Η μακιαβελική πολιτική της Μέρκελ δεν βοηθάει προς την κατεύθυνση της στήριξης των ευρωπαϊκών αξιών. Από εδώ και η αναφορά του Ούλριχ Μπεκ σε πολιτικές Μερκιαβέλι. Αυτές οι πολιτικές ανάγονται σε τέσσερις συνιστώσες. Η πρώτη είναι η άρνηση της Μέρκελ να απαντήσει καθαρά στο ερώτημα αν τα κράτη-οφειλέτες πρέπει να ενισχυθούν με γερμανικά χρήματα ή όχι. Η απάντησή της είναι ένα μακιαβελικό «όχι». Η δεύτερη συνιστώσα αφορά τη ροπή που έχει η πολιτική Μερκιαβέλι να μην κάνει τίποτα, η ροπή προς την αναποφασιστικότητα. Τρίτη είναι αυτή που θέλει το ζήτημα της εθνικής επανεκλογής να εμφανίζεται ως προαπαιτούμενο για την οικοδόμηση της Ευρώπης. Και η τέταρτη συνιστώσα Μερκιαβέλι είναι η προώθηση της μαγικής φόρμουλας που λέγεται λιτότητα ως φάρμακο για τη νόσο της Ευρώπης. Η προώθηση δηλαδή μιας επιμέρους πλευράς της γερμανικής κουλτούρας ως κουλτούρας της Ευρώπης. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Μπεκ ανησυχεί πως οδηγούμαστε προς μια γερμανική Ευρώπη.

Εδώ θα μου επιτρέψετε μια παρέμβαση. Ο Μακιαβέλι είναι ιδιαίτερα αδικημένος, όταν παρουσιάζεται ως εμπνευστής αυτών των πολιτικών. Ο Μπεκ το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τον καθένα μας, αλλά χρησιμοποιεί αυτό το τρικ για να τονίσει πόσο καταστροφική είναι η πολιτική της σημερινής γερμανικής ηγεσίας.

Και αν ο Μπεκ μιλάει για τον πολιτικό ανορθολογισμό του μερκιαβελισμού, ο Μπόφινγκερ μας μιλάει για τον οικονομικό ανορθολογισμό των πολιτικών «Σόιμπλε». Για τον Μπόφινγκερ οι ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές δεν είναι απλώς καταστροφικές, αλλά και δεν δικαιολογούνται ούτε από τα ίδια τα στοιχεία της οικονομικής κατάστασης των χωρών του Νότου.

Πρώτα έχουμε μια λάθος διάγνωση και μετά μια λάθος θεραπεία. Η λάθος διάγνωση συνίσταται στην άποψη σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα ξεκινάει από το διογκωμένο δημόσιο χρέος. Οπως ο ίδιος δείχνει με στοιχεία, η ΕΕ είναι σε χειρότερη κατάσταση σε σχέση με το δημόσιο χρέος της μόνο όσον αφορά την Κίνα και την Ινδία και σε πολύ καλύτερη από ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Ιαπωνία. Αλλά και χώρες όπως η Ελλάδα πάσχουν περισσότερο από τα χαμηλά τους έσοδα και όχι από τις υψηλές δαπάνες τους. Εξάλλου, όπως υποστηρίζει, η Ελλάδα έχει πετύχει μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση και αυτό που την εμποδίζει να προχωρήσει στην ανάπτυξη δεν είναι η μη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, αλλά το ακριβώς αντίθετο: ο μονοδιάστατος χαρακτήρας τους. Μεταρρυθμίσεις που αφορούν μόνο το κράτος και όχι την αγορά και τις κινήσεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς, γιατί ενστερνίζονται το δόγμα πως για όλα τα προβλήματα ευθύνεται μόνο το κράτος και καθόλου η αγορά. Ετσι, «πέρα από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν διακρίνεται καμία ανάγκη κρατικών πολιτικών για τη μεγέθυνση στις προβληματικές χώρες» (σελ. 86). Και όμως όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, αν όχι η Ελλάδα, τουλάχιστον η Ιρλανδία και η Ισπανία δεν πάσχουν από το κράτος, αλλά από την αγορά τους. Αλλά και αυτή η «κακόμοιρη» Ελλάδα, παρά τις κοινοτοπίες που κάποιοι διαδίδουν, έχει εργαζομένους που δουλεύουν πολύ περισσότερο από τους εργαζομένους άλλων χωρών, εργαζομένους που συνταξιοδοτούνται πολύ αργότερα από τους εργαζομένους άλλων κρατών. Ενώ και οι εύποροι φοροφυγάδες της Γερμανίας δεν είναι λιγότεροι από τους συναδέλφους τους στην Ελλάδα (σ.σ. 78-79).

Εξάλλου δεν διστάζει να ανακηρύξει ως μία από τις πιο σημαντικές αιτίες της σημερινής κρίσης το ότι στο διάστημα από το 1999 έως το 2009, ενώ σημειώθηκαν υπερβολικές αυξήσεις μισθών σε πολλές χώρες της ΕΕ, στη Γερμανία οι μισθοί έμειναν πολύ πίσω από την πρόοδο της παραγωγικότητας. Αν το διαβάσουμε αυτό σωστά θα δούμε πού βρίσκεται μία από τις βαθύτερες αιτίες των ελλειμμάτων του Νότου. Χωρίς βεβαίως κανένας σοβαρός αναλυτής να υποστηρίζει πως ο Νότος δεν ζούσε πάνω από την παραγωγικότητά του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως σήμερα πρέπει να εφαρμοστούν «εκδικητικές» πολιτικές που θα αυξάνουν, αντί να μειώνουν, τα ελλείμματα του Νότου.

Ο Μπόφινγκερ, αντιθέτως από όσα οι «αδιάβαστοι» υποστηρικτές του οικονομικού φιλελευθερισμού διαδίδουν, δείχνει ότι οι προβληματικές χώρες έχουν εξοικονομήσει περισσότερα από όσα χρειάζονταν και από όσα μπορούσαν. Προσωπικά θα έλεγα πως αυτό που τις εμποδίζει από εδώ και πέρα δεν είναι ότι καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν, αλλά το ότι οι πολιτικές λιτότητας που υποχρεώνονται να ακολουθήσουν δεν τους επιτρέπουν να παράγουν περισσότερα από όσα καταναλώνουν.

Για να βγούμε από την κρίση και οι δύο αυτοί μεγάλοι ευρωπαίοι Γερμανοί προτείνουν περισσότερη πολιτική, περισσότερη Ευρώπη, περισσότερο ορθολογικά λειτουργούν κράτος και λιγότερη ανεξέλεγκτη χρηματοοικονομική αγορά. Καιρός είναι να τους ακούσουν οι Ευρωπαίοι, αν θέλουν μια ενιαία Ευρώπη και όχι μια γερμανική Ευρώπη.