Η σχέση του Σέιμους Χίνι με την Ελλάδα ήταν βαθιά. Αντλησε δύναμη από το αρχαίο δράμα, εμβάθυνε στους νεότερους έλληνες ποιητές, αλλά και είδε στη μορφή του θεού Ερμή τον ίδιο του τον αγρότη πατέρα

«Πρέπει να πω ότι στους Δελφούς νιώθω σαν στο σπίτι μου. Ο τόπος με βάζει στον πειρασμό να τον θεωρήσω γενέθλιο –ίσως γιατί ένας από τους πρώτους ήχους που άκουσα στη ζωή μου προερχόταν από μια παλιά νεραντλία που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού μας. Κάθε φορά που κάποιος αντλούσε νερό, ανεβοκατεβάζοντας τη μανιβέλα, εγώ άκουγα την πανάρχαιη λέξη «ομ-φα-λός», «ομ-φα-λός»».

Ετσι ξεκίνησε ο Σέιμους Χίνι την ομιλία του στο Διεθνές Λογοτεχνικό Συμπόσιο των Δελφών, το 2004, με θέμα «Η ελληνική εμπειρία». Και βέβαια δεν έμεινε εκεί: «Ομως και στην Ελλάδα νιώθω σαν στο σπίτι μου, ίσως γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ποιητικό γιο του Ησίοδου, αφού στην πραγματική ζωή ο πατέρας μου ήταν ένας αγρότης κι ένα από τα πρώτα μου ποιήματα είχε τον τίτλο «Ο προσωπικός μου Ελικώνας». Ομως θεωρώ τον εαυτό μου και γιο του Ερμή, γιατί ο Ερμής ήταν ο θεός των πορθμέων, των ταξιδιωτών, των αγορών, των διασταυρώσεων. Ο Ερμής με το καπέλο του, το κηρύκειο και τα σανδάλια, ήταν ίδιος με τον πατέρα μου, έναν κτηνοτρόφο που κάθε εβδομάδα πήγαινε τα ζώα του στο παζάρι, φορώντας σανδάλια κι ένα πλατύγυρο καπέλο και κρατώντας πάντα μπαστούνι».

Στο συμπόσιο εκείνο ξένοι πεζογράφοι και ποιητές μιλούσαν για τον εαυτό τους σε σχέση με την Ελλάδα. Τα κείμενα αργότερα συγκρότησαν και έναν μικρό τόμο με τίτλο «Η ελληνική εμπειρία», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη σε επιμέλεια Κίρκης Κεφαλέα. Η ομιλία του Χίνι (μεταφράστηκε από την Κατερίνα Σχινά) υπήρξε από τις πλέον αξιοσημείωτες, καθώς η δική του «ελληνική εμπειρία» υπήρξε, όπως είπε, «μαγική». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η σύνδεση που έκανε με τα γεγονότα της Ιρλανδίας: «Οσα κατά καιρούς έχω διαβάσει και έχω γράψει μου έχουν αποδείξει ότι από τη λογοτεχνία, την τέχνη και την Ιστορία της κλασικής περιόδου μπορεί να αντληθεί μεγάλη ψυχική, πολιτική και καλλιτεχνική δύναμη. Οτι εκεί εδρεύουν η ενέργεια και η έμπνευση. Με άλλα λόγια: η πρόκληση του ανθρωπισμού διατηρεί την ισχύ της. Πάρτε για παράδειγμα το χαρακτήρα του Νεοπτόλεμου στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή: ο Νεοπτόλεμος αποδείχθηκε για μένα καλός σύντροφος, όταν επιχείρησα μια διασκευή του έργου για έναν ιρλανδικό θίασο το 1990. Οπως και πολλοί άλλοι ιρλανδοί συγγραφείς, πιέστηκα κατά καιρούς να ενταχθώ στη μία ή στην άλλη πολιτική ομάδα. Ομως, ακόμη κι αν ήμουν σύμφωνος με την ιδεολογική θέση κάποιας από αυτές, αισθανόμουν ότι αν στρατευόμουν στις τάξεις της θα πρόδιδα κάποια εσωτερική συγγραφική επιταγή να παραμείνω ανεξάρτητος. Ηταν λοιπόν μια γνήσια απελευθερωτική εμπειρία η συνάντηση με τον Νεοπτόλεμο, γιατί αμέσως αναγνώρισα την τραγική θέση στην οποία βρισκόταν. Ταυτίστηκα με τον διχασμό του ανάμεσα στην επιθυμία να διατηρήσει τον αυτοσεβασμό του και στην επιθυμία να είναι πιστός στις επιταγές της πατρίδας του. Ο Νεοπτόλεμος βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα ηθικό δίλημμα –από τη μια η ανθρωπιά του τον καλούσε να μην προδώσει τον φίλο του, Φιλοκτήτη, και από την άλλη η στρατιωτική του τιμή επέτασσε να υπακούσει τον Οδυσσέα, ο οποίος απαιτούσε από εκείνον να εξαπατήσει τον Φιλοκτήτη. Θα έσωζε την ψυχή του αρνούμενος να υποταχθεί ή θα την πρόδινε εις όφελος της εν όπλοις αλληλεγγύης; Ξαναζούσα, μέσω ενός κλασικού έργου, το τραγικό δίλημμα που είχα βιώσει ιδιωτικά».

Στην ίδια ομιλία όμως έδειξε πόσο στενά παρακολουθούσε και τη σύγχρονη Ελλάδα:

«Οσο περνούν τα χρόνια με ενδιαφέρει όλο και περισσότερο η προσπάθεια των σύγχρονων ελλήνων ποιητών να γεφυρώσουν το χάσμα, να συνδέσουν την αρχαία Ελλάδα με το ελληνικό έθνος που αναδύθηκε μετά το 1821. Εχοντας ζήσει όλη μου τη ζωή σε μια χώρα της οποίας η ταυτότητα αντλεί πολλά στοιχεία από τον αρχαίο κελτικό και τον πρώιμο χριστιανικό πολιτισμό, αλλά που σήμερα λειτουργεί και αυτή ευκαιριακά σε ένα ευρύτατα αγνωστικιστικό, καταναλωτικό σύμπαν παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, διακρίνω πολλά κοινά με τη σύγχρονη Ελλάδα. Εχω διαβάσει με ενδιαφέρον τα σχετικά με την άνοδο και την πτώση της Μεγάλης Ιδέας. Γνωρίζω τα δεινά της Ελλάδας στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, του εμφυλίου πολέμου, της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον τρόπο με τον οποίο οι απογοητεύσεις της σύγχρονης εποχής διαθλώνται στα ποιήματα που έγραψε ο Σεφέρης στην Κύπρο τη δεκαετία του ’50, όπου το ενδιάμεσο υλικό αντλείται όχι μόνο από τον Ευριπίδη αλλά και από τα χριστιανικά απόκρυφα. Ευγνωμοσύνη για ανάλογες διαθλάσεις στα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια, χρόνια πριν. Για τον τρόπο με τον οποίο ο Ρίτσος ξαναδουλεύει τους μύθους επιχειρώντας μια κριτική του σύγχρονου πολιτικού βίου (…)»