Ο γεννημένος το 1949 Μουρακάμι δεν πήρε τελικά ούτε το φετινό Νομπέλ –και δικαίως ίσως. Κατά την ταπεινή μου άποψη έχασε το παιχνίδι λόγω της φλύαρης ογκωδέστατης τριλογίας του «1Q84», ένα κουραστικό κράμα παράλληλων αφηγήσεων για μυστικιστικές σέχτες και πολιτικά ορθές δολοφονίες χωρίς στόχευση και με πλήθος αναπάντητων ερωτημάτων (όχι ως τμήμα συγγραφικής στρατηγικής αλλά ως αμηχανία του συγγραφέα). Προβεβλημένο ως το υποτιθέμενο αριστούργημά του, το βιβλίο αυτό αποκάλυψε στον εξαντλημένο αναγνώστη την ανεμελιά με την οποία ο Μουρακάμι οικειοποιείται βαριά σύμβολα της λογοτεχνικής παράδοσης όπως το περίφημο «1984» του Οργουελ, ενώ εμμέσως δυσφήμησε και το προγενέστερο έργο του. Πιθανώς θύμα της απίστευτης εμπορικής επιτυχίας του, ο Μουρακάμι μοιάζει ανυπόμονος να κατακτήσει τα πάντα. Βεβαίως μπορεί τελικά να το καταφέρει όταν ξαναφτάσει η σειρά της άλλοτε εξωτικής Απω Ανατολής. Αλλωστε το επίπεδο του Νομπέλ έχει τόσο διαβρωθεί τα τελευταία χρόνια που όλα είναι πιθανά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μετά το «Κουρδιστό Πουλί» η συγγραφική κόπωση είναι εμφανής. Μόνο στα μικρού μεγέθους έργα του, όπως το παρόν, ξαναβρίσκει, εν μέρει τουλάχιστον, τη σπιρτάδα και την ευστοχία του.

Εδώ ο συγγραφέας παίζει εμφανώς με τη φιλμική γλώσσα. Καλεί τους αναγνώστες να ενοποιηθούν με τον αφηγητή και, όλοι μαζί, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, να ρίξουμε μια ματιά στο νυχτερινό Τόκιο εν είδει κάμερας. Η νύχτα ξεδιπλώνεται σε μικρά κεφάλαια-επεισόδια που τιτλοφορούνται με την ακριβή ώρα έναρξης καθενός απ’ αυτά. Επειτα από τα ατμοσφαιρικά γενικά πλάνα, εστιάζουμε σε μια φοιτήτρια, τη Μάρι, που επιθυμώντας να αποκρυπτογραφήσει τον κόσμο της νύχτας ξενυχτάει σ’ ένα εστιατόριο διαβάζοντας ένα χοντρό βιβλίο και τον Ταχακάσι, επίσης φοιτητή και ερασιτέχνη τρομπονίστα της τζαζ που κάνει μεταμεσονύκτιες πρόβες σε ένα κοντινό υπόγειο. Η συνάντησή τους, οι εξομολογήσεις του νεαρού και αργότερα της νεαράς, η εμπλοκή τους με την κακοποίηση μιας κινέζας πόρνης σε παρακείμενο ροζ ξενοδοχείο όπου ο Ταχακάσι έβγαζε κάποτε τα προς το ζην, οι νυχτερινές περιπλανήσεις τους ώς το πρώτο πρωινό τρένο συνιστούν τον κορμό της αφήγησης.

Οι δυο νεαροί είχαν κάποτε συναντηθεί μέσω της αδελφής της Μάρι, της Ερι, μιας καλλονής και φωτομοντέλου που έχει πέσει σε κατάσταση λήθης απωθώντας την απαιτητική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, και που μέσω του ανεξήγητου διαρκούς ύπνου της μπαινοβγαίνει σε άλλες πραγματικότητες μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης, ενώ η Μάρι αδυνατεί να επικοινωνήσει μαζί της αν και το επιθυμεί διακαώς. Τα κομμάτια αυτά του βιβλίου μας επανεισάγουν στις εμμονές του Μουρακάμι για την ύπαρξη παράλληλων πραγματικοτήτων και μας εξηγούνται προς το τέλος εν είδει φιλοσοφικής διακήρυξης αρχών:

«… ο κύκλος ολοκληρώθηκε και έκλεισε χωρίς να αφήσει πίσω του ανωμαλίες. Η σύγχυση διαλύθηκε και τα πράγματα αποκαταστάθηκαν. Γύρω μας, αίτιο και αιτιατό προχωρούν χέρι χέρι, ενώ η σύνθεση και η διάλυση διατηρούν την ισορροπία τους. Τελικά τα πάντα διαδραματίσθηκαν μέσα στον χώρο μιας βαθιάς και απροσπέλαστης ρωγμής. Αυτοί οι χώροι ανοίγουν κρυφά μια πόρτα κάπου ανάμεσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας. Οι δικές μας αρχές παύουν να ισχύουν εκεί. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε και πού η άβυσσος θα ρουφήξει έναν άνθρωπο ή αν θα τον ξεράσει».

Στο μεταξύ ο συγγραφέας θα βρει την ευκαιρία να ασχοληθεί για μια ακόμη φορά με την αντρική βία, εισάγοντάς μας στον κόσμο των κακοποιημένων γυναικών –κεντρικό θέμα και στο «1Q84», όπου η ηρωίδα είναι κατά συρροή δολοφόνος αντρών που κακοποιούν γυναίκες! –αναζητώντας ίσως τη συμπάθεια του γυναικείου φύλου εν γένει. Θα παραθέσει δε εν είδει υπόκρουσης ποικίλα κομμάτια τζαζ, θα μας θυμίσει το «Αλφαβίλ» του Γκοντάρ και θα βάλει τον κομπιουτερίστα που έσπασε στο ξύλο την κινέζα πόρνη να γυμνάζεται τέσσερις η ώρα το πρωί υπό τους ήχους του Μπαχ.