σε δέκα χρόνια τον αριθμό 2.400. Αρα η συγκομιδή των διακοσίων χρονογραφημάτων που φαντάζει πλούσια στην πραγματικότητα είναι μάλλον πενιχρή.

Υιοθετώντας όμως η Ρούλα Γεωργακοπούλου το «εξ όνυχος τον λέοντα», κατάφερε (αφού η επιλογή δεν μπορεί παρά να είναι δική της ευθύνη) να δημιουργήσει μια σύνθεση που έχει αποβάλει κάθε στοιχείο επανάληψης ή εκφραστικής μονοτονίας. Είναι αδύνατο να φανταστεί ακόμη και ο πιο υποψιασμένος αναγνώστης πόσο εύκολα αλλά και πόσο δύσκολα ταυτόχρονα γράφεται ένα χρονογράφημα. Οσο και αν υπάρχει ένας εθισμός, ο πανικός που καταλαμβάνει τον χρονογράφο μη τυχόν και δεν καταφέρει να γεμίσει το λευκό χαρτί ή, έστω, τη σελίδα του… υπολογιστή κάνει καθετί, ακόμη κι όταν η επικαιρότητα «αργεί» (που δεν αργεί ποτέ), πηγή μιας απεριόριστης έμπνευσης.

Γεγονότα ασήμαντα, που θα τα προσπερνούσες αδιάφορος σε περίπτωση που δεν έγραφες, γίνονται όχι απλώς ομιλητικά, αλλά προκαλούν μια πρωτοφανέρωτη αγανάκτηση. Ενας χρονογράφος επιβάλλεται περισσότερο αγανακτώντας, αφού η αγανάκτηση συνιστά μια πράξη αντίστασης σε σχέση με την ιλαρότητα που σε δείχνει έναν άνθρωπο που συρμού. Τα δύσκολα στο χρονογράφημα αρχίζουν –και στο σημείο αυτό η Ρούλα Γεωργακοπούλου έχει περάσει με άριστα όλες τις εξετάσεις, διπλωματούχος πανεπιστημιακή πια –όταν χρειάζεται το καθημερινό σου θέμα να το φέρεις στα μέτρα ενός ύφους που έχεις ο ίδιος δημιουργήσει. Ο αναγνώστης όμως να μην αισθανθεί ποτέ ότι επαναλαμβάνεσαι ή ότι είσαι κουρασμένος.

Αντίθετα, ενώ παραμένεις ο ίδιος με τις θέσεις, τις απόψεις και τις αρχές σου, να μπορείς να ανανεώνεσαι καθημερινά χάρη κυρίως σε μια αιφνίδια λάμψη. Και ενώ με τη συνεχή ροή των κειμένων σου σε μια εφημερίδα μπορεί να φαίνεται ότι έχεις κατακτήσει αυτή την απροσδόκητη λεκτική, εκφραστική και υφολογική λάμψη, τα ίδια αυτά κείμενα συγκεντρωμένα σε ένα βιβλίο να μεταβάλλονται σε λαιμητόμο που σε αποκεφαλίζει.

Με τη «Γυναίκα μετρίου αναστήματος» η Ρούλα Γεωργακοπούλου όχι μόνο δεν αποκεφαλίζεται, αλλά γίνεται και εμφανές το συνωμοτικό, από πλευρά της, κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη, ότι με το ενδιαφέρον που της δείχνει και το κουράγιο που της δίνει την κάνει την ίδια ακόμη πιο εφευρετική, πιο πρωτότυπη και πιο προοδευτική. Μεγάλο επίτευγμα που έχει όμως ένα σοβαρό μειονέκτημα. Αισθάνεσαι πως για να επικοινωνήσεις μαζί της χρειάζεται να είσαι μέλος μιας συντεχνίας ή έστω μυημένος σε μια πολιτική ορθότητα, που συνιστά περίπου μια αυταπόδεικτη αλήθεια.

Αν και σε όλα τα είδη του λόγου «μετράει» πολύ περισσότερο το τι θα πει ένας ειδικός, στο χρονογράφημα την πρωτοκαθεδρία την έχει αποκλειστικά ο αναγνώστης. Και όταν ο τελευταίος με τον ίδιο τρόπο που οσμίζεται τον πρωινό καφέ, με την ίδια περίπου αδημονία σπεύδει να διαβάσει το χρονογράφημα της Γεωργακοπούλου, όπως παλαιότερα –σε πολύ μεγαλύτερη έκταση –χρονογραφήματα που υπογράφονταν από τον Νίκο Τσιφόρο, τον Παύλο Παλαιολόγο, την Ελένη Βλάχου, τον Φρέντυ Γερμανό ή ακόμη παλαιότερα από τον Παύλο Νιρβάνα και τον Σταμ Σταμ, περιττεύει κάθε ένσταση ή μικρολογία για το τι εξυπηρετεί το χρονογράφημα.

Ενσταση ή μικρολογία που δεν αφορούσε ποτέ τους ίδιους τους χρονογράφους, καθώς θεωρούνταν και ήταν συχνά άκρως εμπνευσμένοι και ταλαντούχοι, αλλά το χρονογράφημα ως είδος λόγου αυτό καθαυτό. Γι’ αυτό και θεωρούμε τελείως άστοχη την παρατήρηση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της Γεωργακοπούλου που λέει: «Το χρονογράφημα, υποχρεωμένο καθώς είναι να αρπάξει την αλήθεια της ημέρας και να διαψευστεί την επομένη, είναι το πιο θνητό ανάμεσα στα θνητά της δημοσιογραφίας».

Κατά πρώτον, μια αλήθεια όταν είναι αλήθεια μπορεί να ξεχαστεί την επόμενη ημέρα ή για πάντα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι διαψεύδεται. Ενα χρονογράφημα μπορεί κάλλιστα όχι μόνο να μην διαψευστεί, αλλά όπως πλατιά θα διαβαστεί να επηρεάσει πολύ περισσότερο από ό,τι ένα αριστούργημα που το μνημονεύουμε μόνο χωρίς να το γνωρίζουμε και επομένως είναι σαν να μην υπήρξε. Φτάνει όμως ο δημοσιογράφος να είναι, όπως σχολίασε βετεράνος της δημοσιογραφίας, «έξυπνος και σεμνός».

Κατά δεύτερον, είναι καιρός να ξεμπερδεύουμε πια με το σύμπλεγμα της δημοσιογραφίας απέναντι στη μεγάλη δημιουργία. Το ότι υπήρξε κάποτε ο έρωτας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι εξίσου συναρπαστικός ο έρωτας δυο άγνωστών μας νέων παιδιών σήμερα.