«Ο Θεός έπλασε τους ανθρώπους, το ουίσκι τούς έκανε όμορφους και οι κύριοι Σμιθ & Γουέσον ίσους». Με μότο αυτή τη ρήση του Κωστή Παπαγιώργη ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης ξεκινά τον πρόλογο του μυθιστορήματος «Οι αδελφοί Αδελφές».

Ο Πάτρικ Ντεγουίτ έγραψε με άγριο κέφι ένα βιβλίο που για πρώτη φορά στην ιστορία των Booker (2011) έφερε ένα γουέστερν στη βραχεία λίστα.

Η κριτική συγκαταλέγει τα γουέστερν μαζί με τα ρομαντικά μυθιστορήματα και τα αστυνομικά του σωρού στην κατηγορία της παραλογοτεχνίας. Τα θεωρεί, στην καλύτερη περίπτωση, μυοχαλαρωτικά αναγνώσματα μιας χρήσης. Ενα γουέστερν όμως σπάει αυτό το ταμπού και σκαρφαλώνει στη βραχεία λίστα του Booker, για πρώτη και μόνη φορά στα 43 χρόνια της ύπαρξης του θεσμού, το 2011.

Ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης στον ζουμερό πρόλογο του μυθιστορήματος δεν ξεχνά να συμπεριλάβει μια δήλωση του Μπέκετ: «Οταν κάποτε ρωτήθηκε εκνευριστικά και επίμονα για το τι είναι το περιλάλητο «Περιμένοντας τον Γκοντό«, έδωσε την πληρωμένη και αφοπλιστική απάντηση: Μα ένα γουέστερν, φυσικά»· αλλά και τη ρήση του Μπόρχες ότι «το επικό στοιχείο έχει διασωθεί για εμάς, πράγμα παράδοξο, από τα γουέστερν».

Οι αγγλόφωνοι κριτικοί μνημονεύουν τους αδελφούς Κοέν και τον Τομ Γουέιτς, όμως το μυθιστόρημα του Ντεγουίτ προχωρεί πολύ παραπέρα: χρησιμοποιεί τα παντοδύναμα κλισέ του είδους για να τα ανατρέψει και γκαζώνει στυλιστικά. Το ύφος του είναι κεντημένο, η αυτοαναφορικότητα ορατή και η ειρωνεία ανελέητη:

«»Περιγράφει την αδράνεια και τη δειλία του σαν νωθρότητα»», είπε ο Τσάρλι.

«Κι ενώ έχουμε πέντε σκοτωμένους», είπα, «περιγράφει ότι παίρνουμε τα πλούτη του σαν κάτι εύκολο».

«Εχει πρόβλημα με τις περιγραφές», είπε ο Τσάρλι» (σελ. 168).

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Δύο επαγγελματίες πιστολάδες, ο Ελι και ο Τσάρλι Αδελφές, αναλαμβάνουν να σκοτώσουν τον Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ. Την εντολή έδωσε ο Στόλαρχος, ένας ισχυρός κακοποιός με τον οποίο συνεργάζονται. Από το Ορεγκον μέχρι το Σακραμέντο οι δύο αδελφοί αναζητούν το θύμα τους. Συναντούν ανθρώπους, μπλέκονται σε περιπέτειες, μαθαίνουν τι θα πει οδοντόβουρτσα, αναζητούν χρυσό, ερωτεύονται, σκοτώνουν. Βρισκόμαστε στα μέσα του 19ου αιώνα και ο πυρετός του χρυσού βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Πόρνες, αλλόκοτοι ταξιδιώτες, φυματικές λογίστριες. Οι δύο αδελφοί δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικοί: ο Ελι τρελαίνεται για πιστολίδι, μεθάει ακατάσχετα, τραβάει πιστόλι για το τίποτα. Ο Τσάρλι αναζητεί τον έρωτα. Είναι ο αφηγητής με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω από την ιστορία. Τη ζει και την παρατηρεί ταυτόχρονα. Το ύφος των συζητήσεων των δύο αδελφών είναι αμίμητο:

«Ο Τσάρλι δεν απάντησε κι έτσι πρότεινα, αν και κομμάτι αδύναμα, «Τι θα ‘λεγες να πάμε στον καταυλισμό τους άοπλοι και με ψηλά τα χέρια;».

«Αρνούμαι να τιμήσω τούτη την ερώτηση με την απάντησή μου»» (σελ. 250).

Ο αφηγητής δεν αφήνει καμία αφηγηματική σύμβαση να πέσει κάτω: «Στον στατικό κόσμο των άκαμπτων γεγονότων και των αριθμών κύλησαν περίπου είκοσι πέντε λεπτά προτού σταματήσει να λαμπυρίζει ο χρυσός, αλλά οι στιγμές που παρήλθαν ενόσω δουλεύαμε δεν ήταν μήτε σύντομες μήτε παρατεταμένες, ήταν κατά κάποιον τρόπο απομακρυσμένες από την ίδια την επικράτεια ή την έννοια του χρόνου –ήμασταν εκτός χρόνου, αυτό αισθανόμουν» (σελ. 295). Παίζει με τα ρομαντικά κλισέ, τα οποία στο συγκεκριμένο είδος λειτουργούν υπονομευτικά [«έβλεπα το ογκώδες άτομό μου στις προθήκες των καταστημάτων όπως περνούσα και αναρωτιόμουν: πότε θα αγαπήσουν επιτέλους αυτόν τον άντρα;» (σελ. 67)]. Καταγράφει σουρεαλιστικές σκηνές με άφθονο αίμα και πιστολίδι μέχρις εσχάτων, και δηλώνει τα πιο απλά πράγματα με σεσοφισμένο τρόπο [«Εσύ πήρες όλο το ρομαντισμό στο αίμα σου, καλά δε λέω;». «Το αίμα μας είναι το ίδιο, απλώς το χρησιμοποιούμε διαφορετικά», (σελ. 171)].