Τη Μαργκερίτ Ντιράς δεν θα την τοποθετούσα στους συγγραφείς που με συγκινούν. Θυμάμαι ότι το διασημότερο μυθιστόρημά της, τον «Εραστή», το διάβασα με μεγάλη προσπάθεια να μείνω ξύπνιος και το ξέχασα σχεδόν αμέσως. Αλλά τώρα σκέφτομαι ότι ίσως έφταιγα εγώ γι’ αυτό. Γιατί διαβάζοντας το «Μετέωρο πάθος», μια αλυσιδωτή συνέντευξή της το 1989 στην ιταλίδα δημοσιογράφο με το εντυπωσιακό όνομα Λεοπολντίνα Παλότα ντέλα Τόρε, ανακάλυψα μια γυναίκα ζωηρή, οξύνου και παθιασμένη, παρά τα εβδομήντα πέντε της, με ερεθιστικές, συχνά αιρετικές απόψεις για τη λογοτεχνία και την τέχνη, τον έρωτα, τις σχέσεις των δύο φύλων, τη γυναικεία και την ανδρική φύση, και με έναν ρητορικά ακαταμάχητο, επιγραμματικό τρόπο να τις διατυπώνει. Δεν συμβαίνει σπάνια, άλλωστε, να μη μας κερδίζει ένας λογοτέχνης με τα βιβλία του, αλλά να γοητευόμαστε από το σπινθηροβόλο πνεύμα του και την ποιότητα της σκέψης του σε άλλες μορφές έκφρασής τους.

Η Μαργκερίτ Ντιράς, λοιπόν. Γεννημένη στην Ινδοκίνα και μεγαλωμένη εκεί, περισσότερο σαν Βιετναμέζα παρά σαν Γαλλίδα. Μέτοικος έπειτα στην πατρίδα των γονιών της και μόνιμα παράταιρη στο διανοητικό κλίμα της. Μυθιστοριογράφος γόνιμη, αλλά αμφιλεγόμενη πριν από τον «Εραστή» (όταν είχε πατήσει πλέον τα εβδομήντα) ή και μετά από αυτόν. Εξίσου παραγωγική κινηματογραφίστρια και θεατρική συγγραφέας. Μαχητική αρθρογράφος, με προκλητικές θέσεις για δημόσια ζητήματα. Ενδιαφέροντα που έφταναν μέχρι και το ποδόσφαιρο (κάτι σπανιότατο για διανοούμενη). Σχεδόν χρόνιο πρόβλημα αλκοολισμού. Ανορθόδοξοι και παράφοροι δεσμοί με άνδρες. Μια προσωπικότητα που δεν την προσπερνάει κανείς αδιάφορα και που στο «Μετέωρο πάθος» όλες οι πτυχές της ξεδιπλώνονται με μια σειρά μικρών δονήσεων.

Ας αρχίσουμε από τον έρωτα, που είναι και το κεντρικό θέμα ολόκληρου του έργου της. Η Ντιράς δεν υπήρξε φεμινίστρια (η γνώμη της μάλιστα για τον φεμινιστικό ακτιβισμό ήταν κακή), είχε όμως μια πνευματική και ερωτική ελευθερία που δεν κατέκτησαν ποτέ οι φεμινίστριες, γιατί συνοδευόταν από αυθεντικότητα του αισθήματος και μια ακομπλεξάριστη κατάφαση στη γυναικεία φύση της, με όλες τις αντιφάσεις της. Σε πολλά σημεία της συνέντευξής της και με διάφορους τρόπους τονίζει τη βαθιά, κατανοητή κυρίως από τις γυναίκες αλήθεια ότι το ερωτικό πάθος δεν μπορεί να αναπαρασταθεί, ούτε στη λογοτεχνία ούτε στον προφορικό λόγο, γιατί είναι κάτι μη μεταδόσιμο, κάτι αδύνατο να ειπωθεί. Κάθε γλωσσική έκφρασή του το περιορίζει, το μειώνει, το ακυρώνει. Μιλώντας για το ερωτικό πάθος, η Ντιράς εννοεί βέβαια τον ερωτισμό και όχι το σεξ καθεαυτό. Η σεξουαλική απόλαυση είναι μόνον ένα ελάχιστο μέρος του πραγματωμένου έρωτα. Αλλά και ο πραγματωμένος έρωτας είναι μια παροδική κρυστάλλωση της ερωτικής επιθυμίας: η μύχια ενότητα των δύο εραστών είναι προορισμένη να διαλυθεί, λόγω της θεμελιακής ετερότητας της γυναίκας και του άνδρα. Στην πραγματικότητα μάλιστα η ίδια η ερωτική ενότητα είναι κάτι που έχουμε ήδη χάσει ενώ ακόμη το έχουμε.

Για την Ντιράς, λοιπόν, ο έρωτας είναι η επιθυμία του έρωτα, του απόλυτου, όχι απλώς ανεκπλήρωτου, αλλά μη εκπληρώσιμου, ανέφικτου έρωτα. Πάλι με χαρακτηριστική γυναικεία ενόραση σημειώνει ότι ο αληθινός έρωτας είναι αξεχώριστος από τον πόνο, αλλά και ότι η γυναίκα έχει την ικανότητα να αντιμετωπίζει την εμπειρία της ερωτικής οδύνης χωρίς να εκμηδενίζεται από αυτήν, ενώ ο άνδρας αποφεύγει την αναμέτρηση μαζί της, είτε μυθοποιώντας την είτε αντιδρώντας με οργή και σωματική βία.

Πώς τα μετέφρασε η Ντιράς όλα αυτά στη λογοτεχνική γραφή και στην κινηματογραφική γλώσσα; Η ίδια δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις ως προς αυτό. Η αμφίσημη εκφραστικότητα των βλεμμάτων, των χειρονομιών, πάνω από όλα των σιωπών, οι διάλογοι που δεν αποτυπώνουν την εσωτερικότητα των εραστών, αλλά προσπαθούν μάλλον να την κρύψουν ακόμα και από τους ίδιους, η αποσπασματικότητα της αφήγησης, η ρευστότητα των σκηνών, η σύντηξη παρελθόντος και παρόντος στη μνήμη, τέτοια είναι τα μέσα της για να υποδηλώσει το άφατο, την επιθυμία που είναι σύμφυτη με τον φόβο, τη νοσταλγία μιας (ερωτικής) ιστορίας που ολοκληρώνεται και αφηγηματικά, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί. Ισως γι’ αυτό τα μυθιστορήματα και οι ταινίες της φαίνονται δυσπρόσιτα ή ανιαρά σε τυπικά ανδρικούς δέκτες.

Οι ερεθιστικότερες συναντήσεις μας με τη σκέψη των άλλων είναι εκείνες όπου ανακαλύπτουμε τόσα σημεία συμφωνίας όσα και διαφωνίας, όπου βιώνουμε μια συνεχή διελκυστίνδα ανάμεσα στην ψυχική ταύτιση με τον συνομιλητή μας και την ψυχική αλλοτριότητα προς αυτόν. Το «Μετέωρο πάθος» με διέγειρε ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο. Προσυπογράφω, αν δεν είναι περιττό να το πω, όσα λέει η Ντιράς για τη φύση της ερωτικής επιθυμίας, την ετερότητα των δύο φύλων, τον χαρακτήρα της γυναικείας ευαισθησίας. Συμφωνώ επίσης, κι ας ενοχληθούν κάποιοι, με ορισμένες απόψεις της που δεν θα θεωρούνταν «πολιτικά ορθές». Οπως, για παράδειγμα, ότι το αίτημα για μια φεμινιστική γραφή οδηγεί στην απίσχνανση του γυναικείου λόγου, γιατί τείνει να τον κάνει μονοδιάστατο. Ή ότι στον ομοφυλοφιλικό έρωτα «λείπει εκείνη η μυθική και οικουμενική διάσταση που ανήκει αποκλειστικά στα αντίθετα φύλα: περισσότερο και από τον εραστή του, ο ομοφυλόφιλος αγαπάει την ομοφυλοφιλία του» (και να σκεφτεί κανείς ότι τον καιρό που τα έλεγε αυτά συζούσε με έναν ομοφυλόφιλο!). Συμμερίζομαι, επιπρόσθετα, τις «αιρετικές» κρίσεις της για διάφορα άλλα ζητήματα που προκύπτουν στην πορεία της συνέντευξης, π.χ. για την ψυχανάλυση, τον Σαρτρ, τον Παζολίνι, τους μεταμοντέρνους αστέρες της γαλλικής διανόησης και πολλά άλλα.

Ωστόσο, αντιστέκομαι στην ιδέα της ότι η λογοτεχνία οφείλει να αναπαριστά το ανθρώπινο πλάσμα ως «απλή δέσμη ασύνδετων ορμών». Θεωρώ ότι η λογοτεχνία έχει εξαντλήσει αυτό το μοτίβο και όσοι επιμένουν να το αναπτύσσουν αναμασούν κάτι που έχει γίνει κοινοτοπία. Η «νοσταλγία της Ιστορίας» ωθεί σήμερα τους συγγραφείς σε πιο συνεκτικές, πιο «κλασικές» αφηγηματικές φόρμες, χωρίς να παραγνωρίζεται καθόλου η αναντίρρητη αλήθεια της ρευστής ταυτότητας. Επίσης, μου φαίνεται αντίθετη στις απόψεις της Ντιράς για την ταυτότητα η τάση της να σχηματοποιεί τον ανδρικό χαρακτήρα, παρά τις επιμέρους εύστοχες παρατηρήσεις της. Η σχηματοποίηση είναι χρήσιμη για διαφοροποιητικές επισημάνσεις, είναι όμως απατηλή όταν απολυτοποιείται. Η Ντιράς φαίνεται να αντιστοιχίζει στη διαφορά άνδρα – γυναίκας την αντίθεση ανάμεσα στην εξουσία του Λόγου – Νόμου και την άθεσμη ελευθερία του φυσικού ανθρώπου. Αυτό είναι όμως ιδεολόγημα, που απηχεί δοξασίες των ελευθεριακών κινημάτων μιας περασμένης εποχής. Και ας μου επιτραπεί να πω, σχηματοποιώντας λίγο κι εγώ, ότι βρίσκω χαρακτηριστικά γυναικεία την αδυναμία της Ντιράς να αποστασιοποιηθεί από τον εαυτό της, όταν γράφει ή όταν μιλάει. Ισως αυτός είναι ο σημαντικότερος περιορισμός της «ποιητικής» της.

Εξαιρετική η ελληνική μετάφραση του βιβλίου.