Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο δημοσιεύει τις απόψεις του σε εφημερίδες εγνωσμένου κύρους και υψηλής κυκλοφορίας («L’Espresso», «La Repubblica», «The New York Times», «The Times», «El Pais», «Die Zeit» κ.λπ.) και συνεχίζει να γράφει για το Κακό και τη Μαφία στη χώρα του. Οι επικριτές του –και συγκεκριμένα ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι –τού προσάπτουν ότι αμαυρώνει την εικόνα της Ιταλίας στο εξωτερικό. Λες και η Μαφία δεν είναι κοινό μυστικό. Μόνο που ο Σαβιάνο δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το ονοματεπώνυμό τους. Ισως γι’ αυτό το 2008 χρειάστηκε να παρέμβουν υπέρ του νομπελίστες, ανάμεσά τους οι Ορχάν Παμούκ, Γκίντερ Γκρας, Ντάριο Φο, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, για να κάνουν έκκληση στην ιταλική κυβέρνηση: ο αγώνας του Σαβιάνο εναντίον της Καμόρα μάς αφορά όλους.

Ο Σαβιάνο διετέλεσε μέλος της ερευνητικής ομάδας του Παρατηρητηρίου για την Καμόρα και την Παρανομία. Το διεθνές μπεστ σέλερ «Γόμορρα» έγινε ταινία από τον Ματέο Γκαρόνε και κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών (2008). «Ο αγώνας συνεχίζεται» έγινε τηλεοπτική σειρά. Αν και πίστευαν ότι απευθυνόταν σε περιορισμένο κοινό, είχε την υψηλότερη τηλεθέαση στην ιστορία του RAI 3, πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα ότι οι τηλεθεατές δεν αρέσκονται μόνο σε εύπεπτα σόου και σαπουνόπερες, όπως πολλοί θεωρούν.

Τα βιβλία του Σαβιάνο δεν αποτελούν απλώς μαχητική ερευνητική δημοσιογραφία. Ο Σαβιάνο πιστεύει στη δύναμη του δημόσιου λόγου: γι’ αυτόν τα λόγια είναι πράξεις. Η αφηγηματική του δεινότητα πηγάζει από την ισχύ των εμπράγματων λέξεων. Η σκέψη του δεν αναπτύσσεται στη θεωρητική σφαίρα της αφαίρεσης αλλά στο πρακτικό πεδίο της αναβράζουσας καθημερινότητας. Γι’ αυτόν δημοκρατία και θεσμοί δεν είναι σκεπτομορφές, αλλά τρόπος για να ζει κανείς τη ζωή του.

Παρά τις ορατές διαφορές, υπάρχουν σημεία της αφήγησης του Σαβιάνο όπου οι ομοιότητες με καταστάσεις και νοοτροπίες στην Ελλάδα είναι ανατριχιαστικές. Σημειώνω πρόχειρα: «Η Ιταλία όμως είναι θύμα μιας προαιώνιας κατάρας: εδώ σ’ εμάς οι άνθρωποι δεν είναι ακόμη εντελώς πεπεισμένοι ότι στο Σύνταγμα περιέχονται οι δικοί μας νόμοι. Σ’ εμάς αντιμετωπίζονται ακόμη το κράτος και η νομιμότητα με καχυποψία, λες και αποτελούν εμπόδιο στην προσωπική πραγμάτωση». Και αλλού: «Και να θέλεις (…) να ξαναρχίσεις από ‘κεί που νιώθεις ότι η Ιστορία σού ανήκει, όπου σου ανήκει η ιδέα που έχεις για τη ζωή. Να εξαγριώνεσαι με τη χυδαιότητα στην οποία συχνά σε αναγκάζει η εξουσία: στην ίδια την ντροπή». Γιατί πολύ συχνά «η μηχανή της λάσπης φτύνει όποιον η κυβέρνηση θεωρεί εχθρό της. Με στόχο όχι να μην καταγγείλουμε ένα έγκλημα ή να μην καταδείξουμε ένα λάθος, αλλά να μας εξαναγκάσει σε άμυνα. Με στόχο (…) να εξισώσουμε τα πάντα και να μπορούμε να λέμε ότι όλοι είμαστε βρώμικοι, όλοι διαπράττουμε λάθη, (…) ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Αυτό το παιχνίδι θέλει να μας πείσει ότι «έτσι λειτουργεί ο κόσμος», ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνο συμβιβαζόμενοι, γιατί κατά βάθος όλοι πουλιούνται, αν θέλουν να φτάσουν κάπου».

Ο Σαβιάνο πιστεύει όχι θεωρητικά, αλλά στην πράξη που κολλάει το σίδερο, ότι «μια ζωή με δικαιώματα είναι δικαίωμα στη ζωή». Πιστεύει στη μεταμορφωτική δύναμη του λόγου: «Συχνά αντιλαμβάνομαι τη διήγηση όπως ένας ιολόγος τον ιό, γιατί και η διήγηση μπορεί να γίνει μια μεταδοτική μορφή που, μεταμορφώνοντας τα άτομα, μεταμορφώνει τον ίδιο τον κόσμο».