Τι δουλειά έχει η Μοντάνα των Ηνωμένων Πολιτειών ως πρωταγωνιστικός τόπος σε ελληνικό μυθιστόρημα; Και τι δουλειά έχει επίσης ο διάσημος αμερικανός συγγραφέας Ντον Ντελίλο ως χαρακτήρας του μυθιστορήματος αυτού; Ο ίδιος ο Μιχάλης Μοδινός που το έγραψε κάνει άλλωστε την πρώτη από τις δύο ερωτήσεις και στον εαυτό του, στις σελίδες του βιβλίου του. «Ποιος θα νοιαζόταν στην εσωστρεφή –και μάλιστα με έντονα ελληνοαμερικανικά αισθήματα –Ελλάδα για μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο Γκρέιτ Φολς της Μοντάνα; Μιας Πολιτείας όπου κατέληγαν στις μέρες μας περιθωριακοί, παράφρονες, παραστρατιωτικοί, ακόμη και οικολόγοι βομβιστές ή ριζοσπάστες αρνητές της βιομηχανικής κοινωνίας, σαν εκείνο τον Unabomber που έστελνε παγιδευμένες επιστολές-βόμβες;» αναρωτιέται ο αφηγητής.

Η απάντηση υπάρχει, αλλά δεν δίνεται μεμιάς. Ο Ντελίλο, που εμφανίζεται προς το τέλος του μυθιστορήματος (για αρκετές όμως σελίδες), βοηθάει στη μορφοποίησή της λέγοντας στον αφηγητή που είναι και συγγραφέας: «Σε ό,τι αφορά το λογοτεχνικό σου μέλλον, δεν θέλω να σε παραμυθιάσω παροτρύνοντάς σε να μείνεις στα τοπικά δεδομένα –στη θεματική της Αντίστασης και του Εμφυλίου και της Μικρασιατικής Καταστροφής και της γενιάς του Πολυτεχνείου και τα σχετικά -, αν και θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για το ότι πολλές μετριότητες θα κάνουν εύκολη καριέρα με όλα τούτα. Οφείλεις να πάρεις τις αποστάσεις σου. Ζούμε σε ένα μη τόπο στις μέρες μας. (…) Ζούμε σε ένα οικουμενικό τοπίο και είμαι της γνώμης ότι το μόνο που μπορεί να κάνει ένας υποτελής πολιτισμός είναι να αδράξει την περιρρέουσα οικουμενικότητα». Ταυτόχρονα, σπεύδει να ξεκαθαρίσει: «Το κακό είναι ότι η παράδοση έχει διαρραγεί βίαια στα μέρη σας. Κι όμως έχετε ένα θησαυρό ερεθισμάτων –όπου κι αν ανασκάψετε την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο τόπος είναι το βιβλίο του κόσμου».

Αυτά, βέβαια, τα λέει ένας Ντελίλο της φαντασίας. Οτι γνωρίζει την Ελλάδα αρκετά καλά είναι όμως επίσης γεγονός. Το 1979 ήρθε στην Ελλάδα με υποτροφία Γκούγκενχαϊμ και έμεινε τρία χρόνια. Εχει αποτυπώσει αρκετά πράγματα από όσα είδε τόσο σε συνεντεύξεις του όσο και σε γραπτά του, κυρίως στο βιβλίο του «Ονόματα». Ο Μοδινός τα γνωρίζει αυτά, παρακολουθεί άλλωστε αρκετά στενά την αμερικανική και τη βρετανική λογοτεχνία, γι’ αυτό και τοποθετεί εκείνες τις αφηγήσεις σε αυτή την περίοδο της ζωής του Ντελίλο, όταν ήταν στην Ελλάδα χωρίς ακόμη να είναι εδώ ιδιαίτερα γνωστός.

Το μυθιστόρημα αυτό, άλλωστε, επεξεργάζεται ακριβώς τη δύσκολη σχέση της Ελλάδας με τη Δύση. Τη δυσπιστία αλλά και τον θαυμασμό που τρέφει γι’ αυτήν, τις σχέσεις εξουσίας και υποτέλειας, αλλά και το αίτημα ελευθερίας που ταυτόχρονα περιμένει να γεννηθεί μέσα από αυτήν. Κάπως έτσι, σε ένα μεταφορικό επίπεδο, περιγράφεται και η βασική ανθρώπινη σχέση στο βιβλίο, μια ερωτική σχέση ανάμεσα σε έναν έλληνα συγγραφέα –τον αφηγητή –και μια Αμερικανίδα από το Γκρέιτ Φολς της Μοντάνα με μακρινή ελληνική καταγωγή, που κάνει καριέρα ως εμπειρογνώμων διεθνών οργανισμών.

Η γεωγραφία, η οικολογία, οι διαπολιτισμικές επαφές, τα εξωτικά μέρη, το ερωτηματικό της αέναης ανάπτυξης και η σχέση της με τη φύση και τον πολιτισμό, από τα αγαπημένα θέματα του Μιχάλη Μοδινού και σε άλλα μυθιστορήματα, συνδυάζονται εδώ και με καινούργιους προβληματισμούς για την αυταπάτη της εξαγωγής της δημοκρατίας και του δυτικού πολιτισμού, για τη μετατροπή των ΗΠΑ από γη της επαγγελίας σε κυρίαρχο πολιτισμό. Και όλα αυτά μέσα από την περιγραφή της προσωπικής ιστορίας των δύο πρωταγωνιστών, που πρωτοσυναντιούνται εικοσιπεντάχρονοι στη Μήλο το καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης, το 1974, και έκτοτε βρίσκονται σε μια συνεχή διαδοχή προσεγγίσεων και απομακρύνσεων μέχρι τα εξήντα τους χρόνια, οπότε και η σχέση αυτή περνά στην τελική της φάση μέσα από μια καταιγίδα προσωπικών αποκαλύψεων. Η «Αγρια Δύση», όπως λέγεται το μυθιστόρημα, βλέπει εντέλει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως έναν τόπο που συμβολίζει συνολικά τον πολιτισμό που ο δυτικός άνθρωπος γνωρίζει, που είναι ένα σημείο αναφοράς αλλά και ένας καθρέφτης μέσα από τον οποίο μπορούμε να δούμε και την Αγρια Δύση του ίδιου μας του εαυτού.