Η Αννα Φραγκουδάκη, ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δίνει τη δική της απάντηση μέσα από μια σύνθετη ερμηνευτική προσέγγιση της γενικευμένης κρίσης που μαστίζει τη χώρα από το 2010, σύμπτωμα της οποίας ήταν και η είσοδος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή. Με λόγο σαφή και κατανοητό εξετάζει την πορεία οπισθοδρόμησης της ελληνικής κοινωνίας με αναφορές στον «παρωχημένο» ελληνικό εθνικισμό και την ανεπίκαιρη εθνική αφήγηση όπως αναπαράγεται μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία.

Η συγγραφέας, χωρίς να υποτιμά τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια ανόδου της Χρυσής Αυγής, υποστηρίζει ότι τα ιδεολογικά είναι ισχυρότερα. Διαπιστώνει ότι στην πορεία θεμελίωσης της δημοκρατίας που ακολούθησε η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ο εκδημοκρατισμός των θεσμών και η οικονομική ανάπτυξη δεν συνοδεύτηκαν από μια διαδικασία εκσυγχρονισμού στο πεδίο των ιδεών. Αντίθετα, η ελληνική κοινωνία οδηγήθηκε σε μια συντηρητική αναδίπλωση, εκφάνσεις της οποίας ήταν οι συχνές παρεμβάσεις της Εκκλησίας σε ζητήματα εκτός της αρμοδιότητάς της με χαρακτηριστικότερη στιγμή την υπόθεση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Σε αυτή την αναδίπλωση συγκαταλέγεται ακόμη η στροφή μέρους της αριστερής πνευματικής ελίτ σε μια νέα εθνικοφροσύνη μέσα από το «Ρεύμα των νεοορθόδοξων», με σημαντική επιρροή τη δεκαετία του ’80.

Η κοινωνική δεκτικότητα των ακροδεξιών αντιλήψεων στην Ελλάδα δεν είναι επομένως όσο πρόσφατη είναι η εκλογική της επιτυχία. Το σοκ της κρίσης και των Μνημονίων σε συνδυασμό με τη χαλαρή αντίσταση της κοινωνίας στην ακροδεξιά ρητορική δεν άργησε να οδηγήσει στον εκτροχιασμό του δημοσίου λόγου σε επικίνδυνες ατραπούς. Η αντιπαράθεση δεν έγινε στο πεδίο της πολιτικής με ανταλλαγή επιχειρημάτων, αλλά στον προνομιακό για την Ακροδεξιά χώρο της απαξίωσης του κοινοβουλευτισμού, του ηθικού στιγματισμού των αντιπάλων, των ύβρεων και των διχαστικών ιδεολογημάτων. Παρότι η Φραγκουδάκη προσδίδει σαφές ακροδεξιό πρόσημο στα συνθήματα κατά της κοινοβουλευτικής νομιμότητας που δονούσαν τις πλατείες της αγανάκτησης, παρατηρεί ότι στη διάβρωση του θεσμού του Κοινοβουλίου και της εξομοίωσης της χούντας με ένα δημοκρατικό καθεστώς, που ευνοεί τον εξωραϊσμό της επταετίας, επένδυσε πολιτικά και η Αριστερά. Η κομματική ένταξη ήταν η μόνη ουσιαστική διαφοροποίηση εντός του αντιμνημονιακού τόξου.

Η χρεοκοπία της χώρας και η πολιτική χιονοστιβάδα των Μνημονίων ενεργοποίησαν και τον μηχανισμό άμυνας της εθνικής ταυτότητας απέναντι σε φανταστικούς εξωτερικούς εχθρούς και εσωτερικούς «προδότες». Αυτή η εξέλιξη ήταν δηλωτική της αδυναμίας προσαρμογής της εθνικής ταυτότητας στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η χώρα, υποστηρίζει η Φραγκουδάκη, εγκλωβισμένη στο μεγαλείο του ένδοξου παρελθόντος της κλασικής αρχαιότητας, εν μέρει ως άμυνα στο ευρωκεντρικό στερεότυπο που αντιμετωπίζει τις χώρες του Νότου ως «κατώτερες», δεν μπόρεσε ποτέ να κατατάξει τον εαυτό της στο ευρωπαϊκό περιβάλλον των ανεξάρτητων και παράλληλα αλληλοεξαρτώμενων κρατών.

Το αποτέλεσμα ήταν τα κρίσιμα διακυβεύματα της κρίσης να χαθούν στον χείμαρρο της πλειοδοσίας ενός κακώς εννοούμενου πατριωτισμού. Ο πειρασμός της εύκολης και βολικής ετικέτας του «προδότη» μπροστά σε δυσάρεστες αλήθειες ήταν μεγάλος. Ο «πατριωτισμός» όμως ως απάντηση σε κάθε ερώτηση, όπως σωστά επισημαίνεται στο βιβλίο, στρέφεται τελικά κατά των εθνικών συμφερόντων. Δεν αποτελεί πολιτική πρόταση, ούτε συμβάλλει στην εξεύρεση λύσεων. Υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα στα λόγια, ενώ παράγει μηδενικό πολιτικό αποτέλεσμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους πολλούς πατριώτες η χώρα έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Βασική θέση της Φραγκουδάκη είναι ότι η απήχηση του κατ’ ευφημισμόν πατριωτισμού έχει τις ρίζες της στην αναχρονιστική διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία και στην αναπαραγωγή των εθνικών ιδεών της περιόδου των πολέμων για την ανεξαρτησία. Εχοντας ασχοληθεί συστηματικά με τον εθνοκεντρισμό στην εκπαίδευση, αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της ανάλυσής της στην ανάγκη εκσυγχρονισμού της σχολικής Ιστορίας, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη δυσκολία του εγχειρήματος στην Ελλάδα, όπου κάθε προσπάθεια σε αυτήν την κατεύθυνση θεωρείται απόπειρα αφελληνισμού με δόλιους σκοπούς.

Η ανοδική πορεία της Ακροδεξιάς δεν θα αντιστραφεί αν η διδασκαλία της Ιστορίας δεν καλλιεργήσει την κριτική σκέψη, αν δεν βοηθήσει τους νέους να κατανοήσουν την έννοια της ιστορικής εξέλιξης: ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες δεν τους έχουν επιβληθεί, δεν είναι στατικά και μοιραία, αλλά το αποτέλεσμα συγκεκριμένων επιλογών και αποφάσεων.

Μόνο έτσι θα μπορέσουν να αντισταθούν στη συνωμοσιολογία και στον ανορθολογισμό της συλλογικής αυτοθυματοποίησης που ευδοκιμούν σε περιόδους κρίσης. Τα λεκτικά σχήματα περί εθνικής ανεξαρτησίας, αξιοπρέπειας και αποτίναξης του ζυγού των Μνημονίων δεν είναι ανεξάρτητα από τα ιδεολογήματα που αναπαράγονται ως αυτονόητες αλήθειες στο σχολείο και θολώνουν την κρίση καλλιεργώντας την αυτοεικόνα ενός κατατρεγμένου και ανεύθυνου για τη μοίρα του έθνους.