ΟΠ. Ιωαννίδης επιµελείται από το 2011 συναντήσεις στην Ελληνοαµερικανική Ενωση, όπου ποιητές διαφορετικών γενιών διαβάζουν τα έργα τους. Στα «ΝΕΑ» δεν µιλάει ως «καβαφιστής». Βρήκε, όµως, ενδιαφέρον το ερώτηµα «γιατί ένας Αλεξανδρινός στις αρχές του 20ού αιώνα συνεχίζει να καταδυναστεύει τον κύκλο των ποιητών έναν αιώνα µετά».

Ο ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ. Τον πρωτοδιάβασα παιδί: ακόµη θυµάµαι τη δίτοµη έκδοση του Γ.Π. Σαββίδη να κυκλοφορεί στο σπίτι. Ευτυχώς, δηλαδή, οι πρώτες αναµνήσεις µου δεν προέρχονται από το σχολείο: είχα προλάβει να γνωρίσω από πριν όλα τα ποιήµατά του, ακόµη και τα ώριµα «νεκρικά», φέρ’ ειπείν. Ετσι δεν αποθαρρύνθηκα από τον, ως επί το πλείστον, ηθικολογικό, «προτρεπτικό» ή ενδεχοµένως και –ας µου επιτραπεί ο όρος –ολίγον µελό Καβάφη που κυρίως µας πρότειναν τα αναγνωστικά: τον Καβάφη των «Κεριών» ή των «Γέρων», για παράδειγµα…

Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ. Δεν είµαι φιλόλογος για να προσθέσω κάτι σε όσα έχουν εξαντλητικά ειπωθεί για την γλώσσα του Καβάφη. Αλλά βρίσκω ενδιαφέρον έως συγκινητικό να ανακαλύπτουµε και στα πεζά του την αγάπη του για τη βυζαντινή ποίηση και τα δηµοτικά τραγούδια, που εκείνη την εποχή τούς δίνεται για πρώτη φορά επαρκής φιλολογική προσοχή. Ετσι, κάποια πεζά του µοιάζουν να µας ενηµερώνουν για τον όγκο µελέτης και προσωπικής εργασίας που υποστήριξαν, µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το ποιητικό του έργο.

ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ. Φαντάζοµαι ότι έναν δόκιµο µεταφραστή του Καβάφη το γλωσσικό του ιδίωµα θα τον συναρπάζει την ίδια στιγµή που τον τροµοκρατεί: αυτό το µοναδικό χαρµάνι, που είναι λίγο καθαρεύουσα, λίγο καθοµιλουµένη, κωνσταντινουπολίτικα, µια τζούρα αιγυπτιώτικα ελληνικά. Ενα, λοιπόν, αναπόφευκτο κριτήριο για την αξία µιας ξένης µετάφρασης δεν µπορεί παρά να είναι και η απόδοση µιας κάποιας γλωσσικής «παραξενιάς» σε οιαδήποτε γλώσσα. Γνωρίζουµε βέβαια ότι στις αγγλικές και γαλλικές µεταφράσεις –των Κίλι και Σέραρντ και της Γιουρσενάρ αντιστοίχως -, που εν πολλοίς θεµελίωσαν τη διεθνή δηµοφιλία του Καβάφη, δεν υπήρξε τέτοια προσπάθεια µεταφοράς αυτής της ιδιοτυπίας όσο µιας τίµιας απόδοσης του νοήµατος.

ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ. Το πλεονέκτηµα του Καβάφη είναι η πολυπρισµατικότητά του, η οποία εµπλουτίζεται όσο σταδιακώς δηµοσιεύονται τα κατάλοιπά του. Για παράδειγµα, έχουµε συνηθίσει να ακούµε –αν όχι κυρίως, πάντως πολύ συχνά –για τη στοχαστικότητα και την περίσκεψη που τον χαρακτηρίζουν. Αλλά µήπως θα ήταν χρήσιµο –και απολαυστικό –να αναζητήσουµε προσεκτικότερα και τον Καβάφη που «εσωτερικώς γελά και αστειεύεται πολύ»; Ή που «δεν έχει πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συµπεράσµατος»; Ή τον Καβάφη του οποίου, όπως γράφει κάπου, η αγαπηµένη εποχή είναι το καλοκαίρι –µια δήλωση τόσο αντίθετη µε την εικόνα ενός «φθινοπωρινού» Καβάφη του µισόφωτος, κλεισµένου σε µια κάµαρα. Ακόµα και η έννοια του παιχνιδιού θα µπορούσε να ταιριάξει σε πολλές πτυχές της ζωής και του έργου του: στον τρόπο που ανασυνέτασσε τα «φυλλάδιά» του π.χ. ή στο πώς επέλεγε ποια ποιήµατα θα στείλει σε ποιον. Ευτυχώς, υπάρχουν πλέον πολλά δεδοµένα διαθέσιµα που µας επιτρέπουν να διαµορφώσουµε τεκµηριωµένη µεν, προσωπική και αδιαµεσολάβητη δε, άποψη για το έργο του. Και να το απολαύσουµε ο καθείς κατά τον τρόπο του.

Γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Ποιήµατά του δηµοσιεύονται σε περιοδικά από το 1996. «Το σωσίβιο», βιβλίο µε ποιήµατά του, κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Εχει µεταφράσει Σέιµους Χίνι, Ρόµπερτ Κρίλι, Τοµ Γκαν, Αντριου Μόσιον και άλλους ποιητές