Συνηθίζουμε να συνδέουμε τον Ελευθέριο Βενιζέλο με τους συνήθως εύστοχους διπλωματικούς και στρατιωτικούς ελιγμούς του και τον διπλασιασμό της ελληνικής επικράτειας. Και αυτό παρά τον εθνικό διχασμό που σημάδεψε το πρώτο κομμάτι της αθηναϊκής πολιτικής του καριέρας, του οποίου διχασμού, βέβαια, υπήρξε ο ένας πόλος.

Λιγότερο γνωστά και πολύ λιγότερο χρησιμοποιούμενα στον δημόσιο λόγο είναι τα έργα του στον τομέα του πολιτισμού, έργα που συνδέονται και με την πρώτη περίοδο της κυριαρχίας του, σε έναν βαθμό, κυρίως όμως με τη δεύτερη, την περίφημη τετραετία 1928-1932, όταν απαλλαγμένος πια από τις πολεμικές προτεραιότητες προσπάθησε να βαθύνει στην Ελλάδα τον αστικό εκσυγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό του κράτους.

Αν στην πρώτη περίοδό του είχε να αντιμετωπίσει το Παλάτι και τους παλαιοκομματικούς, στη δεύτερη είχε άλλα θηρία: αυτά της διεθνούς οικονομικής κρίσης που, όπως και τώρα, δεν απέτρεψαν την πρακτική πτώχευση της χώρας το 1932.

Ωστόσο, και παρά τις σκοτούρες, όχι μόνο δεν έχανε την ευκαιρία να βλέπει μια καλή παράσταση, αλλά προώθησε και πολιτιστικούς θεσμούς. Με νόμο του 1930 ίδρυσε το Εθνικό Θέατρο, τα επίσημα εγκαίνια του οποίου έγιναν το 1932. Ηταν ένα παλαιό αίτημα, το οποίο σκόνταφτε όχι μόνο στα οικονομικά, αλλά και στη μη αποδοχή από πολλούς του μοντέλου της πρωτοκαθεδρίας του σκηνοθέτη, καθώς ακόμη μεσουρανούσε το μοντέλο του ηθοποιού-θιασάρχη που αποφάσιζε για όλα. Σκόνταφτε βέβαια και στην αξεπέραστη βεντέτα της βασιλικής Μαρίκας Κοτοπούλη με τη βενιζελική Κυβέλη.

Τέτοια ήταν τα πάθη, όπως γράφει η Ελένη Γουλή, ώστε κάποτε ομάδα επιστράτων, στρατολογημένων από το Παλάτι, έκαψε το θέατρο της Κυβέλης ενώ η Κοτοπούλη προπηλακίστηκε σε εμφάνισή της στην Κωνσταντινούπολη.

Προωθήθηκε όμως η ίδρυση του Εθνικού, χωρίς τη συμμετοχή καμιάς εκ των δύο. Ηταν απαίτηση του Φώτου Πολίτη, πρώτου σκηνοθέτη του Εθνικού, προς τον αρμόδιο υπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Οι δύο βεντέτες θα διέλυαν το θέατρο προτού καν συσταθεί.

Εγιναν και άλλες θεσμικές παρεμβάσεις, όπως η αναβάθμιση του Σχολείου Καλών Τεχνών στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών που ξέρουμε και σήμερα –όχι πάλι χωρίς καβγάδες. Οπως γράφει η Νικολέτα Τζάνη, ο βενιζελικός συγγραφέας και παράγων του πολιτισμού Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ήδη διευθυντής της Πινακοθήκης, εποφθαλμιούσε τη θέση του διευθυντή και της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών –οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι επί φιλικών κυβερνήσεων πάντοτε έπαιρνε πόστα. Η θέση όμως δόθηκε στον γαλλοτραφή γλύπτη Κωνσταντίνο Δημητριάδη, στο πλαίσιο μιας νέας πολιτικής κατά την οποία αξιοποιούνταν άνθρωποι με διεθνή εμπειρία και διασυνδέσεις.

Το βιβλίο «Ελευθέριος Βενιζέλος και Πολιτιστική Πολιτική», δημοσίευση των πρακτικών συμποσίου που διοργανώθηκε το 2008 από το Μουσείο Μπενάκη και το Εθνικό Ιδρυμα Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος, είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο ευρύτερης κατανόησης της εποχής. Στο πρώτο μέρος περιγράφει τους βασικούς πολιτιστικούς θεσμούς που προώθησαν οι κυβερνήσεις Βενιζέλου, ενώ στο δεύτερο περιγράφει την πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή, καθώς και τα ρεύματά της σε κάθε τομέα ξεχωριστά: γράμματα, μουσική, γλυπτική κ.λπ. Με επιστημονικές ανακοινώσεις έμπειρων ερευνητών, με πρόλογο του Τάσου Σακελλαρόπουλου που τοποθετεί τον Βενιζέλο στο ιστορικό του πλαίσιο, με άρθρα που ούτε χαϊδεύουν αυτιά αλλά ούτε υποτιμούν αυτή την υποφωτισμένη όψη του βενιζελικού έργου, αναδεικνύονται όλα όσα διακυβεύονταν την περίοδο εκείνη.

Διότι η εποχή του Βενιζέλου είναι ακριβώς εκείνη η οποία προέβη στην οικοδόμηση βασικών θεσμικών δομών που αποτελούν τις βάσεις και του σημερινού κράτους. Εγκατέστησε, επίσης, έναν δημόσιο λόγο και κάποιες ιδεολογικές σταθερές που ακόμη μας χαρακτηρίζουν. Είναι η περίοδος ακριβώς όπου τελειώνει η Μεγάλη Ιδέα και ένας πατριωτικός λόγος αντικαθίσταται από έναν άλλο, επίσης πατριωτικό, ο οποίος φθάνει έως τις ημέρες μας.

Από αυτή την άποψη, η πολιτισμική παρέμβαση του Βενιζέλου είναι καθοριστική. Ηταν μια ισχυρή προσωπικότητα, η οποία μάλλον βοήθησε στην ανάδειξη, γύρω του, άλλων ισχυρών προσωπικοτήτων που σφράγισαν την Ελλάδα για δεκαετίες. Η γενιά του ’30, λ.χ., ήταν κατά βάση βενιζελική. Βενιζελική ως προς τους στόχους της, που ήταν πρώτα από όλα ο επαναπροσδιορισμός της ελληνικής ταυτότητας, η επινόηση της περίφημης ελληνικότητας, και μετά το σταδιακό μπόλιασμα αυτής της ελληνικότητας με ξένα ρεύματα και επιρροές. Με αυτή την έννοια Βενιζέλος και πνευματικοί άνθρωποι ήταν ένα ενιαίο μπλοκ, το οποίο ανέλαβε τη δημιουργία των νέων συμβόλων και μας πήρε από το χέρι για δεκαετίες.

Είναι χαρακτηριστικό, όπως γράφει στο άρθρο της η Ολγα Γκράτζιου, ότι η στροφή προς τη μελέτη του Βυζαντίου έγινε πολιτικό πρόταγμα ακριβώς εκείνη την εποχή.

Στις συζητήσεις για την ονομασία του Μουσείου, ο Παπαρρηγόπουλος μιλούσε για μεσαιωνικό Ελληνισμό, ο διευθυντής του Μουσείου προτιμούσε τον όρο Ελληνικόν Εθνικόν Μεσαιωνικόν Μουσείον, αλλά τελικά επελέγη ο όρος «Βυζαντινό» που το αποσυσχέτιζε από τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Μεσαίωνα.

Αξίζει ίσως να δούμε το παρόν μας και με τα μάτια αυτού του παρελθόντος που ξεκινά αρκετά πριν από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, κάπου στα 1910…