Η μόνη μουσική / που ενθαρρύνει τα μυρμήγκια / στο μόχθο του καλοκαιριού / είναι των τζιτζικιών / το τραγούδι…

Κόνδορες, αλεπούδες, ζέβρες, λαγοί, χελώνες, λύκοι, πιγκουίνοι, ελέφαντες και χταπόδια είναι οι ευρηματικές φιγούρες των μικρών στιχουργημάτων στην τελευταία συλλογή του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη («Ζώα στα σύννεφα», εκδ. Κέδρος), όπως βρέθηκε στα κατάλοιπά του, έτοιμη να μας ταξιδέψει σε τόπους παράλογα έλλογους, σε ένα θυμόσοφο και ειρωνικό επέκεινα: σχολιαστές του βίου και του θανάτου, τα ζώα χρησμολογούν ανατρέποντας ετοιμοπαράδοτες ιδέες και σπιθοβολώντας ποιητικές αλήθειες.

Η αρκούδα πάνω στα βουνά / τα χιονισμένα / πλησιάζει τον νεκρό στρατιώτη / με συμπάθεια. / –Δε θα τον φάω, σκέφτεται / αφού για χάρη μου / κάνει τον πεθαμένο.

Η πολιτική επικαιρότητα πάλι επαναφέρει στο προσκήνιο το βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα «Κωνσταντινούπολη, η Πόλη των απόντων» (εκδ. Πατάκη), αντιστρέφοντας ίσως ελαφρά τον τίτλο του: ποια είναι η «Πόλη των παρόντων» που γεμίζουν ασφυκτικά τις πλατείες και τους δρόμους της τούτο το καλοκαίρι; Πολύ περισσότερο από απλός οδηγός πόλης, αυτό το οδοιπορικό διασταυρώνει το ιστορικό παρελθόν με το παρόν, ανατέμνει την ανθρωπογεωγραφία, την αρχιτεκτονική, την πολυγλωσσία, την πλουραλιστική παράδοση των πληθυσμών που την κατοικούν ή που έχουν αφήσει το χνάρι τους πάνω της: Ελληνες, Εβραίοι, Αρμένηδες, Φραγκολεβαντίνοι, μειονότητες που ανέμειξαν επί μακρόν την καθημερινότητά τους με τους γηγενείς πληθυσμούς ή τους αφικνούμενους από την ενδοχώρα, έχουν δημιουργήσει μια πόλη πραγματικά πολυπρόσωπη, μαγική, μετέωρη ανάμεσα στο εκσυγχρονιστικό και στο οθωμανικό της πλαίσιο.