«Αλλάζω» σημαίνει λιγότερο βάζω πλώρη προς το καινούργιο και περισσότερο επανέρχομαι στο πιο ενδόμυχο, στο πιο προσωπικό, επισημαίνει ο Ερίκ Βαρτζμπέντ, ο οποίος εισάγει τον αναγνώστη στα κεφάλαια του δοκιμίου του με ανατρεπτικούς τίτλους: «Πώς καταστρέφεις την ερωτική σου ζωή», «Πώς να αδιαφορείς για την πολιτική», «Πώς χαραμίζεις τη ζωή σου με τη θρησκεία» αλλά και «Πώς να μιλάς για να μη σε καταλαβαίνουν», «Πώς να ευημερήσεις χάρη στο έγκλημα» και εντέλει «Πώς να τελειώνεις μια και καλή με τις πραγματείες περί ευτυχίας και τις άλλες ηθικές οδηγίες χρήσης».

Σε πολλά σημεία του μικρού αυτού βιβλίου το γέλιο αναβλύζει αβίαστα και λειτουργεί λυτρωτικά, είναι «θεραπευτικό» και «παράγοντας αλλαγής». Ο σκηνοθέτης εξάλλου γνωρίζει καλά τη χρήση του χιούμορ, της αυτοϋπονόμευσης και του αυτοσαρκασμού.

Στο γουντιαλενικό σύμπαν τα υποκείμενα πάσχουν από «αστική νεύρωση», κάτι που ο δημιουργός τους γνωρίζει επίσης καλά: «Στην πόλη η ζωή μας είναι εγκεφαλική. Δεν σηκωνόμαστε αχάραγα για να κόψουμε σανό, όπως οι μουζίκοι του Τολστόι» λέει. Οσο για την πολιτική αυτή καθαυτή, μπαίνει σε δεύτερο πλάνο στο έργο του Αλεν –η οπτική είναι ψυχολογική ή υπαρξιακή. Τον ενδιαφέρει ο «σύγχρονος άνθρωπος», όρο με τον οποίο «νοούμε κάθε άτομο που γεννήθηκε μετά τη νιτσεϊκή διαπίστωση ότι ο Θεός είναι νεκρός», αλλά πριν από την κυκλοφορία του σουξέ «I want to hold your hand» των Beatles. Και η θρησκεία του είναι το Εγώ. Οσο για τις δέκα νέες εντολές της εποχής μας, θα μπορούσαν να διατυπωθούν ως εξής: «μόνος σου θα πετύχεις – να υμνείς τα είδωλα της σόουμπιζ – να τιμάς την τεχνική – να αγαπάς την καινοτομία – να ασκείς τον σεξουαλικό και τον συναισθηματικό νομαδισμό – να καλλιεργείς την ομφαλοσκόπηση – να λατρεύεις τη νιότη – να κρύβεις τα γηρατειά – να γεύεσαι τον ηδονισμό – να συμβουλεύεσαι τον ψυχαναλυτή σου» γράφει ο Βαρτζμπέντ. Το θέμα λοιπόν είναι η ευτυχία. Που όμως διαφέρει για τον καθένα από εμάς. Πώς θα τη βρούμε; «Whatever works» είναι το απόσταγμα της γουντιαλενικής σοφίας.

Υπάρχει όμως και μία ταινία, λέει ο Βαρτζμπέντ, που θα μπορούσε να δημιουργήσει η ίδια μια νέα ψυχολογική έννοια, τον «ζελιγκισμό» (κατά τον μαζοχισμό, που δημιουργήθηκε από τον Ζάχερ-Μαζόχ, ή τον δονζουανισμό, από τον μύθο του Δον Ζουάν). Πρόκειται για το «Ζέλιγκ». Ο Λέοναρντ Ζέλιγκ (Γούντι Αλεν) αντιγράφει αυτούς που συναναστρέφεται: γίνεται μαύρος με τους μαύρους, Ινδιάνος με τους Ινδιάνους, παχύσαρκος με τους παχύσαρκους, μουσικός με τους μουσικούς! Η περίπτωση αυτή είναι υπαρκτή. Η ψυχαναλύτρια Ελένε Ντόιτς την έχει περιγράψει πρώτη ως «προσωπικότητα as if». Ταυτότητα ευμετάβλητη, χωρίς στεγανά. «Ο Ζέλιγκ μιμείται τον άλλο όχι για να γίνει κάποιος ή για να διακριθεί, αλλά για να αγαπηθεί», λέει ο Βαρτζμπέντ. «Ο μιμητισμός προλαμβάνει μια συναισθηματική απόρριψη. Ο Ζέλιγκ φοβάται τη μοναξιά, όχι την ταπείνωση».

Ο όχι ιδιαίτερα «πολιτικός» κινηματογραφιστής Γούντι Αλεν κάνει εδώ και μία από τις πιο πολιτικοποιημένες ταινίες του, λέει ο ελβετός ψυχαναλυτής. «Ο Αλεν περιγράφει το πάθος της μίμησης, κεντρικό στοιχείο όλων των ολοκληρωτικών φαινομένων. Ο πειρασμός τού ενός και μοναδικού, η έλξη για το όμοιο, η μυστικιστική αναζήτηση της ενότητας δεν βρίσκονται άραγε στο επίκεντρο όλων των αυταρχικών καθεστώτων; Η έντονη πολιτική σαγήνη δεν εκφράζεται άραγε με το μυστικό όνειρο να μοιάσουμε σε κάτι, σε ένα κτήνος ή σε έναν θεό; Η ανάγκη του ατόμου να ξορκίσει την ουσιαστική μοναξιά του εξηγεί τη μοιραία έλξη που ασκούν οι ακραίες πολιτικές. Το άτομο, στη θαλπωρή του κοπαδιού, καταργεί τον διαχωρισμό, την ευθύνη να αποδέχεται τη διαφορά. Ο Ζέλιγκ λέει ότι νιώθει ασφαλής όταν, κυνηγημένος, βρίσκεται στη Γερμανία, με το χέρι υψωμένο σε μια ναζιστική συγκέντρωση…».