«Η μνήμη δεν είναι τόσο μια ακριβής καταγραφή των εμπειριών μας όσο μια δημιουργική πράξη. Κάτι όχι και πολύ διαφορετικό από τη συγγραφή», επισημαίνει η συγγραφέας μιλώντας για το μυθιστόρημα που την έκανε γνωστή παγκοσμίως. Πράγματι, «Η ιστορία του έρωτα» θα μπορούσε να θεωρηθεί μια σπουδή πάνω στην ανθρώπινη μνήμη. Ή, ακόμη καλύτερα, μια σπουδή στο πώς οι άνθρωποι «επινοούν πράγματα ή φαντάζονται εκ νέου το παρελθόν προκειμένου να επιβιώσουν».

Η Νικόλ Κράους συνθέτει την αφήγησή της με έναν περίτεχνο, πολυπρισματικό τρόπο. Οπως ακριβώς έκανε και με το μυθιστόρημα «Οταν όλα καταρρέουν» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2012). Στο κείμενό της δύο φωνές, μία γεροντική, κοντά στον θάνατο, και μία νεανική, σε αναβράζουσα εφηβεία, αντικρίζονται. Δύο ιστορίες εκτυλίσσονται παράλληλα, ώσπου να συναντηθούν αίφνης συνταρακτικά.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Ο Λέο Γκούρσκι ζούσε στο Σλόνιμ, μια πόλη που πότε ήταν Πολωνία και πότε Ρωσία. Συγγραφέας για έναν και μόνο αναγνώστη, την αγαπημένη του. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά, η Αλμα καταφεύγει στις ΗΠΑ, το ίδιο και ο Λέο, έπειτα από ένα διάστημα. Οταν πια καταφέρνει να φθάσει στην Αμερική βρίσκει την αγαπημένη του παντρεμένη. Ο γιος του, Ισαάκ, είναι πλέον γιος ενός άλλου πατέρα. Ο Λέο συνεχίζει να ζει διεκπεραιωτικά. Γίνεται φάντασμα του εαυτού του. Δουλεύει ως κλειδαράς, γυρνάει στην πόλη ξεκλειδώνοντας σπίτια. Καμαρώνει για τον διάσημο γόνο του Ισαάκ Μόριτς, για τον οποίο ο χαρακτηρισμός «πειραματικός συγγραφέας» ή «εβραίος συγγραφέας» αποδεικνύεται περιοριστικός και αδικεί την εμβέλεια του έργου του. Αποφασίζει και στέλνει στον γιο του το μόνο κείμενο που έγραψε ποτέ, την «Ιστορία του έρωτα»: πρόκειται για το βιβλίο που απηύθυνε πρωτίστως στη μητέρα του Ισαάκ, την Αλμα Μερεμίνσκι. Ο Γκούρσκι πασχίζει διαρκώς να βγάλει νόημα. Σκέφτεται πως αυτή του η ιδιότητα θα μπορούσε να είναι εντέλει και ο επιτάφιός του. Είναι από τους ανθρώπους που προσπαθούν να εξηγήσουν τον κόσμο με λέξεις. Οταν τα πράγματα ζορίζουν, η αγαπημένη του τού γράφει ένα γράμμα: «Πότε θα μάθεις ότι δεν υπάρχουν λέξεις για όλα;», ρωτά. Εχει δίκιο. Εχει μεσολαβήσει ένας πόλεμος.

Η Αλμα Σίνγκερ είναι μια θλιμμένη και ιδιόμορφη έφηβη. Οταν τη ρωτούν τι θέλεις να γίνεις όταν θα μεγαλώσεις, εκείνη απαντά με τον νου της: «Κάποια που θα επιβιώνει σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν, θα βρίσκει μόνη την τροφή της, θα φτιάχνει σπηλιές στο χιόνι και θ’ ανάβει φωτιά με το τίποτα». Στο τέλος όμως λέει: «Δεν ξέρω, μπορεί ζωγράφος», για να ξεμπερδεύει. Η μητέρα της τής έδωσε το όνομα Αλμα από την ηρωίδα του βιβλίου «Η ιστορία του έρωτα». Η κοπέλα ζει σε ένα σπίτι γεμάτο θλίψη. Η μάνα της είναι χήρα, ζει αγκαλιά με τα βιβλία, έχει ως χόμπι να αποδίδει μεταθανάτια Νομπέλ σε άγνωστους συγγραφείς, αρνείται να βγει ραντεβού, έχει χτιστεί μέσα στα λεξικά της. Ο αδελφός της Αλμα περνάει φάση εμπύρετου θρησκευτικού φανατισμού. Εχει προσκολληθεί στον ραβίνο και στην Τορά. Η Αλμα έχει έναν φίλο, τον Μίσα, με τον οποίο δοκιμάζει το πρώτο της φιλί: «Η γλώσσα του ήταν μέσα στο στόμα μου. Δεν ήξερα αν έπρεπε να την αγγίξω με τη δική μου, ή να κρατήσω τη δική μου στο πλάι, για να μην εμποδίζει τη δική του. Πριν καταλήξω σε απόφαση, ο Μίσα έβγαλε τη γλώσσα του κι έκλεισε το στόμα του, ενώ τυχαία το δικό μου έμεινε ανοιχτό, κάτι που μάλλον ήταν λάθος».