Ο Τζέιμς Τζόις δεν χρειάζεται συστάσεις. Εμβληματική μορφή του μοντερνισμού και ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, υμνήθηκε και κατηγορήθηκε όσο λίγοι. Η αλληλογραφία του με τη σύζυγό του Νόρα αποδεικνύει ότι ο κύριος Τζόις δεν ζούσε μονάχα με το μυαλό του, αλλά πρωτίστως με το σώμα του

Η Νόρα, ο πρώτος και μεγάλος έρωτας της ζωής του Τζόις, ισόβια σύντροφός του, ουδέποτε υπήρξε πνευματική ιέρεια ή ισότιμη συνομιλήτρια περί τα συγγραφικά. Δεν διαβάζει ούτε κατανοεί τα γραπτά του. Ομως ο συγγραφέας την εμπιστεύεται απόλυτα και της εξομολογείται τα πάντα. Είναι «απολύτως εχέφρων, χορτάτη, αμοραλίστρια, γονιμοποιήσιμη, αναξιόπιστη, ελκυστική, πονηρή, περιορισμένη, γνωστική, αδιάφορη», όπως θα γράψει αργότερα γι’ αυτήν ο συγγραφέας, η μήτρα που γεννά τη Μόλι Μπλουμ στον εμβληματικό «Οδυσσέα» του. Αν διαβάσει κανείς δικές της επιστολές, θα διαγνώσει το ορυκτό υλικό που εξορύσσει ο Τζόις για να το κάνει γυναικείο μονόλογο στο έργο του.

«Σπάνια τα σεξουαλικά ερέβη του ρομαντικού έρωτα έχουν αποκαλυφθεί με τόση ειλικρίνεια και θάρρος», θα σημειώσει ο Αντρέ Ταπιά στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης των «Επιστολών στη Νόρα». Ο Τζόις δεν είναι Ντ.Χ. Λόρενς, σύμφωνα με τον Ταπιά. Πράγματι. Ο Τζόις παίζει με τη διαστροφή. Οι επιστολές του αναπτύσσονται στο μεταίχμιο της σεξουαλικότητας και της τελετουργίας.

Ο συγγραφέας ξεκινά με παρακλήσεις στη Νόρα να μην ξαναφορέσει κορσέ: «Δεν μου αρέσει να αγκαλιάζω γραμματοκιβώτιο. Μ’ ακούς;» και αποχαιρετά με «ένα εικοσιπεντάλεπτο φιλί στον λαιμό σας». Προχωρεί με απλούς υπαινιγμούς: «Πιστεύω πως ούτε μια σκέψη δεν πέρασε από τον νου μου όλη ημέρα, εκτός από μία» και σημειώνει τις αντιδράσεις του «Πρόσβαλα δυο ανθρώπους σήμερα, τους άφησα στα κρύα του λουτρού. Ηθελα ν’ ακούω τη δική σου φωνή, όχι τη δική τους». Συνεχίζει με σκηνές κοχλάζουσας ζηλοτυπίας, όπου ρωτά καταλεπτώς τι ακριβώς έκανε η ερωμένη του και με ποιον πριν τον γνωρίσει: «Ή μήπως τον άφησες μονάχα να σε χαϊδέψει και να σε πασπατέψει με το δάχτυλο;». Διατυπώνει ανενδοίαστα τις επιθυμίες του: «Πόσο θα μου άρεσε να σε ξάφνιαζα τώρα που κοιμάσαι! Υπάρχει ένα σημείο όπου θα ‘θελα να σε φιλήσω τώρα, ένα παράξενο μέρος, Νόρα. Οχι στα χείλη, Νόρα. Ξέρεις πού;». Της περιγράφει τα δώρα που της παίρνει, τα ρούχα –και κυρίως τα εσώρουχα –που αυτός προτιμά να φοράει η Νόρα, επιμένοντας στο μέγεθος του βολάν και στο χρώμα της κιλότας της. Παρεμπιπτόντως αναφέρεται στα συγγραφικά σχέδια, τη θερμή υποδοχή και τις απογοητεύσεις. «Εχω κουραστεί να σου στέλνω λέξεις», σημειώνει κάπου.

Στις επιστολές του ο Τζόις ονομάζει τα μέρη του σώματος, δεν τα κρύβει με υπαινιγμούς και περιφράσεις. Οι περιγραφές του είναι υψηλής θερμοκρασίας και απολύτως ακριβείς. Οι σεμνότυφοι θα σοκαριστούν από την ειλικρίνεια της γλώσσας και, κυρίως, της επιθυμίας του. Ο τρόπος που απευθύνεται στη Νόρα δεν περιέχει γλυκασμούς και καλολογίες. Είναι η γλώσσα της κρεβατοκάμαρας: δεν κρύβεται, δεν παριστάνει, δεν γυροφέρνει. Ονομάζει, ζητεί, περιγράφει.

Αν σας ενδιαφέρει να διαβάσετε ένα σημαντικό δείγμα καθαρής ερωτικής αλληλογραφίας, χωρίς ρομαντικές επικαλύψεις, αυτό είναι το βιβλίο σας. Ο Τζόις μιλάει τη γλώσσα του σώματος. Απροκάλυπτα. Χωρίς το φρένο της εσωτερικής λογοκρισίας και την πόζα του διανοουμένου.